Σελίδες

26/6/09

Κωλοδουλειά

του Γιάννη Μαυριτσάκη


Το Μαυριτσάκη τον ξέρουμε από το Τυφλό Σημείο, που, η αλήθεια να λέγεται, προσωπικά δε μας ξετρέλανε. Έπιασε να πει πράματα χιλιοειπωμένα, και ίσως μάλιστα καλύτερα ειπωμένα στο παρελθόν Ξετρέλανε όμως ένα σκασμό κόσμο, ανάμεσα σε αυτούς και την κριτική επιτροπή που του έδωσε το Βραβείο Κουν στην κατηγορία καλύτερο νεοελληνικό έργο 2008.

Δύσκολο έργο, εξαντλητικό, το τωρινό. Και γι' αυτήν και για μας. Η Αγγελική Στελλάτου έφερε εις πέρας ένα πραγματικό άθλο (κι ο Φοντούκης, ok, ήταν καλός εκφωνητής, quite scary). Επί μία ώρα και ένα τέταρτο μιλούσε ασταμάτητα με το ίδιο μονότονο ύφος και το ίδιο στεγνό ηχόχρωμα, κάτι ανάμεσα σε ρομπότ και τυποποιημένη αισθησιακή φωνή των τηλεφωνικών γραμμών 090. Κινούσε μόνο τα χέρια της, κατά τρόπο μηχανικό και συνεχώς πανομοιότυπο, και ελάχιστα από τη μέση και κάτω, για την ακρίβεια έκανε μετατοπίσεις βάρους από τα αριστερά προς τα δεξιά, ώστε να μπορέσει στη διάρκεια του μονολόγου της να φτάσει από την αρχή του πάγκου στο τέλος του. Και μετά να εξαφανιστεί στα παρασκήνια.

Με μανικιούρ μοντέρνας μάγισσας ή τρομερού αρπαχτικού-- ψεύτικα νύχια περί τους πέντε πόντους-- με ροζ διάφανη, πεντακάθαρη, στολή και άψογα ξανθά μαλλιά η εργαζόμενη σε ένα παράρτημα fast food αγαπητό στους πεινασμένους πελάτες του, μας ραντίζει μεθοδικά με περισσή ευθύτητα με τις σκέψεις, τη ζωή της, τις σχέσεις στο επαγγελματικό της περιβάλλον, τις προσδοκίες και τους φόβους της. Τα μαθαίνουμε όλα γι' αυτήν, πράγματα προσωπικά, και μη. Κάποια ίσως κι εμείς να τα σκεφτήκαμε, αλλά τα κρατήσαμε για τον εαυτό μας. Μου λείπει ο ύπνος, λέει. Κι ύστερα, ομολογεί πως θα περνούσε τη ζωή της καρφωμένη στο κρεβάτι, αν μπορούσε στ' αλήθεια να μην κάνει πράγματα μόνο και μόνο επειδή πρέπει. "Η διασκέδαση εξαρτάται από το μέγεθος του πλήθους. Μου λείπει διασκέδαση. Την παίρνω σα φάρμακο, βγαίνω επειδή πρέπει".

Δε διστάζει να μιλήσει και για τις σχέσεις της με τους γονείς ή αυτούς που κάποτε ήταν γονείς της, τώρα είναι κάποιοι άγνωστοι. Κι ίδιοι θεωρούν ότι είναι άβολο να είναι κόρη τους, γιατί βλέπουν σ' αυτή κάτι ξένο και απειλητικό. Μιλάει για το διευθυντή της, που είναι έξυπνος, αλλά με την απαραίτητη δόση βλακείας που υπάρχει σε όλους τους έξυπνους ανθρώπους, ελπίζει. Για ένα ζευγάρι παπούτσια που θέλει, ακριβά όσο ένας μισθός. Ένα διαρκές παραλήρημα, όμως απόλυτα οργανωμένο και ελεγχόμενο στην εκφορά του, που μοιάζει τελικά απόλυτα προμελετημένο.

Κείμενο δυνατό που προλαβαίνει να αγγίξει πάρα πολλά σε πολύ λίγο. Όμως η εγγενής δυσκολία του concept -- ένας άνθρωπος στη σκηνή να παριστάνει την πλαστική κούκλα ανάμεσα στο πλαστικό φαγητό σ' έναν πλαστικό κόσμο (sic)-- πριν προλάβει να αγγίξει το θεατή, τον τρομάζει με τη μονοτονία του και ίσως να τον εμποδίζει να παρακολουθήσει απερίσπαστος μέχρι τέλους. Πολύ ενδιαφέρον, διαφορετικό, αιχμηρό κέιμενο που θα διαβαζόταν μονορούφι, σίγουρα και διαφέρει έτη φωτός από το προηγούμενο του συγγραφέα.

Αναρωτιόμασταν με ένα φίλο για το ρόλο του σκηνοθέτη στη συγκριμένη παράσταση.Δεν ήταν ακριβώς σκηνοθέτης, αλλά αντι-σκηνοθέτης. Χρειαζόταν μάλλον να εφιστά την προσοχή στην Αγγελική όποτε πήγαινε να παρασυρθεί από το συναίσθημα. Πιο μονότονα, θα της έλεγε, κατά πάσα πιθανότητα, πιο άχρωμα, μη βάζεις τόση ζωή στα λόγια! Γιατί, το όλο στήσιμο ήθελε ακριβώς το αντίθετο. Αποστειρωμένη ζωή, 100% υπό έλεγχο.

Τώρα που το σκέφτομαι, πάντως, ο Μαυριτσάκης είχε όντως να πει πολλά, αλλά θα προτιμούσα να είχε περιοριστεί σε λιγότερα και να αφήσει κάποια για ένα άλλο θεατρικό. Ή, έστω, να επεκταθεί και να εμβαθύνει σε κάποια από όσα έθιξε εδώ σε κάποιο επόμενο έργο του στο μέλλον, γιατί, τελικά, ίσως και να μπουκώσαμε από τα πολλά νοήματα, ίσως πάλι να ήταν ολων η πρόθεση να μπουκώσουμε, όπως ακριβώς οι πεινασμένοι πελάτες μπουκώνονται με τα βρώμικα μπιφτέκια και τις χρωματιστές σάλτσες.

Σκηνοθεσία – Σκηνογραφία – Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Ηχητικός συνδυασμός: Γιάννης Παξεβάνης
Παίζουν: Αγγελική Στελλάτου, Κοσμάς Φοντούκης

Ελληνικό Φεστιβάλ
Από Μηχανής Θέατρο
Ακαδήμου 13, Κεραμεικός, 210 52 31 131

21/6/09

Κατερίνη

των blitz

Οι blitz σήμερα με θύμωσαν. Γιατί με έκαναν να κλάψω, κι εγώ δεν κλαίω πια, ειδικά εκεί που δεν το περιμένω. Με έκαναν να νιώσω άβολα, κι αυτό είναι το χειρότερό μου. Εγώ φταίω που παίρνω τα ρίσκα μου και δε χάνω ευκαιρία να υποστηρίξω (και έμπρακτα) το θέαμα που δεν καταδικάζει το θεατή στην παθητικότητα, αλλά του δίνει βήμα έκφρασης. Βέβαια, εδώ τίθεται ένα κάποιο ζήτημα: μέχρι ποιου σημείου μπορεί να φτάσει κανείς, όταν ζητάει από το θεατή να κάνει κάτι, να μοιραστεί σκέψεις ή εμπειρίες του, που ενδέχεται να τον κάνουν να αισθανθεί άσχημα; Γιατί, όταν πας σε ψυχολόγο, ξέρεις ότι θα βγάλεις τα εσώψυχά σου, αλλά το έχεις πάρει απόφαση. Τώρα, το να σε πιάσουν στον ύπνο, δεν είναι κάπως...ανήθικο; Όχι, ότι, παρόλες τις ενστάσεις μου, η performance δε μου άρεσε, αντιθέτως, είχε γερές βάσεις και ανακινούσε μνήμες και συναίσθήματα, αλλά πάντα κάποιος πρέπει να κάνει το δικηγόρο του διαβόλου σε πράγματα τόσο αντισυμβατικά, γιατί οι περισσότεροι εκεί έξω είναι συμβατικοί, όπως και να 'χει.

Η περιπέτεια άρχισε με έντονη περιέργεια (που σκότωσε τη γάτα) και θρησκευτικότητα: κίτρινη μικρή κονκάρδα με την Αγία Αικατερίνη επάνω και πολλές ερωτήσεις: Προσεύχεστε; Ως νεοέλληνας, ποιο είναι το μεγαλύτερό σας ελάττωμα; Σας αρέσει η disco;

Ύστερα ήρθε η βόλτα στην ταράτσα. Φιδάκι για τα κουνούπια, κρασάκι και ξηροκάρπια, dips και κάτι σαν κρακεράκια. Θα τα χρειαζόμουν για να ξεπεράσω το σοκ, αλλά δεν το 'ξερα ακόμη. Κι ύστερα ήρθε...η Μπέττυ. Ο Χρήστος ως impersonation της γνωστής τραβεστί (περισσότερο γνωστής σε όσους ξέρουν επίσης ποιος είναι ο Ταχτσής, άρα τους ψαγμένους ή τους μεσήλικες) διάβασε απόσπασμα από το βιβλίο της, απόσπασμα που περιέγραφε τη σχέση της με την επαρχιακή γενέτειρά της. Αργότερα, στην ταράτσα θα ακουστούν πολλά ακόμη πράματα και θάματα: ο επικήδειος του Παπαδόπουλου (του γνωστού δικτάτορα) που τον ξεπροβοδίζει στον... Παράδεισο, κάτι συγκλονιστικό του Thomas Bernhard όπου μας πείθει ότι οι γονείς σκοτώνουν τα παιδιά τους (sic), και ένα ακατανόητο "του-τα-πα-του-πα-πα" από έναν τυχαίο θαυματοποιό που επιδίδεται και σε άλλα ξεκαρδιστικά αποτυχημένα τρυκ.

Στο ενδιάμεσο των show κάτω από τ' αστέρια και με φόντο την Ακρόπολη, οι θεατές καλούνταν από το μικρόφωνο να μεταβούν στα δωμάτια που επιλέχθηκαν γι' αυτούς. Η ανακίνηση ήταν το ζητούμενο, όπως επιβεβαίωσε και η Ελένη Καραγεώργη, αφού πρώτα είχε τελειώσει με το ρόλο της ως η καλύτερη δασκάλα του κόσμου. (αλλά και η πιο διεισδυτική). Χωρία από την Ομήρου Οδύσσεια και μάλιστα την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη και τη συνάντησή του με τους νεκρούς, ένα χάδι, απαλή φωνή κι ύστερα η συνάντηση με τους δικούς μας νεκρούς. Αναγκαστικά, ενώπιον αγνώστων και ενώ έχουμε μπει σε ψυχολογία αδύναμων και ανίκανων ν' αντιδράσουν σχολιαρόπαιδων. Ίσως λυτρωτικό, ίσως παρατραβηγμένο, εξαρτάται από τις αντοχές.

Οι πληροφορίες μου για τα άλλα δωμάτια είναι κάπως αόριστες: ένα δωμάτιο για τη μνήμη, αλλά χαρούμενο --είδα με τα μάτια μου τη Μαρία Φιλίνη να πετάει λευκά, χάρτινα αλεξιπτωτα στη σκοτεινιά της νύχτας από το πιο ψηλό δωμάτιο, πιο ψηλά ακόμη και από την ταράτσα--, δύο δωμάτια με κάπως... ερωτικό περιεχόμενο, ένα δωμάτιο με πολιτικό περιεχόμενο, ίσως κάτι ακόμη που ξεχνάω και τέλος ένα δωμάτιο για διακοπές. Με το πιο μελαγχολικό ηλιοβασίλεμα στην ακρογιαλιά με σαιζ-λονγκ και το χρυσόψαρο-πρωταγωνιστή της προηγούμενης performance και οικοδεσπότη-σκηνοθέτη της ταινίας των διακοπών σου τον Ιπποκράτη, από τον οποίο πρέπει να ζητήσω δημόσια συγγνώμη, όντας ο πιο ξινός καλεσμένος του.

Τα ταμπού, οι σκελετοί κρυμμένοι στις ντουλάπες της κάθε επαρχίας μας, μια κρυμμένη αγάπη για το βδελυρό motto "πατρίς, θρησκεία, οικογένεια" στην επαρχία, και όχι μόνο, εξερευνήθηκαν σε βάθος και με μεγάλη ευαισθησία και θεατρικότητα. Πολύ προσεγμένη δουλειά, υπερ-οργανωμένη (κανείς δεν περίμενε αέναα τη σειρά του να μπει σε δωμάτιο), αιώνες μπροστά από ό,τι βλέπουμε συνήθως. Άρα, μια επιτυχημένη performance. Όμως, επιμένω: να μην υπάρχει έστω μια προειδοποίηση για τις εσωτερικές αναταράξεις που ενδέχεται να περιμένουν τον έρμο θεατή; Είναι δωρεάν group-therapy, δε λέω, αλλά, δεν έχει δικαίωμα να το γνωρίζει εκ των προτέρων;

Σκηνοθεσία-δραματουργία: ομάδα blitz (Γιώργος Βαλαής, Αγγελική Παπούλια, Χρήστος Πασσαλής), Νίκος Φλέσσας, Μαριαλένα Μαμαρέλη
Σκηνικά- κοστούμια: Εύα Μανιδάκη
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Ερμηνεύουν: Γιώργος Βαλαής, Βαγγέλης Ζλατίντσης, Ελένη Καραγεώργη, Μιχάλης Μαθιουδάκης, Αγγελική Παπούλια, Χρήστος Πασσαλής, Μαρία Φιλίνη, Ιπποκράτης Δελβερούδης, Νίκος Φλέσσας

Ελληνικό Φεστιβάλ
Bios, Πειραιώς 84, 210 3425335

20/6/09

Ο Άρντεν από το Φέβερσαμ

Αγνώστου συγγραφέα


Του θεατρικού The Tragedy of Master Arden of Faversham δε γνώριζα καν την ύπαρξη, όπως οι περισσότεροι, μέχρι τώρα, κι ας γνωρίζουμε όλοι καλά τους κυριότερους εκπροσώπους του ελισαβετιανού θεάτρου --ονομαστοί τύποι όπως Σαίξπηρ, Μάρλου, Κιντ δε θα μπορούσαν να μας ξεφύγουν, άσε που σε αυτούς έχει αποδοθεί κατά καιρούς και το παρόν θεατρικό. Οπότε δίνω τα αρχικά συγχαρίκια στο σκηνοθέτη που μας συστήνει κάτι νέο, δηλαδή παλιό, αλλά τόσο ξεχασμένο που η αναβίωσή του καταλήγει πρωτοποριακό γεγονός.

Εκ πρώτης όψεως η ιστορία είναι αρχετυπικά απλή: μια νέα γυναίκα βρίσκει εραστή και μαζί σχεδιάζουν και σκοτώνουν τελικά το σύζυγο --μάλιστα του χαρίζει και η ίδια κανα-δυο μαχαιριές για να τη θυμάται. Το κόκκινο δίχτυ που χρησιμοποιούν κατά το φονικό θύμισε έντονα Κλυταιμνήστρα, όπως και το γενικό, άλλωστε, concept, θυμίζει την Κατερίνα Ισμαΐλοβα και χίλια δυο άλλα. Υπάρχει και εδώ το ταξικό χάσμα και τα κλασικά.

Τέτοια λαϊκά θεάματα βγαλμένα από την τρέχουσα καθημερινότητα της εποχής (γιατί, όλο αυτό είναι όντως πραγματική ιστορία) δεν έχουν την καινοτομία (sic) ως προνόμιό τους, αλλά την αυθεντικότητα. Μια αυθεντικότητα που μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να είναι κάπως βαρετή, όπως και έγινε. Ο έμμετρος λόγος του κομπέρ-αφηγητή ήταν ομολογουμένως obsolete, και το παίξιμο κάποιες στιγμές γινόταν κάπως μελοδραματικό, ηθελημμένα μάλλον και τα δύο, και κυρίως όλη αυτή η δραματική φάρσα διαρκούσε περισσότερο απ' όσο το υλικό της επέτρεπε (στην ελισαβετιανή Αγγλία το κόβω να έφτανε τη μια ώρα μετά δυσκολίας, αλλά εκείνοι οι θεατές τρωγόπιναν και μπαινόβγαιναν ούτως ή άλλως, οπότε δεν τίθεται σημείο σύγκρισης).

Από την άλλη, η επιτακτική ανάγκη να πεθάνει ο Άρντεν και η αποτυχία κάθε απόπειρας δολοφονίας είχε φοβερή πλάκα: το δηλητήριο είχε άσχημη γεύση, οι πληρωμένοι μικροκακοποιοί ήταν για τα μπάζα και δε μπορούσαν να κάνουν τίποτα σωστά, τη μια εξαιτίας του φούρναρη, την άλλη εξαιτίας των περαστικών, την τρίτη εξαιτίας της ομίχλης και ούτω καθεξής. Τα κωμικά γκανγκς των κακοποιών, εκ των οποίων ο ένας μου θύμιζε το Μαύρο Πητ, τον έλεγαν κι όλας Μαύρο Γουίλ, ήταν όντως παρμένα από τα αγαπημένα μας καρτούν γι' αυτό ήταν τόσο ευχάριστα --από τη μία το ξάφνιασμα να τα βλέπει κανείς στο θέατρο, από την άλλη το δεδομένο, όσο και απλοϊκό χιούμορ τους, έδωσε αρκετές στιγμές πηγαίου γέλιου στο κοινό.

Η ιδέα να συνδεθεί το όλο ανέβασμα με τα παλιά μπουλούκια που περιφερόταν από χωριό σε χωριό και παρουσίαζαν τις ιστορίες τους στους άμαθους σε θεάματα χωριανούς (κάτι που επιτυχώς κάνει το Τροχόσπιτο τα τελευταία χρόνια) είναι έξυπνη και λειτουργική. Ο κήπος του Σχολείου με τα δεντράκια, τα παρτέρια, τα πλινθόκτιστα κτίρια είναι η πιο καλή επιλογή, το ίδιο και το φορτηγάκι και όλη η διαδικασία προλόγου και στησίματος μαζί --οι ηθοποιοί εκτός από ταλέντο είχαν αναγκαστικά και γερά μπράτσα. Μάλιστα, το τελευταίο ξάφνιασμα ήρθε όταν οι αποχωρούντες θεατές αντίκρυσαν τους ηθοποιούς να ξεντύνονται πίσω από το βαν, δεμένοι μέχρι τέλους στην απίθανη υπόθεση ότι ήταν μπουλούκι και δεν είχαν πραγματικά καμαρίνια. Γιατί, ευφυώς, έπαιζαν ακόμη κι όταν ξεντύνονταν, η παράσταση διαρκούσε δηλαδή και ύστερα από το πέρας του χειροκροτήματος.

Ο Άρντεν του Αναστασάκη (που μας αρέσει γενικά) ήταν τόσο απελπισμένος που τον αγαπήσαμε, παρότι το κουφάρι του βρέθηκε στο χωραφάκι που υποτίθεται ότι στέρησε από κάποιον δύσμοιρο, άρα δεν υποτίθεται, αλλά όντως το στέρησε, εξ' ου και η πραγματοποίηση της κατάρας. Ο Αλειφερόπουλος ήταν μια χαρά κουτοπόνηρος και ερωτοχτυπημένος υπηρέτης και οι κακοποιοί ήταν με διαφορά το πιο καλό στοιχείο της παράστασης, τόσο φρέσκοι και απολαυστικοί στους μικροτσακωμούς και τις αποτυχίες τους. Το κασετόφωνο που πήγαινε από χέρι σε χέρι σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, ήταν το δεύτερο πιο καλό στοιχείο. Βέβαια, κάτι στο όλο concept χρειαζόταν σφίξιμο και μοντάρισμα, λίγο αυτή η εγκληματική σύζυγος Αλίκη που δεν έδενε καθόλου με το χιούμορ των υπολοίπων, λίγο ο Μόσμπυ που ήταν πιο πολύ παιδί, παρά ύπουλος εραστής... Βέβαια, αν το δεις διαφορετικά, κάπως έτσι ήταν τα μπουλούκια πάντα, κάποιοι εκ των πραγμάτων φορτώνονταν αταίριαστους ρόλους στο φιζίκ τους, αφού η ομάδα ήταν καθορισμένη και δεν υπήρχε η πολυτέλεια του casting για κάθε ανέβασμα, οι μισοί ήταν ανεπαρκείς και μόνο λίγοι ξεχώριζαν, και μάλιστα αυτό τότε ήταν αρκετό, αλλά τώρα έχουμε καλομάθει. Άρα, ο Μάξιμος Μουμούρης λίγο εν γνώσει και λίγο εν αγνοία του μας έδωσε την αίσθηση του αυθεντικού μπουλουκιού και αυτό από μόνο το είναι μέγα κέρδος, τώρα που το σκέφτομαι. Ας δούμε πως θα τα πάει και σε κάτι πιο σύγχρονο στο μέλλον.

Μετάφραση: Σεραφείμ Βελέντζας
Σκηνοθεσία - Δραματουργική επεξεργασία: Μάξιμος Μουμούρης
Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Μουσική: Νίκος Βελιώτης
Σκηνογραφία: Αντρέας Σκούρτης
Σκηνογραφική και Ενδυματολογική ομάδα: Αλίνα Σαπρανίδου, Γιώργος Κοτσάκος, Δημήτρης Σκόνδρας
Κινησιολογία: Φρόσω Κορρού
Γραφιστικά-σκίτσο: MO
Παίζουν: Γιάννης Αναστασάκης, Τζίνη Παπαδοπούλου, Δημήτρης Κουρούμπαλης, Γιάννης Στεφόπουλος, Νίκος Σταθόπουλος, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Χριστόδουλος Στυλιανού

Ελληνικό Φεστιβάλ
Το Σχολείον, Κήπος / 17 - 21 Ιουνίου, 22:00

17/6/09

Κοκτέιλ Πάρτυ

του T.S. Eliot


Ένα θεατρικό του νομπελίστα συγγραφέα του The Waste Land του οποίου οι χαρακτήρες "κινούνται πολύ δυνατά μέσα στο εγώ" επιλέγει να σκηνοθετήσει η Μαυρομάτη για το Φεστιβάλ. Και το κάνει καλά, αφού δίνει μια πιο ανάλαφρη ανάγνωση σε ένα δύσβατο όσο και βαθύ κείμενο.

Πέρα από τα πράγματι εντυπωσιακά εικαστικά στοιχεία, της παράστασης --από σκηνικά, φωτισμούς μέχρι κοστούμια και ορισμένες σκηνές με εξαίσια μουσική, όπως το ταμπλώ βιβάντ της έναρξης-- το κείμενο είναι κοφτερό μαχαίρι σαν εκείνο που κρατούσε ο Φούντας όταν επέμενε "Στέλλα, φύγε". Εγώ έμεινα, φορτώθηκα όλο το βάρος των λέξεων του Έλιοτ από τις εννιά μέχρι τις δώδεκα, και μετά, σα να είχα πιει το αμίλητο νερό, μπήκα στο εξυπηρετικό λεωφορείο του Φεστιβάλ που μας πήγε από Χαμοστέρνας στο Σύνταγμα, μπροστά στο περίπτερο που πουλάει Fox's chunkie και πήρα ένα πακέτο που το καταβρόχθισα στο πι και φι χωρίς να έχω ιδιαίτερη συναίσθηση του γεγονότος, σα να ήταν όλα μια παραίσθηση, όλη η ζωή που με περιτριγύριζε κάτι ψεύτικο. Αυτές οι λέξεις, τα φιλοσοφικά νοήματα, η ανείπωτη μοναξιά for a lifetime που μου εγγυήθηκε ξανά ο Έλιοτ με το θεατρικό που στην πραγματικότητα δεν τιτλοφορείται Cocktail Party, αλλά Upadhammam Samuppada μου έχουν προκαλέσει προσωρινό σοκ, οπότε η καλλιτεχνική αποτίμηση θα έρθει εν ευθέτω χρόνω. δεν είναι άμεση, αλλά μέσα στα χρονικά περιθώρια του εικοσιτετραώρου.

Αν πάρω τα πράγματα με τη σειρά, το πρώτο που παρατήρησα είναι ότι ποτέ η σκηνή σε οποιονδήποτε από τους χώρους της Πειραιώς 260 δεν έμοιαζε τόσο ευρύχωρη και γαλήνια (απέπνεε, εννοώ, μια αίσθηση γαλήνης). Και ποτέ το σκηνικό, λέω με σιγουριά εκ των υστέρων, δεν ήταν τόσο παραπλανητικό. Όλο αυτό το λευκό, οι αρμονικές αψίδες, οι γυαλιστερές επιφάνειες και τα απαλά φώτα ήταν η απόλυτη αντίστιξη στο τρικυμισμένο εσωτερικό των ηρώων.

Ο κεντρικός χαρακτήρας, Λάζαρος Γεωργακόπουλος (που δεν κατάφερε να διώξει από πάνω του εντελώς τον Αμαλρίκ του Κλήρου του Μεσημεριού) βρίσκεται αιφνίδια εγκατελελειμένος από την επί πενταετία σύζυγό του και μέσα στον πανικό και την παραζάλη του δεν προλαβαίνει καλά-καλά να ακυρώσει το Κοκτέιλ Πάρτυ που είχαν οργανώσει για την ίδια μέρα. Κι ενώ κατά τη διάρκεια του πάρτυ η απουσία της Λαβίνια του φαίνεται ανεκτή, ίσως κάπως ενοχλητική τις στιγμές που αναγκάζεται να εφεύρει άρρωστες θείες για να κρατήσει τα προσχήματα, η συζήτηση με έναν άγνωστο καλεσμένο του πάρτυ θα ανασκαλέψει μια φούντωση, μια φλόγα που έχει μέσα στην καρδιά για τη γυναικούλα του και θα επιθυμήσει την επιστροφή της, την οποία, με τη σειρά της, η ερωμένη του απεύχεται. Οι ανακαλύψεις του εκείνη τη βραδιά δεν είναι αυτές όλες κι όλες, αφού μαθαίνει εκτός των άλλων ότι ένας προσφιλής του νεαρός πολιορκεί την ανωτέρω ερωμένη με την οποία ο ίδιος νόμιζε ότι έχει ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς, αλλά (με την οποία) δεν αισθάνεται, τελικά, ερωτευμένος.

Πόσα ν' αντέξει ένας άνθρωπος, λοιπόν, αλλά μακάρι να ήταν ένας. Γιατί, όλοι οι καλεσμένοι του πάρτυ έχουν κι από ένα πόνο, στον οποίο θα εντρυφήσουμε διεξοδικά. Η ερωμένη (Τριανταφυλλίδου), η σύζυγος (Σακελλαροπούλου), ο ερωτοχτυπημένος νέος (Πουλάκης), ακόμη και ο άγνωστος προσκεκλημένος-ψυχολόγου τους (Λεμπεσόπουλος) όσο λαμπεροί και άνετοι φαίνονται, τόσο αξιολύπητοι είναι κατά βάθος. Τα ερεβώδη συναισθηματικά κενά του ανθρώπου που καλύπτουν όλο το φάσμα, από την ανάγκη να αγαπάς και ν' αγαπιέσαι, να χρησιμοποιείς τις διαπροσωπικές σχέσεις ως κίνητρο για προσωπική εξέλιξη, μέχρι να ψάχνεις τη λύτρωση και τη βεβαιότητα, σκαλίζονται με αξίνα τις ωραίες προτάσεις, το σπινθηροβόλο κείμενο, τις πνευματώδεις στιχομυθίες. Κάποιον ενδέχεται να τον κουράσει, άλλον να τον μαρμαρώσει η επίδρασή του, λες και είδε το κεφάλι της Μέδουσας (όπως το γραφοντα). Κανένα δε γίνεται να τον αφήσει αδιάφορο, φρονώ.

Οι ερμηνείες ήταν πολύ καλές, με προσωπική μου αποκάλυψη τη Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου --στο Bank Bang σε ρόλο ταλαιπωρημένης μυστικής αστυνομικού και ανύπαντρης μητέρας ταυτόχρονα, δε μπόρεσε να με πείσει ούτε καν για το εντυπωσιακό παρουσιαστικό της . Εδώ, όντας η ενζενύ της παρέας κινείται από την έπαρση των νιάτων και της ομορφιάς της μέχρι την μετάνοια και την ταπείνωση, αρκετά πειστικά. Ο διεθνής πλέον Στέργιογλου με εξέπληξε επίσης, όντας τόσο διαφορετικός από παλιούς του ρόλους (από αυτή την αυστηρότητα που τον χαρακτηρίζει), που αναρωτιόσουν προς στιγμήν μην είναι άλλος. Πόσο ανακουφιστικό είναι να βλέπεις πως υπάρχουν ακόμη ηθοποιοί χωρίς ίχνος μανιέρας. Η Λυμπεροπούλου ήταν άψογη στο ρόλο της γεροντοκόρης που χώνει τη μύτη της παντού, μέχρι να μεταμορφωθεί σε θηλυκό Σέρλοκ Χολμς ή κάτι παρόμοιο, χωρίς να πρέπει να αφήσω απέξω έναν αξιοπρεπή Λεμπεσόπουλο, που λες και είχε γεννηθεί γι' αυτό το ρόλο, άλλωστε, του παντογνώστη και παντοδύναμου μυστηριώδους τύπου, που εδώ έχει την επιπλέον χαρά να κινεί τους υπόλοιπους χαρακτήρες σα μαριονέτες και να είναι κι από πάνω το alter ego του Ηρακλή, που φέρνει πίσω την Άλκηστη από τον Άδη πίσω στο δόλιο άντρα της.

Προλαβαίνει κανείς να το απολαύσει σήμερα ή αύριο, με τη βεβαιότητα ότι κάνει μια καλή επένδυση χρόνου και χρήματος --ξέρουμε δα ότι ο λόγος του Έλιοτ δεν ανεβαίνει και τόσο συχνά στη σκηνή.

Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Βαρβάρα Μαυρομάτη
Σκηνικά: Μανόλης Παντελιδάκης
Κοστούμια: Νίκος Χαρλαύτης, Μανόλης Παντελιδάκης
Μουσική: K BΗΤΑ
Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Κατασκευή Σκηνικού: Παναγιώτης Λαζαρίδης
Ζωγραφική Επεξεργασία: Φρέντυ Γκίζας
Έπιπλα: Mexil
Κατασκευή Γυναικείων Κουστουμιών: Ευαγγελία Πανωλιάσκου
Παίζουν: Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Άρης Λεμπεσόπουλος, Μάγια Λυμπεροπούλου, Όμηρος Πουλάκης, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, Χρήστος Στέργιογλου, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου

Ελληνικό Φεστιβάλ
Πειραιώς 260, Χώρος Δ, 210 32 72 000, 16 - 18 Ιουνίου 2009, 21:00

2/6/09

Το σπίτι

των blitz

Τα δεδομένα--> Οκτώ (8) performers που έχουν ως τόπο διαμονής τους τo Bios ένα συγκεκριμένο σπίτι, για όσο το απαιτεί η performance (ένα μήνα περίπου). Παντελής έλλειψη δραματουργίας. Παντελής έλλειψη σοβαροφάνειας και αυστηρότητας. Το σπίτι αυτό δεν έχει "πόρτα". Συναντήσεις με το κοινό, κατά τις οποίες μπορεί να συμβεί σχεδόν οτιδήποτε, κάθε Δευτέρα και Τρίτη με καθορισμένη ώρα εισόδου και ελεύθερη ώρα εξόδου.

Ο απόηχος--> Η επίσκεψη τέλειωσε και οι μετρημένοι επισκέπτες έφυγαν με το σφίξιμο όσων πέρασαν κάτι που ξέρουν ότι δε θα ξανάρθει ποτέ πάλι. Το εν λόγω σπίτι είναι τελικά το σπίτι του εικαστικού Γιώργου Ξένου (στο δρομάκι πίσω από το Bios) που παραχωρήθηκε ειδικά για τις ανάγκες της performance, που παρεπιπτόντως, συμπίπτει με τις πρόβες της ομάδας για το επερχόμενο φετιβαλικό θέαμα Κατερίνη, άρα μια χαρά βόλεψε αυτή η συσπείρωση, είναι κάτι σαν τη τζενεράλε τους (ιδέα, που, εκτός των άλλων αναβιώνει ενδοξες εποχές κοινοβίων, χίπις και φέρνει στο νου το αγαπητό σε καλλιτεχνικές φύσεις free camping). Ως δωμάτιo, και δη υπνοδωμάτιο, λογίζεται κάθε ελεύθερος χώρος του σπιτιού που μοιάζει με εσοχή στην οποία μπορεί να τοποθετηθεί κρεβάτι, γι' αυτό και το δωμάτιο του Γιώργου είναι σαν αγγλικό στούντιο, έχει μόνο τρεις τοίχους, αληθινή θεατρική σκηνή, και βλέπει τα αστέρια από το τζαμωτό του ταβάνι, ενώ αυτό της Αγγελικής είναι ένα μικροσκοπικό δωματιάκι, ξεμοναχιασμένο επάνω στην ταράτσα.

Αμπελοφιλοσοφία--> Τα συναισθήματα του τολμηρού που θα επισκεφτεί το σπίτι, ανεβοκατεβαίνουν επικίνδυνα σαν ένα τρελό roller-coaster. Προσωπικά, αγχώθηκα, θύμωσα, χαλάρωσα. Γέλασα, μελαγχόλησα, συγκινήθηκα. Στην αρχή, όμως, τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα: "Πως τολμούν να μας βάζουν εμάς στη θέση τους; Άραγε, αισθάνονται κι αυτοί (ενίοτε ή πάντα) τόσο εκτεθειμένοι; Όχι πως είναι άσχημα, όμως διαφορετικά. Άβολα, εκνευριστικά, πρωτόγνωρα, μετέωρα και ψυχαναγκαστικά. Μπαίνεις σε ένα σπίτι και αισθάνεσαι σαν ψάρι έξω από το νερό. Τι κι αν το δολοφονικό μάτι της κάμερας (Peeping Tom) δε σε στοχεύει, τι κι αν οι προβολείς δε σε τυφλώνουν ή η σκηνή δε σε ξεβράζει προς το meticulous κοινό. Ηθοποιός που ξέχασε τα λόγια του, αυτό είσαι ή μήπως είναι τόσο δύσκολο να ζεις τελικά σ' ένα οποιοδήποτε σπίτι; Δε τους ξέρεις, δε σε ξέρουν. Έτσι, όπως στη ζωή, είσαι ο παρείσακτος σε ένα παιχνίδι αντίληψης με το οποίο κάποιος άλλος σκοτώνει βαρεμένα την ώρα του. "

Περιγραφή και Ανάλυση--> Κανένα project του Bios μέχρι τώρα δε θα μπορούσε καλύτερα να ορίζεται από το ίδιο του motto του "εξερευνώντας τον αστικό πολιτισμό". Το Σπίτι κάνει αυτό ακριβώς, βοηθάει τους παθητικούς, ως είθισται, θεατές να γίνουν ενεργητικοί, να πάρουν θέση ως προς τη ζωή τους, τις σχέσεις του με τους άλλους, τα κοινωνικά δρώμενα και ακόμη-ακόμη, την πολιτική. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του επίσημου θέματος συζήτησης της δικής μου ημέρας επίσκεψης (Τρίτη 2/6), που ήταν οι επερχόμενες ευροεκλογές. Σύμφωνα με το πρόχειρο γκάλοπ, η αποχή φτάνει στο 70% και οι υπόλοιπες ψήφοι πάνε κάπου προς τα αριστερά.

Εκτός από τα σοβαρά, υπήρχαν πάντα και τα πιο ανάλαφρα, με παιχνίδι γνώσεων για να καλύπτει τα κενά (το διάστημα που το σύστημα καραόκε χρειαζόταν για να πάρει μπρος). Οπότε, και Trivial παίξαμε, και τα εσώψυχά μας αποκαλύψαμε και ανακαλύψαμε τον νέο Bryan Adams στο πρόσωπο καλλίφωνου Κερκυραίου (πως αλλιώς) που έδωσε συγκλονιστικές ερμηνείες του Summer of '69 και Everything I do. Υπήρχε και κάτι για βρώσιν και πόσιν, όπως, άλλωστε σε κάθε σπίτι. Τα καναπεδάκια, οι μπίρες, το κρασί και οι πίτσες κάνουν την εξερεύνηση του αστικού πολιτισμού μας σίγουρα ευκολότερη, αφού "νηστικό αρκούδι δε χορεύει" και επιτρέπουν στις εντάσεις από την ψυχοθεραπευτική επήρεια της performance να εξομαλυνθούν ακίνδυνα.

Η Ελισάβετ, ο Αλέξανδρος, ο Γιώργος, η Κατερίνα, ο Ηλίας, ο Δημήτρης και οι υπόλοποι φίλτατοι καλεσμένοι, επιβεβαίωσαν για μια ακόμη φορά την επιμονή μου να εφαρμόζω τη θεωρία των αυτοποιητικών ή αυτοαναφορικών συστημάτων στο θεατρικό μας κόσμο. Ε, ναι, λοιπόν, το κοινό-συμμετέχοντες της performance των Blitz προέρχονταν στην πλειονότητά τους από τον καλλιτεχνικό κόσμο (επαγγελματικά) ή είχαν παρεμφερές background (φοιτητές δραματικών σχολών, μέλη θεατρικών ομάδων κτλ).

Όντας βαθιά βυθισμένη στη λογική της performance, ενώ πήγα με τη λογική ότι θα φύγω μόλις έχω αρκετό υλικό, δε κατάφερα να ξεκολλήσω πριν τις 2 παρά τα ξημερώματα, και ενώ η ανταλλαγή ρόλων συνεχιζόταν ακάθεκτη και το κλίμα είχε μαλακώσει από αποξενωμένο και απειλητικό σε φιλικό και παρεϊστικο.

Ετυμηγορία (πιο ευγενικά) Αποτίμηση --> "Καλά, και ποιο το νόημα όλων αυτών;", μπορεί να αναρωτηθεί κάθε καχύποπτος τεχνοκράτης. Καταρχήν, η τέχνη δε χρήζει σώνει και καλά νοήματος, αρκεί να σε ξεσηκώνει, να κάνει τα αισθητήρια όργανά σου να δουλεύουν στο ζενίθ, το νωθρό εγκέφαλό σου να τινάζεται σα να τον τσιμπάει μύγα. Όμως, το σπίτι είχε τελικά πολλά παραπάνω να προσφέρει. Εκτός από ένα απλόχερο δόσιμο εκ μέρους των ηθοποιών --δύο εξ' αυτών μάλιστα μας έκαναν εθνικά υπερήφανους προ ημερών με τον Κυνόδοντα στις Κάννες, κι όμως είχαν την απλότητα κάθε τυχαίου περαστικού--, είναι και μια κίνηση απάλειψης του χάσματος μεταξύ σκηνής και πλατείας. Είναι ηθοποιοί, κι όμως όχι τόσο διαφορετικοί από μας. Μαζί τους, γίναμε κι εμείς ηθοποιοί, πήραμε το μικρόφωνο, μιλήσαμε για τον πόνο μας, τραγουδήσαμε και χορέψαμε. Αυτό κάνουν και οι ίδιοι, οι ρόλοι είναι ο δικός τους τρόπος να βρουν τον εαυτό τους, ποιος είναι, τάχα, ο δικός μας; Γιατί χρειαζόμαστε κι εμείς έναν, αυτό το ζήτημα το έφεραν στην επιφάνεια, μας το υπογράμμισαν με κίτρινο μαρκαδόρο, δίχως να το αγγίξουν καν, λεκτικά. Οι οικοδεσπότες ήταν αληθινοί, αλλά μπορεί απλώς να έπαιζαν αληθινά, μπορεί οι σκηνοθετικές οδηγίες να είχαν ρεαλιστική σκοπιά, νατουραλισμός και τέτοια. Μπορεί βέβαια και οι καλεσμένοι να μην ήταν τόσο αληθινοί, να είχαν φορέσει πιο σφιχτά τη μάσκα των κοινωνικών συμβάσεων, αλλά μπορεί και να την είχαν βγάλει εντελώς. Κανείς δε ξέρει ποτέ με σιγουριά. Μια τελευταία κοινωνική παρατήρηση ήταν ότι οι αρσενικοί του σπιτιού ήταν σαφώς πιο επιθετικοί από τους θηλυκούς συγκατοίκους τους ( γιατί, η φύση δε βγαίνει εύκολα από πάνω μας). Πάντως, ο πρωταγωνιστής αυτής της performance δεν ήταν ούτε αυτοί, ούτε εμείς. Ήταν ένα μικρό χρυσόψαρο που κολυμπούσε στη στενάχωρη γυάλα πίσω ακριβώς από το χώρο έκθεσης και ξεκουφαινόταν, φαντάζομαι, από την ακαταλαβίστικη γι' αυτό γλώσσα που ακουγόταν στο μικρόφωνο.

Υ.Γ. Τρέξτε σαν τρελοί να κλείσετε θέση για τις δύο τελευταίες επισκέψεις, Δευτέρα 8 και Τρίτη 9 Ιουνίου. But, beware: you enter at your own risk.


Ιδέα: Βασίλης Χαραλαμπίδης
Σκηνοθεσία-Δραματουργία: blitz
Συγκάτοικοι: Γιώργος Βαλαής, Ιφιγένεια Βασιλείου, Βαγγέλης Ζλατίντσης, Ελένη Καραγεώργη, Μιχάλης Μαθιουδάκης, Αγγελική Παπούλια, Χρήστος Πασσαλής, Μαρία Φιλίνη, Βασίλης Χαραλαμπίδης

Bios
Πειραιώς 84, 210 3425335