Σελίδες

15/3/08

La Jetée ή Που ήταν, Τελικά, οι Δώδεκα Πίθηκοι;

του Chris Marker

Το θέατρο είναι μια παλιά, κουρασμένη τέχνη. Είναι για λίγους και ψαγμένους, ότι κι αν σημαίνει αυτό το τελευταίο. Έχει να αντιπαλέψει τον κινηματογράφο που απέκτησε μέγεθος και ισχύ βαριάς βιομηχανίας και γεμίζει μαζικά τις αίθουσες με εκατομμύρια θεατές, ενώ το ίδιο δεν είναι παρά οικογενειακή επιχείρηση που προσπαθεί να έρθει σε επαφή με το ειδικού γούστου κοινό του. Κι είναι στυγνός ο μαρασμός κυρίως αν σκεφτούμε ότι σε άλλες εποχές υπήρξε μαζικό μέσο διασκέδασης κάθε τάξης σύσσωμης, από το λαό μέχρι το βασιλιά. Βάσιμα επιχειρήματα που οι θεατρόφιλοι αντικρούουν με δικά τους (πείτε μου εσείς μερικά), το βασικότερο των οποίων ίσως είναι το βίτσιο τους για ρεαλισμό. Το ότι μερικοί αληθινοί άνθρωποι (και όχι σκιές) κλαίνε, γελάνε και ερωτεύονται παράφορα πάνω σε ένα ξύλινο πάτωμα μπορεί στην εποχή του virtual reality να ακούγεται κάπως φτωχό, είναι όμως αληθινό, όσο και το χειροκρότημα, που ξέρεις ότι θα είναι εκεί να το ακούσουν όσοι προσπάθησαν να σε διασκεδάσουν.

Υπάρχουν πολλοί νέοι που ασχολούνται με αυτό, ίσως λίγοι περισσότεροι εδώ στην κοιτίδα της τραγωδίας, και για τους περισσότερους από την εμπειρία μου τα κίνητρα είναι εντελώς προσωπικά, όπως ότι το βρίσκουν ως καίριο μέσο αυτοέκφρασης ή ότι δίνει τροφή στο ναρκισσισμό ή ακόμη στην ανασφάλειά τους ή σε μια πιο ανθρωποκεντρική δημιουργικότητα που έχει απόλυτη ανάγκη το κοινό κατά τη διάρκεια της δημιουργικής διαδικασίας για να μετασχηματιστεί σε θέαμα που εκλύει δύναμη και ζωή.

Υπάρχουν πάλι νέοι που θέλουν να αναγκάσουν το θέατρο σώνει και καλά να εξελιχτεί, να βρει νέες φόρμες και τρόπους αφήγησης. Να ενσωματώσει την τεχνολογία, να φιλιώσει με την κινηματογραφική γραφή και σκηνοθεσία και συνάμα να συνδιαλλαγεί με άλλα πολιτιστικά αντικείμενα που είναι ενδεχομένως πιο προσιτά και γνωστά απ’ ότι τα κλασικά ή τα μοντέρνα θεατρικά κείμενα. Έργα τέχνης, βιβλία (αν και αυτό δεν είναι ακριβώς το ζητούμενο, αφού εμπεριέχει το ζήτημα της ανάγνωσης και της γλώσσας) ή ταινίες, κυρίως αυτές, μεγεθύνουν το θεατρικό σύμπαν. Άπειρα παραδείγματα, αλλά στο νου μου έχω κυρίως την ομάδα Altra Terra που κάνει τη δουλειά της προσιτή συχνά με τη μεταφορά ταινιών στη σκηνή. Ύστερα από τα Φτερά του Έρωτα (και το Άγνωστο Αριστούργημα ενδιάμεσα), έρχεται το La Jetée ή Που ήταν, Τελικά, οι 12 Πίθηκοι που συνδιαλέγεται ευχάριστα και διακριτικά με τις ταινίες που αναφέρει στον τίτλο της, δηλαδή την αρχική γαλλική πειραματική μικρού μήκους του Chris Marker, στη συνέχεια το remake σε feature film του Terry Gilliam –που είναι και η πιο γνωστή εκδοχή--, αλλά και με το Vertigo του Hitchcock το οποίο έδωσε την αρχική ιδέα στο Marker, όπως βέβαια και με την ουσία τους, δηλαδή τις παιδικές αναμνήσεις που μας στοιχειώνουν. Για καλή μας τύχη, η διαδικασία της μεταγραφής για το θέατρο είναι τόσο ανεξάρτητη και με προσωπικό στίγμα που δε χρειάζεται ούτε να έχουμε πρότερη γνώση των ανωτέρω για βοήθεια, ούτε όμως αν όντως τα γνωρίζουμε, μας χαλάει την απόλαυση on the spot.

Ένας νέος και όχι συμβατικά θεατρικός χώρος, και γι’ αυτό άκρως ενδιαφέρον, στεγάζει το νέο εγχείρημα του Χατζάκη και ανοίγεται στις μύριες απαιτήσεις του έργου, όπως αυτή της ύπαρξης της αποβάθρας (jetée στα γαλλικά). Οι δυο άγνωστοι –αισθαντικό ζευγάρι η Νατάσα Ζάγκα με το Βαγγέλη Στρατηγάκο –προλαβαίνουν να ερωτευτούν ανάμεσα στο πηγαινέλα του άντρα στο μέλλον και στο παρελθόν, προλαβαίνουν να ανακαλύψουν κρυφές γωνιές χαράς και ζωής μέσα στο λιτό σκηνικό, μέχρι που αποφασίζουν ότι θέλουν να μείνουν για πάντα μαζί. Όμως οι επιστήμονες—που μοιάζουν περισσότερο με σαδίστριες νοσοκόμες b-movie-- δε θα το επιτρέψουν. Η πιο μαγική στιγμή της παράστασης είναι η πιο σημαίνουσα, η ανάμνηση από την οποία άρχισαν όλα: ο πρωταγωνιστής ως μικρό παιδί στην αποβάθρα του αεροδρομίου του Ορλύ αντικρύζει μια απρόσμενη δολοφονία, αλλά όταν θα καταλάβει ποιοι ακριβώς εμπλέκονται σ’ αυτή δεν έχει περιθώρια δράσης. Ο κόσμος του μεν έχει σωθεί από το θανατηφόρο ιό, το όνειρό του όμως για ανθρώπινη ζεστασιά χάνεται, κι εμείς χανόμαστε μαζί του. Μέχρι να ανοίξουν τα φώτα και να βρεθούμε σε ένα μπαρ που ζητά να μας ξεδιψάσει.

Το πιο αντιφατικό στοιχείο της παράστασης στην ίδια της τη θεατρική φύση είναι η τελική αδυναμία να εξωτερικεύσει το κοινό τον όποιο ενθουσιασμό του, η απουσία επευφημίας προς τους συντελεστές. Η θεατρική αυτή παράσταση αντιδράει στα θεατρικά μοτίβα ακόμη και στο πιο σταθερό τους σημείο: το χειροκρότημα. Σαν παιχνίδι ανάμεσα στο χρόνο, σαν όνειρο και σαν θολή ανάμνηση, ταιριαστό με το θέμα του υλικού που διαπραγματεύεται, η παράσταση δεν περιλαμβάνει τις καθιερωμένες υποκλίσεις και τα χειροκροτήματα στο τέλος. Σκληρή ή πικρή, μας ζητάει να δεχτούμε τη μοίρα του πρωταγωνιστή (και τη δική μας) εντελώς σιωπηλά, θα λεγες, πενθώντας.

Σκηνοθεσία: Γρηγόρης Χατζάκης
Μετάφραση – Θεατρική προσαρμογή: Γρηγόρης Χατζάκης
Σκηνογραφική Επιμέλεια: Γρηγόρης Χατζάκης
Κοστούμια: Παύλος Κυριακίδης
Κινησιολογική επιμέλεια: Μαριέλα Νέστορα
Πρωτότυπη μουσική: Neon
Moυσική επιμέλεια: DJ Bluebox
Παίζουν:Δημήτρης Βαρβαντάκης, Βάνια Βάσιου, Ζωή Βλάσση, Δημήτρης Δρόσος, Νατάσα Ζάγκα, Βαγγέλης Στρατηγάκος, Γρηγόρης Χατζάκης

Θέατρο 46
Λεωφ. Κωνσταντινουπόλεως 46, 6970134560

2 σχόλια:

fpboy είπε...

το είδα. συμπαθητικό. λίγο απλοικό.
μπράβο στα νέα παιδιά που παίζανε!

antigonos είπε...

Είχε μεγάλη πολυπλοκότητα στις κινηματογραφικές εκδοχές του, αλλά για να αποφύγει το μπέρδεμα προφανώς η θεατρική εκδοχή προτίμησε αυτή τη λιτή και απλή μορφή και πλοκή...