Κατά τη διάρκεια ενός μαθήματος κινηματογράφου κάποτε (όταν ήμουν Erasmus στο Universite Caen Basse-Normandie), και ενώ κάναμε brainstorming για να καταλήξουμε σε σενάριο για φοιτητικό ταινιάκι μικρού μήκους ο απαιτητικός καθηγητής μας Eric τίποτις δεν έβρισκε ικανοποιητικό. Ό,τι ιδέα και να του ξεφουρνίζαμε, κουνούσε το κεφάλι κι έλεγε: cerebral. Cerebral μία, cerebral δύο, δώστου και μια τρίτη, η περιέργειά μου οξύνθηκε. " Και τι είναι αυτό, καλό ή κακό;", ρώτησα διπλωματικά, μήπως και κατορθώσω συνδυαστικά να ξεπεράσω τις γλωσσικές μου ελλείψεις. Η απάντηση που πήρα ήταν η λιγότερο διαφωτιστική: "Ούτε καλό, ούτε κακό", κι όταν αργότερα είδα τη σημασία της λέξης --που σημαίνει εγκεφαλικός-- κατάλαβα τι εννοούσε. Βασική προϋπόθεση για τις παραστατικές τέχνες είναι, σαφώς, η ιδέα τους να μην έχει βάση αθεράπευτα εγκεφαλική, αλλά να έχει παραστατικές αρετές, να μπορεί κάπως, κάπου, κάποτε να οπτικοποιηθεί και μόλις είχα αρχίσει να το συνειδητοποιώ.
Ο Δημήτρης Τσιάμης είχε, στην προκειμένη περίπτωση μια ικανότατη ιδέα. Να παραλληλίσει, ούτως ειπείν, τον πόνο της γενιάς μας, αυτής της πολύπαθης γενιάς των 700 ευρώ με τον πόνο του τσεχωφικού Κωνσταντίν Γαβρίλοβιτς Τρέπλιεβ, χαϊδευτικά Κόστια, γιο της μεγάλης Αρκάντινα στο Γλάρο. Ο ανεπαρκής αυτός ήρωας ορθώς μπορεί να ιδωθεί από το πρίσμα της δικής μας γενιάς, καθότι έχει υπερ-αρκετές ομοιότητες. Ο Κόστια είναι κι αυτός 25 ετών (μέσα στο ηλικιακό όριο που ορίζει τη γενιά των 700, δηλαδή 25 με 30), εξαρτάται συναισθηματικά και οικονομικά σε μεγάλο βαθμό από την οικογένειά του, συγκεκριμένα τη μητέρα του και έχει πόλεμο με τη μεγαλύτερη γενιά. Αγαπάει τη Νίνα, που δεν έχει μάτια παρά για τον ώριμο διανοούμενο Τριγκόριν, προσπαθεί να κάνει κάτι δικό του, αλλά οι μεγαλύτεροι δεν τον καταλαβαίνουν και δεν του δίνουν χώρο, είναι ένα "κακότροπο και φαντασμένο παιδί" σύμφωνα με την ίδια του τη μάνα που γκρινιάζει για όλους και για όλα. "Εξάπτεται, θυμώνει, κηρύττει νέους τρόπους έκφρασης..." Καλεί σε μονομαχία την παλιά γενιά στο πρόσωπο του Τριγκόριν. Τέλος, αυτοκτονεί.
Η Μεγάλη Μαμά της παράστασης παίρνει τη μορφή κάθε κρατικής ή κοινωνικής εξουσίας και καταδυναστεύει τη γενιά των εφτακοσίων ευρώ. Επίμονα και ασταμάτητα. Τρεις νέοι ηθοποιοί το νιώθουν, το εκφράζουν λεκτικά και σωματικά και έτσι, μέσα από τις πρόβες βγαίνει το ακριβές κείμενο και η κινησιολογία της παράστασης. Λιτό και ονειρικό σκηνικό, ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα, διαστημικό (sic) ντύσιμο. Μιλούν για "αυτούς που αγαπάμε, αλλά δε θέλουμε να γίνουμε σαν κι αυτούς", για τα όνειρά τους που έπεσαν στη λίμνη και πνίγηκαν, για το Υψηλό Κοινωνικό Status και όλα όσα τους /μας ταλανίζουν. Η γενιά των εφτακοσίων ευρώ τελικά αυτοκτονεί, όπως ακριβώς ο Κόστια.
Βαρύ θέμα, που το κάνει ακόμη πιο βαρύ το γεγονός ότι μας αφορά τόσο. Βυθιζόμαστε στα παράπονα των ασαφών αντιπροσώπων μας πάνω στη σκηνή, νιώθουμε επικίνδυνα κοντά τους, αλλά τελικά βρίσκουμε τον εαυτό μας να θέλει να αντισταθεί στον πεσιμισμό της παράστασης. Εμείς δε θέλουμε ν' αυτοκτονήσουμε. Ίσως και να θέλαμε, γιατί έτσι όλα θα είχαν πιο ήρεμο τέλος. Παράλληλα, η performance που οδηγείται στις επιλογές της από τις αρχές του devised theatre, αφήνει αιχμές για την ίδια την τυποποίηση αυτού του είδους και προσπαθεί σαφώς να διαφοροποιηθεί απ' αυτό.
Σε κάθε περίπτωση η σύλληψη της ιδέας του παραλληλισμού και της ανάλυσης του ενός μέσα από το άλλο με χρήση των όπλων της performance είναι εξαιρετική και πρωτότυπη. Το κείμενο, αν και καμιά φορά τραβάει σε μάκρος είναι σε γενικές γραμμές καλογραμμένο, εμπνευσμένο και ποιητικό. Έχει μια σκοτεινιά ίδια με εκείνη των ρομαντικών ποιητών, ένα χιούμορ ανεπαίσθητο, είναι λίγο σα μοιρολόι. Ακούγοντάς το να βγαίνει από τα χείλη των ηθοποιών, δε μπόρεσα να μη σκεφτώ πόσο ολοκληρωμένο θα έμοιαζε ακόμη και στην απλούστερη μορφή του, αυτή των τυπωμένων συμβόλων σε μια χάρτινη σελίδα. Ποιος ξέρει, τότε, μπορεί να 'ταν πιο ελεύθερο να πετάξει το νου μας στο δικό του υποσυνείδητο. Γιατί, ακριβώς, το όλο concept είναι τόσο εγκεφαλικό που οι εικόνες δεν συνδιαλέγονται εύκολα με το κείμενο, δεν απορρέουν απ' αυτό, αλλά πιέζονται να υπάρξουν. Ίσως βέβαια η χαλαρή τους σχέση να λειτουργεί περισσότερο απελευθερωτικά από τις συγκεκριμένες εικόνες και τους καθαρούς χαρακτήρες. Όμως, επιμένω, ότι και τώρα που διαβάζω το κείμενο δεν αισθάνομαι να χρήζει οπτικής συμπλήρωσης.
Ο Δημήτρης Τσιάμης είχε, στην προκειμένη περίπτωση μια ικανότατη ιδέα. Να παραλληλίσει, ούτως ειπείν, τον πόνο της γενιάς μας, αυτής της πολύπαθης γενιάς των 700 ευρώ με τον πόνο του τσεχωφικού Κωνσταντίν Γαβρίλοβιτς Τρέπλιεβ, χαϊδευτικά Κόστια, γιο της μεγάλης Αρκάντινα στο Γλάρο. Ο ανεπαρκής αυτός ήρωας ορθώς μπορεί να ιδωθεί από το πρίσμα της δικής μας γενιάς, καθότι έχει υπερ-αρκετές ομοιότητες. Ο Κόστια είναι κι αυτός 25 ετών (μέσα στο ηλικιακό όριο που ορίζει τη γενιά των 700, δηλαδή 25 με 30), εξαρτάται συναισθηματικά και οικονομικά σε μεγάλο βαθμό από την οικογένειά του, συγκεκριμένα τη μητέρα του και έχει πόλεμο με τη μεγαλύτερη γενιά. Αγαπάει τη Νίνα, που δεν έχει μάτια παρά για τον ώριμο διανοούμενο Τριγκόριν, προσπαθεί να κάνει κάτι δικό του, αλλά οι μεγαλύτεροι δεν τον καταλαβαίνουν και δεν του δίνουν χώρο, είναι ένα "κακότροπο και φαντασμένο παιδί" σύμφωνα με την ίδια του τη μάνα που γκρινιάζει για όλους και για όλα. "Εξάπτεται, θυμώνει, κηρύττει νέους τρόπους έκφρασης..." Καλεί σε μονομαχία την παλιά γενιά στο πρόσωπο του Τριγκόριν. Τέλος, αυτοκτονεί.
Η Μεγάλη Μαμά της παράστασης παίρνει τη μορφή κάθε κρατικής ή κοινωνικής εξουσίας και καταδυναστεύει τη γενιά των εφτακοσίων ευρώ. Επίμονα και ασταμάτητα. Τρεις νέοι ηθοποιοί το νιώθουν, το εκφράζουν λεκτικά και σωματικά και έτσι, μέσα από τις πρόβες βγαίνει το ακριβές κείμενο και η κινησιολογία της παράστασης. Λιτό και ονειρικό σκηνικό, ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα, διαστημικό (sic) ντύσιμο. Μιλούν για "αυτούς που αγαπάμε, αλλά δε θέλουμε να γίνουμε σαν κι αυτούς", για τα όνειρά τους που έπεσαν στη λίμνη και πνίγηκαν, για το Υψηλό Κοινωνικό Status και όλα όσα τους /μας ταλανίζουν. Η γενιά των εφτακοσίων ευρώ τελικά αυτοκτονεί, όπως ακριβώς ο Κόστια.
Βαρύ θέμα, που το κάνει ακόμη πιο βαρύ το γεγονός ότι μας αφορά τόσο. Βυθιζόμαστε στα παράπονα των ασαφών αντιπροσώπων μας πάνω στη σκηνή, νιώθουμε επικίνδυνα κοντά τους, αλλά τελικά βρίσκουμε τον εαυτό μας να θέλει να αντισταθεί στον πεσιμισμό της παράστασης. Εμείς δε θέλουμε ν' αυτοκτονήσουμε. Ίσως και να θέλαμε, γιατί έτσι όλα θα είχαν πιο ήρεμο τέλος. Παράλληλα, η performance που οδηγείται στις επιλογές της από τις αρχές του devised theatre, αφήνει αιχμές για την ίδια την τυποποίηση αυτού του είδους και προσπαθεί σαφώς να διαφοροποιηθεί απ' αυτό.
Σε κάθε περίπτωση η σύλληψη της ιδέας του παραλληλισμού και της ανάλυσης του ενός μέσα από το άλλο με χρήση των όπλων της performance είναι εξαιρετική και πρωτότυπη. Το κείμενο, αν και καμιά φορά τραβάει σε μάκρος είναι σε γενικές γραμμές καλογραμμένο, εμπνευσμένο και ποιητικό. Έχει μια σκοτεινιά ίδια με εκείνη των ρομαντικών ποιητών, ένα χιούμορ ανεπαίσθητο, είναι λίγο σα μοιρολόι. Ακούγοντάς το να βγαίνει από τα χείλη των ηθοποιών, δε μπόρεσα να μη σκεφτώ πόσο ολοκληρωμένο θα έμοιαζε ακόμη και στην απλούστερη μορφή του, αυτή των τυπωμένων συμβόλων σε μια χάρτινη σελίδα. Ποιος ξέρει, τότε, μπορεί να 'ταν πιο ελεύθερο να πετάξει το νου μας στο δικό του υποσυνείδητο. Γιατί, ακριβώς, το όλο concept είναι τόσο εγκεφαλικό που οι εικόνες δεν συνδιαλέγονται εύκολα με το κείμενο, δεν απορρέουν απ' αυτό, αλλά πιέζονται να υπάρξουν. Ίσως βέβαια η χαλαρή τους σχέση να λειτουργεί περισσότερο απελευθερωτικά από τις συγκεκριμένες εικόνες και τους καθαρούς χαρακτήρες. Όμως, επιμένω, ότι και τώρα που διαβάζω το κείμενο δεν αισθάνομαι να χρήζει οπτικής συμπλήρωσης.
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τσιάμης
Δραματουργική Επεξεργασία: Κωνσταντίνα Σταθουλοπούλου, Δημήτρης Τσιάμης
Σκηνικά: Παύλος Καπάλας
Koστούμια: Αλίκη Κυλικά
Μουσική επιμέλεια: Νικόλας Γιανναρέας
Φωτισμοί: Δημήτρης Κασσιμάτης
Παίζουν: Μαρία Αθηναίου, Σωκράτης Ράτσης, Θοδωρής Σμέρος
Per-Theater-Formance
Φούρνος
Μαυρομιχάλη 168, Εξάρχεια, 2106460748
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου