Ο Αισχύλος, ο αρχαιότερος των μεγάλων τραγικών και ιδιαίτερα καθοριστικός όσον αφορά την οριστικοποίηση της μορφής και τον εμπλουτισμό της τραγωδίας με νέα στοιχεία (προσθήκη δευτεραγωνιστή, μείωση χορικών κτλ), παρόλο που δε χαίρει ευρείας σκηνικής παρουσίας στις μέρες μας –κυρίως λόγω του μικρού αριθμού των σωζόμενων έργων του— έχει αναμφισβήτητες αρετές και έργο ανοιχτό σε σύγχρονες αναγνώσεις. Να, γιατί η (γνωστότερη ως ηθοποιός) Karin Neuhäuser επέλεξε τη μοναδική σωζόμενη τριλογία, με κοινό θεματικό άξονα --κάτι που ο ίδιος ο Αισχύλος καθιέρωσε-- για να την αναβιώσει με ματιά στραμμένη στο πρόσφατο παρελθόν και παρόν.
Οι τραγωδίες Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες δεν έχουν ισάξια σχέση, αν αναλογιστούμε το θέμα και τους ρόλους που περιλαμβάνουν. Η πρώτη είναι στην ουσία η πιο ενδιαφέρουσα υποκριτικά, παρουσιάζοντας την άφιξη του Αγαμέμνονα από την Τροία, το συζυγικό δόλο και εντέλει το φόνο του από την Κλυταιμνήστρα. Έρχεται ύστερα ο επαναπατρισμός του Ορέστη και του Πυλάδη, μια χλιαρή σκηνή αναγνώρισης με την παραπεταμένη αδερφή Ηλέκτρα και τελικά η στυγερή μητροκτονία ύστερα από κουβεντολόι και διαπραγματεύσεις, την οποία διαδέχονται οι Ερινύες. Στη τρίτη τραγωδία η Πυθία, η δίκη του Ορέστη ενώπιον του Αρείου Πάγου, διαπληκτισμοί της Παλλάδας και του Απόλλωνα και η καταληκτική αθώωση του βουτηγμένου στις τύψεις μητροκτόνου κλείνουν τον κύκλο αίματος των Ατρειδών.
Ένα συμβατικό, κατά τα αρχαία πρότυπα, ανέβασμα θα μας άφηνε ίσως με μια υποψία κούρασης από τον πομπώδη λόγο και τους δύσκαμπτους μονολόγους. Η σπιρτάδα που προσέθεσε η Neuhäuser έκανε ακριβώς το αντίθετο: αντί ο σωματικά καταπονημένος θεατής (που βρίσκονταν αισίως καθισμένος στα άβολα εδώλια του θεάτρου κατά την πρώτη πρωινή ώρα) να θελήσει να οριζοντιωθεί πάση θυσία, ενεπλάκη ευχάριστα σε ένα πανηγύρι δημοκρατίας, μπαίνοντας στη θέση των δικαστών και πέρασε άκοπα και την τελευταία ώρα του θεάματος ("Βία δίχως Όρια", κατά τον περιπαικτικό σχολιασμό της τηλεπαρουσιάστριας-Πυθίας) με την καλύτερη δυνατή διάθεση.
Η σκηνοθετική προσέγγιση έκανε χρονικά άλματα προς τα μπρος σε κάθε μια τραγωδία της τριλογίας. Στον Αγαμέμνονα ως ένα από τα βασικά δεινά του πολέμου εντοπίζεται η δημιουργία πολεμοχαρούς (βλ. Χιτλερικής, σε μια εύστοχη αναφορά) νεολαίας, η οποία αποτελούσε και το χορό της τραγωδίας. Η αμφίσημη Κλυταιμνήστρα ντύθηκε στα πάλλευκα, τραγούδησε στιγμιαία Doo-doο-bee-doo (ως άλλη Marilyn στο I wanna be loved by you), περπάτησε ξυπόλυτη σε τάφρο γεμάτη αίμα --που χρησίμευσε και ως πορφυρό χαλί για το θρίαμβο του Αγαμέμνονα-- και γενικά φάνηκε να λειτουργεί αρκετά ως το πνεύμα της αθώας αδικοχαμένης Ιφιγένειας που ήθελε να πάρει εκδίκηση μέσω του φονικού χεριού της μητέρας της.
Σειρά πήρε λίγο slapstick και κωμικά ευρήματα, όπως προσφορά χοών-καραόκε με το δίδυμο Ορέστη-Πυλάδη να καταφτάνει τύφλα στο μεθύσι στον τάφο του πατέρα, την Ηλέκτρα και τις υπόλοιπες παραδουλεύτρες να προσπαθούν να τον ενθαρρύνουν καθαρίζοντας συγχρόνως τον περιβάλλοντα χώρο μέχρι να έρθει ο κορυφαίος διάλογος μητέρας-γιου πριν τη μητροκτονία συνοδεία τσιγάρου για να κρατηθεί η ψυχραιμία. Στο δεύτερο μέρος η σκηνή μετατράπηκε σε τηλεοπτικό πλατώ με καλεσμένους τις Ερινύες από τη μια και τον Ορέστη και τους θεούς από την άλλη, οι θεατές σε κοινό-δικαστές Αρείου Πάγου και η εγκυρότητα της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας αμφισβητήθηκε γλαφυρά. Σκηνικό και κοστούμια που άγγιζαν το κιτς της τηλεοπτικής πραγματικότητας τόνισαν ακόμη περισσότερο το σατιρικό τόνο, με την Πυθία να φοράει το πιο σικάτο ταγέρ που φόρεσε ποτέ παρουσιάστρια.
Το ογκώδες εγχείρημα έτυχε σωστής και κατανοητής σε γενικές γραμμές μετάφρασης στους υπέρτιτλους και ο θίασος της Schauspiel είχε το χάρισμα το οργανικά δεμένου παιξίματος, με ηθοποιούς όπως η Friederike Kammer (Κλυταιμνήστρα) και η Abak Safaei-Rad (ως αμείλικτη, εξωτική Κασσάνδρα) να ξεχωρίζουν ιδιαίτερα. Η δηκτική/παιχνιδιάρικη διάθεση προς το κείμενο και τους ρόλους, είναι για μένα προσόν, κατ' άλλους πάλι ύψιστη προδοσία προς το πνεύμα του Αισχύλου. Το προχωρημένο σκηνικό --ειδικά η εμπνευσμένη τάφρος-- και η εξάπλωση της σκηνικής δράσης στα δυο πλαινά μέρη του θεάτρου προσέθεσαν στην κινητικότητα και την εικαστική θαλπωρή της παράστασης. Σε κάθε περίπτωση, το ανέβασμα θα μπορούσε να θεωρηθεί ίσως ακραίο, άρα επιδέχεται ακραίες αντιδράσεις. (πράγματι, λατρεία και μίσος παρατηρήθηκαν εξίσου). Σίγουρα πάντως εντυπωσιάζει τους ώριμους (δλδ. ανοιχτόμυαλους) θεατές.
Ένα συμβατικό, κατά τα αρχαία πρότυπα, ανέβασμα θα μας άφηνε ίσως με μια υποψία κούρασης από τον πομπώδη λόγο και τους δύσκαμπτους μονολόγους. Η σπιρτάδα που προσέθεσε η Neuhäuser έκανε ακριβώς το αντίθετο: αντί ο σωματικά καταπονημένος θεατής (που βρίσκονταν αισίως καθισμένος στα άβολα εδώλια του θεάτρου κατά την πρώτη πρωινή ώρα) να θελήσει να οριζοντιωθεί πάση θυσία, ενεπλάκη ευχάριστα σε ένα πανηγύρι δημοκρατίας, μπαίνοντας στη θέση των δικαστών και πέρασε άκοπα και την τελευταία ώρα του θεάματος ("Βία δίχως Όρια", κατά τον περιπαικτικό σχολιασμό της τηλεπαρουσιάστριας-Πυθίας) με την καλύτερη δυνατή διάθεση.
Η σκηνοθετική προσέγγιση έκανε χρονικά άλματα προς τα μπρος σε κάθε μια τραγωδία της τριλογίας. Στον Αγαμέμνονα ως ένα από τα βασικά δεινά του πολέμου εντοπίζεται η δημιουργία πολεμοχαρούς (βλ. Χιτλερικής, σε μια εύστοχη αναφορά) νεολαίας, η οποία αποτελούσε και το χορό της τραγωδίας. Η αμφίσημη Κλυταιμνήστρα ντύθηκε στα πάλλευκα, τραγούδησε στιγμιαία Doo-doο-bee-doo (ως άλλη Marilyn στο I wanna be loved by you), περπάτησε ξυπόλυτη σε τάφρο γεμάτη αίμα --που χρησίμευσε και ως πορφυρό χαλί για το θρίαμβο του Αγαμέμνονα-- και γενικά φάνηκε να λειτουργεί αρκετά ως το πνεύμα της αθώας αδικοχαμένης Ιφιγένειας που ήθελε να πάρει εκδίκηση μέσω του φονικού χεριού της μητέρας της.
Σειρά πήρε λίγο slapstick και κωμικά ευρήματα, όπως προσφορά χοών-καραόκε με το δίδυμο Ορέστη-Πυλάδη να καταφτάνει τύφλα στο μεθύσι στον τάφο του πατέρα, την Ηλέκτρα και τις υπόλοιπες παραδουλεύτρες να προσπαθούν να τον ενθαρρύνουν καθαρίζοντας συγχρόνως τον περιβάλλοντα χώρο μέχρι να έρθει ο κορυφαίος διάλογος μητέρας-γιου πριν τη μητροκτονία συνοδεία τσιγάρου για να κρατηθεί η ψυχραιμία. Στο δεύτερο μέρος η σκηνή μετατράπηκε σε τηλεοπτικό πλατώ με καλεσμένους τις Ερινύες από τη μια και τον Ορέστη και τους θεούς από την άλλη, οι θεατές σε κοινό-δικαστές Αρείου Πάγου και η εγκυρότητα της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας αμφισβητήθηκε γλαφυρά. Σκηνικό και κοστούμια που άγγιζαν το κιτς της τηλεοπτικής πραγματικότητας τόνισαν ακόμη περισσότερο το σατιρικό τόνο, με την Πυθία να φοράει το πιο σικάτο ταγέρ που φόρεσε ποτέ παρουσιάστρια.
Το ογκώδες εγχείρημα έτυχε σωστής και κατανοητής σε γενικές γραμμές μετάφρασης στους υπέρτιτλους και ο θίασος της Schauspiel είχε το χάρισμα το οργανικά δεμένου παιξίματος, με ηθοποιούς όπως η Friederike Kammer (Κλυταιμνήστρα) και η Abak Safaei-Rad (ως αμείλικτη, εξωτική Κασσάνδρα) να ξεχωρίζουν ιδιαίτερα. Η δηκτική/παιχνιδιάρικη διάθεση προς το κείμενο και τους ρόλους, είναι για μένα προσόν, κατ' άλλους πάλι ύψιστη προδοσία προς το πνεύμα του Αισχύλου. Το προχωρημένο σκηνικό --ειδικά η εμπνευσμένη τάφρος-- και η εξάπλωση της σκηνικής δράσης στα δυο πλαινά μέρη του θεάτρου προσέθεσαν στην κινητικότητα και την εικαστική θαλπωρή της παράστασης. Σε κάθε περίπτωση, το ανέβασμα θα μπορούσε να θεωρηθεί ίσως ακραίο, άρα επιδέχεται ακραίες αντιδράσεις. (πράγματι, λατρεία και μίσος παρατηρήθηκαν εξίσου). Σίγουρα πάντως εντυπωσιάζει τους ώριμους (δλδ. ανοιχτόμυαλους) θεατές.
Απόδοση στα γερμανικά: Dietrich Ebener
Σκηνοθεσία: Karin Neuhäuser
Συ-σκηνοθεσία: Florian von Hoermann
Σκηνικά - Κοστούμια: Franz Lehr
Μουσική: Paul Lemp
Φωτισμοί: Frank Kraus
Ερμηνεύουν: Abak Safaei-Rad, Friederike Kammer, Christian Kuchenbuch, Roland Bayer, Sandra Bayrhammer, Rainer Frank, Cornelia Niemann, Matthias Redlhammer, Falk Rockstroh, Falilou Seck και η Παιδική Χορωδία του Θεάτρου Φρανκφούρτης
Θεατρικός Οργανισμός Schauspiel Φραγκφούρτης
Ελληνικό Φεστιβάλ,
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου