Σελίδες

15/10/09

Ένα άδειο πιάτο στο Μπιστρό το Μεγάλο Βόδι

του Michael Hollinger
An Empty Plate in the Cafe du Grand Boeuf είναι ο πρωτότυπος --και ευτυχώς κατά γράμμα μεταφρασμένος-- τίτλος του θεατρικού που επέλεξε φέτος να σκηνοθετήσει ο Δημήτρης Φραγκιόγλου με τη θεατρική ομάδα Χρυσοθήρες. Και δε θα μπορούσε να κάνει καλύτερη επιλογή. Επιτέλους, μια νέα ομάδα τολμάει να αναμετρηθεί με ένα θεατρικό κείμενο απαιτήσεων και αφήνει την εναλλακτική (αλλά, πλέον, συγχωρέστε με, όχι πάντα σίγουρη συνταγή επιτυχίας) επιλογή του devised theatre.


Οι εντυπώσεις είναι οι καλύτερες, νωπές ακόμη, και θα τις μοιραστώ μαζί σας το συντομότερο αμέσως τώρα.

Κάθομαι να γράψω και οι σκέψεις εκτοξεύονται προς πάσα κατεύθυνση σα ποπ-κορν τη στιγμή που σκάει από την επαφή του με το καυτό λάδι. Τόσες σκέψεις δε χωράνε στην περιοριστική φόρμα της κλασικής θεατρικής κριτικής, που ζητάει, κάπως στεγνά και ορθολογικά, να διερευνήσει τις απαρχές και την ιστορία του πρωτογενούς υλικού που χρησιμοποιείται στην παράσταση (δηλαδή του κειμένου), τις επιρροές του συγγραφέα του, τις εκλεκτικές συγγένειες και τις αναφορές, την σκηνοθετική προσέγγιση, την τεχνική των υποκριτών, τη χρήση των εικαστικών μέσων για την αποκρυπτογράφηση των νοημάτων.

Ειδικά στη συγκεκριμένη παράσταση, δε σταμάτησα να σκέφτομαι με δέος τον ανθρώπινο παράγοντα, τον καθαρά ευάλωτο και μισάνοιχτο προς το κοινό, προσπαθώντας ταυτόχρονα να δείξει και να κρύψει το μαργαριτάρι που αναπαύεται μέσα του. Πως καταφέρνουν οι ηθοποιοί να είναι παρόντες κάθε στιγμή της παράστασης με το παίξιμό τους; Πως μπορούν, ακόμη και χωρίς ατάκες, να ζουν, να αναπνέουν, να είναι ο ρόλος τους, ψυχί τε και σώματι; Πόσο δύσκολο είναι τα προβλήματα, οι δυσκολίες της ημέρας ή οι κάποιες βίαιες αναταράξεις στην προσωπική τους ζωή να χάνονται διακριτικά, να σβήνουν, ώστε να αφήσουν μόνο τις διαθέσεις του χαρακτήρα να φανούν για αυτό το ιερό δίωρο που οι ηθοποιοί δίνονται στους θεατές αχόρταγα και με ανιδιοτέλεια; Όσο κι αν ρωτάω και ξαναρωτάω, όσο κι αν οι υπηρέτες του Θέσπη μου εξηγούν κατά καιρούς, η απορία παραμένει, η αδυναμία να κατανοήσω το μηχανισμό αυτό μετατόπισης του εγώ από το πρώτο πλάνο στο background προς όφελος του χαρακτήρα παραμένει, ποιος ξέρει για πόσο.

Άτομα ταλαντούχα, εκπαιδευμένα, μαθημένα στην ομαδικότητα και την ενσωμάτωση στο σύνολο, στην απόλυτη συμμόρφωση στις κινήσεις της μπαγκέτας του μαέστρου-σκηνοθέτη, ηθοποιοί, τι χαρισματικά άτομα! Τι χαρά τάχα παίρνουν από την έκθεση στο κοινό, τι καημούς ξορκίζουν...

Τέσσερις νεότατοι ηθοποιοί, μία κοπέλα και τρία αγόρια, μαζί με δυο ακόμη, πιο ψημένους, παίρνουν ένα κείμενο του '94 με αναφορές σε ρομαντικότερες εποχές και με λατρεία για το Hemingway και μας το σερβίρουν όσο είναι ζεστό. Λόγος ρέων, εύστοχη μετάφραση (παρότι ορισμένες, κωμικές κυρίως, στιγμές είναι εμφανές ότι τα αγγλικά του πρωτότυπου θα δούλευαν καλύτερα), θεματολογία για αγάπες και λουλούδια, ερωτικές, επαγγελματικές, προσωπικές απογοητεύσεις και μικρές νίκες, ένα κείμενο ανθρώπινο, βουτηγμένο στη σάλτσα της πιο διαδεδομένης αδυναμίας του σύγχρονου ανθρώπου: της γαστριμαργίας.

Ο Hollinger, γνωστός και ως " ο βιολονίστας που έγινε θεατρικός συγγραφέας", θεωρεί τα έργα του συνθέσεις με το ρυθμό βασικό τους στοιχείο, κάτι με το οποίο ο σκηνοθέτης συμφωνεί και επαυξάνει, φροντίζοντας τα μουσικά όργανα που έχει στη διάθεσή του (οι ηθοποιοί) να μπαίνουν και να βγαίνουν από το κομμάτι με συγκεκριμένη σειρά και ένταση κάθε φορά και όχι φύρδην-μύγδην. Η μουσική πάντως δε λείπει από το exclusive μπιστρό, αφού το ακκορντεόν του αδέξιου νεαρού σερβιτόρου Αντουάν ηχεί μια στο τόσο, για να μας παραπλανήσει ακόμη περισσότερο σχετικά με το ποιόν του. Με παρόμοιες τακτικές προσωρινής απόκρυψης του εσωτερικού κόσμου και των πρόσφατων γεγονότων, ο Hollinger καταφέρνει να δώσει ενδιαφέρον στο θεατρικό με τις μεταστροφές των χαρακτήρων του, όχι βέβαια λιγότερο απ' ότι με τις γλαφυρές περιγραφές του γκουρμέ μενού επτά πιάτων που προσφέρεται συμβολικά στον έτοιμο να εγκαταλείψει τα εγκόσμια Monsieur Βίκτωρ, αφού, βέβαια, πρώτα, διηγηθεί την (εγκιβωτισμένη στο θεατρικό) ιστορία του.

Η μεταστροφή των χαρακτήρων κάνει τον τόνο του θεατρικού να βαρύνει σιγά-σιγά, και από φάρσα να καταλήξει δράμα, με πιο έντονη στιγμή αυτή της ταυρομαχίας, όχι μόνο λόγω του περιεχομένου, αλλά και εξαιτίας της στιγμιαίας αντιστροφής των φορτίων ισχύος: ο θλιμμένος κλόουν - Αντουάν γίνεται επικίνδυνος ταυρομάχος και ο πλούσιος κληρονόμος-Βίκτωρ γίνεται ανυπεράσπιστος ταύρος.

Εν ολίγοις, αυτό το τραπέζωμα-ανέβασμα προσφέρει μεζέδες από θλίψη, χαρά, έγνοια, αγωνία, ικανοποίηση, μέχρι τελικά να έρθει το επιδόρπιο, μια σταλίτσα creme brulee, που αρκεί για να τα λύσει όλα.

Μετάφραση: Χριστίνα Παπαδάκη – Δημήτρης Φραγκιόγλου
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Φραγκιόγλου
Σκηνικά-Κοστούμια: Κέλλυ Βρεττού
Μουσική: Πλάτων Ανδριτσάκης
Χορογραφία–Επιμέλεια Κίνησης: Ζωή Χατζηαντωνίου
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Φωτογραφίες: Γιώργος Δρακόπουλος
Παίζουν: Ευγενία Αποστόλου, Αντώνης Γκρίτσης, Χριστίνα Παπαδάκη,Πέτρος Σταθακόπουλος, Χριστόδουλος Στυλιανού, Χάρης Φλέουρας

104 Κέντρο Λόγου και Τέχνης
Θεμιστοκλέους 104, Εξάρχεια, 210 3826185

6 σχόλια:

mahler76 είπε...

το είδαμε κι εμείς και πολύ μας άρεσε :)

antigonos είπε...

Πολύ χαίρομαι. Όντως και το κείμενο έχει έντονα δικό του χαρακτήρα και οι ηθοποιοί, μα, πόση ζωντάνια, πόση αλήθεια, πια...

gabriel είπε...

Πολύ ωραία παράσταση, αξίζει να την δεις

Συμφωνώ με τα σχόλια του Αντίγονου!

quartier libre είπε...

@
απολαυστικός !

:)

antigonos είπε...

Merciiii, αγόρια ;)

Ανώνυμος είπε...

απο τις ωραιοτερες παραστασεις φετος.. αξιζει περα ως περα να τη δεις.. εξαιρετος ο αντωνης γκριτσης - αληθινη αποκαλυψη.. απο δω και περα θα παρακολουθω στενα τη θεατρικη του πορεια..