Εξαιτίας του ιδιαίτερου ενδιαφέροντός μου για απαγορευμένα βιβλία (ανεξαρτήτως λόγου που τα καταδίκασε σ’ αυτή την κατηγορία σε κάποια στιγμή της ζωής τους) από μικρή ηλικία, και παίρνοντάς τα με τη σειρά, από τους Σατανικούς Στίχους του Salman Rushdie μέχρι τον Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι του Laurence, έπεσα νωρίς πάνω στην Πάπισσα Ιωάννα. Με τις πρώτες αράδες κατάλαβα ότι δεν ήταν αυτό που περίμενα: ήταν υπερβολικά διασκεδαστικό για να έχει κάποιος ψυχή να το απαγορέψει, και χιουμοριστικά πηγαίο για να προσβληθεί κανείς απ’ αυτό. Είναι σα να απαγόρευε το αθώο γέλιο όσων δεν πηγαίνουν και πολύ το εκκλησιαστικό καταστημένο και την υποκρισία του, τι, δεν είχαν κι αυτοί το δικαίωμα να κοροϊδέψουν λιγάκι;
Τότε όμως ακόμη η εκκλησία είχε πολύ εξουσία (μην τάχα δεν έχει ακόμη, αφού η συζήτηση του πολυπόθητου διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας μπαίνει συνέχεια στο ψυγείο;) και ειδικά το θεσμό του Παπισμού τον είχαν όλοι περί πολλού. Να γιατί το πόνημα του Ροΐδη ξεσήκωσε θύελλες το 1866, απασχόλησε την Ιερά Σύνοδο και του στοίχισε τον αφορισμό. Το μυθιστόρημα υποτίθεται ότι είναι φανταστικό, αλλά, εκτός των αναρίθμητων πηγών από τους μεσαιωνικούς χρόνους ακόμη και πρόσφατα ο Peter Stanford υποστήριξε την πιστότητα του γεγονότος, χωρίς βέβαια να έχει υπόψιν του πραγματικές αποδείξεις, αλλά βασιζόμενος στην ευρύτητα του φαινομένου της παρενδυσίας στους εκκλησιαστικούς κύκλους κατά τα χρόνια του Μεσαίωνα. Εξαιτίας της δύσκολης ζωής οπουδήποτε αλλού, πολλοί ήταν αυτοί που κατέφευγαν στα μοναστήρια και αρκετές γυναίκες επέλεγαν να ντυθούν άντρες, ώστε να έχουν πρόσβαση στα ανώτατα αξιώματα του εκκλησιαστικού στερεώματος, κάτι που συνήθως δεν αποκαλυπτόταν πριν από το θάνατό τους κατά την προετοιμασία για την ταφή.
Ανάκατες φήμες τέτοιων ιστοριών προφανώς ενέπνευσαν το Ροΐδη και έπλασε την Πάπισσα Ιωάννα που ο πατέρας της ήταν Άγγλος μοναχός. Ευφυής και χαριτωμένη, συσσώρευε γνώσεις από τη διδασκαλία του πατέρα της και μέσω της ανάγνωσης, μέχρι που πηγαίνοντας ως υπεύθυνη βιβλιοθήκης σε ένα γυναικείο μοναστήρι, ερωτεύτηκε τον προσκεκλημένο καλόγερο Φρουμέντιο, τον οποίο ακολούθησε ντυμένη άντρας σε μια αντρική μονή. Τα χρόνια πέρασαν και η Ιωάννα σκλήρυνε και ζητούσε πιο πολλά από τις απλές απολαύσεις της ζωής: παράτησε το ζηλιάρη ερωμένο της και μπάρκαρε για τη Ρώμη, όπου από γραμματέας αναρριχήθηκε στο αξίωμα του Πάπα. Η ιστορία ακούγεται χαριτωμένη από μόνη της, προσθέστε τώρα και την ειρωνεία του Εμμανουήλ και φανταστείτε το αποτέλεσμα. (ή απλώς διαβάστε το εδώ). Η γλώσσα του είναι μια χυμώδης καθαρεύουσα, ενδεχομένως κάπως δυσνόητη για όσους την πρωτοσυναντούν, αλλά αυτοί δεν είναι και πολλοί, δεδομένου ότι οι γονείς και οι παπούδες μας διδάχτηκαν καθαρεύουσα και όλοι εμείς πάλι διδαχτήκαμε εκτός από αρχαία και κείμενα του Παπαδιαμάντη, του Βιζυηνού και τόσα άλλα (χα). Όπως και να 'χει, η σκηνοθεσία ήταν αρκετά περιγραφική, τόσο που δε γίνεται να σου ξεφύγουν ούτε οι ερωτικοί εναγκαλισμοί, ούτε τα γεννητούρια ούτε τα παιχνίδια των καλογήρων.
Ο Χατζάκης ορθώς διασκεύασε το κείμενο μόνο ώστε να το καταστήσει περισσότερο θεατρικό και δεν πείραξε τη γλώσσα, η οποία ρέει τόσο άνετα και χιουμοριστικά που θα ήταν χάσιμο ποιότητας να απλουστευθεί καθ 'οιονδήποτε τρόπο (όσο κι αν τέτοιες απλουστευμένες εκδοχές είναι αρκετά της μόδας στα εκδοτικά πράγματα τα τελευταία χρόνια). Διάλογοι δημιουργήθηκαν από τη συρραφή επιμέρους κομματιών, γιατί το ίδιο το έργο είναι κατεξοχήν αφηγηματικό, και οι περιγραφές εντάχθηκαν το ίδιο ομαλά όπως και οι άγγελοι που φορούσαν ένα μεγάλο λευκό φτερό στην πλάτη ή η φιγούρα του Θεού, αγγέλου, αναγνώστη που παρακολουθώντας ψηλά από το σκηνικό τα τεκταινόμενα κλαίει με λυγμούς στο τέλος για το χαμό της Ιωάννας. Το σκηνικό είναι σχηματικό και μοντέρνο, με τη χρήση τύπου σιδερόβεργας για τα μέρη εκκλησιών και τα κοστούμια αποδίδουν κυρίως την ιδιότητα παρά την εποχή. Η Κατσιαδάκη ως Ιωάννα δεν ήταν κακή (αν και θεατές κατά την έξοδο υποστήριξαν ότι και βέβαια ήταν, για την ακρίβεια ότι "δεν τους άρεσε υποκριτικά"), αλλά έχανε μπροστά στα νεότερα παιδιά του σχήματος. Η ειρωνεία του Ροΐδη πάλι αρκετές στιγμές αποδόθηκε χονδροειδώς, χωρίς αυτό να κάνει τόσο κακό στην παράσταση, όσο στην ίδια την ανάμνηση του κειμένου.
Γενικά, το εγχείρημα να παρασταθεί ένα τέτοιο κείμενο είναι από δύσκολο έως και ακατόρθωτο, οπότε μάλλον το κοινό μένει ευχαριστημένο έστω και για την προσπάθεια. Και θα μείνει με χαμόγελο ακούγοντας προς το τέλος ότι ο μαινόμενος όχλος μόλις έγινε αυτόπτης μάρτυς της απρόσμενης γέννας, αντί να παρασυρθεί από τους ιερείς που φώναζαν "θαύμα, θαύμα" ζητούσε " να ρίψη εις τον Τίβεριν Πάπισσαν και παπίδιον". Αφορμή για ανάγνωση, κυρίως η παράσταση. Ακόμη και επανανάγνωση ή έστω ευχάριστη ενθύμηση. Προλαβαίνετε τις δυο τελευταίες παραστάσεις του τολμηρού ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας. Να επισημάνω ότι η παράσταση έχει εξαιρετική μουσική επένδυση.
Τότε όμως ακόμη η εκκλησία είχε πολύ εξουσία (μην τάχα δεν έχει ακόμη, αφού η συζήτηση του πολυπόθητου διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας μπαίνει συνέχεια στο ψυγείο;) και ειδικά το θεσμό του Παπισμού τον είχαν όλοι περί πολλού. Να γιατί το πόνημα του Ροΐδη ξεσήκωσε θύελλες το 1866, απασχόλησε την Ιερά Σύνοδο και του στοίχισε τον αφορισμό. Το μυθιστόρημα υποτίθεται ότι είναι φανταστικό, αλλά, εκτός των αναρίθμητων πηγών από τους μεσαιωνικούς χρόνους ακόμη και πρόσφατα ο Peter Stanford υποστήριξε την πιστότητα του γεγονότος, χωρίς βέβαια να έχει υπόψιν του πραγματικές αποδείξεις, αλλά βασιζόμενος στην ευρύτητα του φαινομένου της παρενδυσίας στους εκκλησιαστικούς κύκλους κατά τα χρόνια του Μεσαίωνα. Εξαιτίας της δύσκολης ζωής οπουδήποτε αλλού, πολλοί ήταν αυτοί που κατέφευγαν στα μοναστήρια και αρκετές γυναίκες επέλεγαν να ντυθούν άντρες, ώστε να έχουν πρόσβαση στα ανώτατα αξιώματα του εκκλησιαστικού στερεώματος, κάτι που συνήθως δεν αποκαλυπτόταν πριν από το θάνατό τους κατά την προετοιμασία για την ταφή.
Ανάκατες φήμες τέτοιων ιστοριών προφανώς ενέπνευσαν το Ροΐδη και έπλασε την Πάπισσα Ιωάννα που ο πατέρας της ήταν Άγγλος μοναχός. Ευφυής και χαριτωμένη, συσσώρευε γνώσεις από τη διδασκαλία του πατέρα της και μέσω της ανάγνωσης, μέχρι που πηγαίνοντας ως υπεύθυνη βιβλιοθήκης σε ένα γυναικείο μοναστήρι, ερωτεύτηκε τον προσκεκλημένο καλόγερο Φρουμέντιο, τον οποίο ακολούθησε ντυμένη άντρας σε μια αντρική μονή. Τα χρόνια πέρασαν και η Ιωάννα σκλήρυνε και ζητούσε πιο πολλά από τις απλές απολαύσεις της ζωής: παράτησε το ζηλιάρη ερωμένο της και μπάρκαρε για τη Ρώμη, όπου από γραμματέας αναρριχήθηκε στο αξίωμα του Πάπα. Η ιστορία ακούγεται χαριτωμένη από μόνη της, προσθέστε τώρα και την ειρωνεία του Εμμανουήλ και φανταστείτε το αποτέλεσμα. (ή απλώς διαβάστε το εδώ). Η γλώσσα του είναι μια χυμώδης καθαρεύουσα, ενδεχομένως κάπως δυσνόητη για όσους την πρωτοσυναντούν, αλλά αυτοί δεν είναι και πολλοί, δεδομένου ότι οι γονείς και οι παπούδες μας διδάχτηκαν καθαρεύουσα και όλοι εμείς πάλι διδαχτήκαμε εκτός από αρχαία και κείμενα του Παπαδιαμάντη, του Βιζυηνού και τόσα άλλα (χα). Όπως και να 'χει, η σκηνοθεσία ήταν αρκετά περιγραφική, τόσο που δε γίνεται να σου ξεφύγουν ούτε οι ερωτικοί εναγκαλισμοί, ούτε τα γεννητούρια ούτε τα παιχνίδια των καλογήρων.
Ο Χατζάκης ορθώς διασκεύασε το κείμενο μόνο ώστε να το καταστήσει περισσότερο θεατρικό και δεν πείραξε τη γλώσσα, η οποία ρέει τόσο άνετα και χιουμοριστικά που θα ήταν χάσιμο ποιότητας να απλουστευθεί καθ 'οιονδήποτε τρόπο (όσο κι αν τέτοιες απλουστευμένες εκδοχές είναι αρκετά της μόδας στα εκδοτικά πράγματα τα τελευταία χρόνια). Διάλογοι δημιουργήθηκαν από τη συρραφή επιμέρους κομματιών, γιατί το ίδιο το έργο είναι κατεξοχήν αφηγηματικό, και οι περιγραφές εντάχθηκαν το ίδιο ομαλά όπως και οι άγγελοι που φορούσαν ένα μεγάλο λευκό φτερό στην πλάτη ή η φιγούρα του Θεού, αγγέλου, αναγνώστη που παρακολουθώντας ψηλά από το σκηνικό τα τεκταινόμενα κλαίει με λυγμούς στο τέλος για το χαμό της Ιωάννας. Το σκηνικό είναι σχηματικό και μοντέρνο, με τη χρήση τύπου σιδερόβεργας για τα μέρη εκκλησιών και τα κοστούμια αποδίδουν κυρίως την ιδιότητα παρά την εποχή. Η Κατσιαδάκη ως Ιωάννα δεν ήταν κακή (αν και θεατές κατά την έξοδο υποστήριξαν ότι και βέβαια ήταν, για την ακρίβεια ότι "δεν τους άρεσε υποκριτικά"), αλλά έχανε μπροστά στα νεότερα παιδιά του σχήματος. Η ειρωνεία του Ροΐδη πάλι αρκετές στιγμές αποδόθηκε χονδροειδώς, χωρίς αυτό να κάνει τόσο κακό στην παράσταση, όσο στην ίδια την ανάμνηση του κειμένου.
Γενικά, το εγχείρημα να παρασταθεί ένα τέτοιο κείμενο είναι από δύσκολο έως και ακατόρθωτο, οπότε μάλλον το κοινό μένει ευχαριστημένο έστω και για την προσπάθεια. Και θα μείνει με χαμόγελο ακούγοντας προς το τέλος ότι ο μαινόμενος όχλος μόλις έγινε αυτόπτης μάρτυς της απρόσμενης γέννας, αντί να παρασυρθεί από τους ιερείς που φώναζαν "θαύμα, θαύμα" ζητούσε " να ρίψη εις τον Τίβεριν Πάπισσαν και παπίδιον". Αφορμή για ανάγνωση, κυρίως η παράσταση. Ακόμη και επανανάγνωση ή έστω ευχάριστη ενθύμηση. Προλαβαίνετε τις δυο τελευταίες παραστάσεις του τολμηρού ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας. Να επισημάνω ότι η παράσταση έχει εξαιρετική μουσική επένδυση.
Διασκευή – σκηνοθεσία: Σωτήρης Χατζάκης
Σκηνικά: Έρση ΔρίνηΚοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ
Μουσική: Ευγένιος Βούλγαρης
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Παίζουν: Μαρία Κατσιαδάκη, Άρης Τρουπάκης, Χρήστος Μαλάκης, Μαριάνθη Φωτάκη, Δήμητρα Λαρεντζάκη, Αλέξανδρος Τσακίρης, Μαρία Πανουργιά, Λευτέρης Παπακώστας, Γιώργος Μάρκου
ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας
Θέατρο Βεάκη,
Στουρνάρη 32, Αθήνα, 210 5223522
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου