Ένα θεατρικό του νομπελίστα συγγραφέα του The Waste Land του οποίου οι χαρακτήρες "κινούνται πολύ δυνατά μέσα στο εγώ" επιλέγει να σκηνοθετήσει η Μαυρομάτη για το Φεστιβάλ. Και το κάνει καλά, αφού δίνει μια πιο ανάλαφρη ανάγνωση σε ένα δύσβατο όσο και βαθύ κείμενο.
Πέρα από τα πράγματι εντυπωσιακά εικαστικά στοιχεία, της παράστασης --από σκηνικά, φωτισμούς μέχρι κοστούμια και ορισμένες σκηνές με εξαίσια μουσική, όπως το ταμπλώ βιβάντ της έναρξης-- το κείμενο είναι κοφτερό μαχαίρι σαν εκείνο που κρατούσε ο Φούντας όταν επέμενε "Στέλλα, φύγε". Εγώ έμεινα, φορτώθηκα όλο το βάρος των λέξεων του Έλιοτ από τις εννιά μέχρι τις δώδεκα, και μετά, σα να είχα πιει το αμίλητο νερό, μπήκα στο εξυπηρετικό λεωφορείο του Φεστιβάλ που μας πήγε από Χαμοστέρνας στο Σύνταγμα, μπροστά στο περίπτερο που πουλάει Fox's chunkie και πήρα ένα πακέτο που το καταβρόχθισα στο πι και φι χωρίς να έχω ιδιαίτερη συναίσθηση του γεγονότος, σα να ήταν όλα μια παραίσθηση, όλη η ζωή που με περιτριγύριζε κάτι ψεύτικο. Αυτές οι λέξεις, τα φιλοσοφικά νοήματα, η ανείπωτη μοναξιά for a lifetime που μου εγγυήθηκε ξανά ο Έλιοτ με το θεατρικό που στην πραγματικότητα δεν τιτλοφορείται Cocktail Party, αλλά Upadhammam Samuppada μου έχουν προκαλέσει προσωρινό σοκ, οπότε η καλλιτεχνική αποτίμησηθα έρθει εν ευθέτω χρόνω. δεν είναι άμεση, αλλά μέσα στα χρονικά περιθώρια του εικοσιτετραώρου.
Αν πάρω τα πράγματα με τη σειρά, το πρώτο που παρατήρησα είναι ότι ποτέ η σκηνή σε οποιονδήποτε από τους χώρους της Πειραιώς 260 δεν έμοιαζε τόσο ευρύχωρη και γαλήνια (απέπνεε, εννοώ, μια αίσθηση γαλήνης). Και ποτέ το σκηνικό, λέω με σιγουριά εκ των υστέρων, δεν ήταν τόσο παραπλανητικό. Όλο αυτό το λευκό, οι αρμονικές αψίδες, οι γυαλιστερές επιφάνειες και τα απαλά φώτα ήταν η απόλυτη αντίστιξη στο τρικυμισμένο εσωτερικό των ηρώων.
Ο κεντρικός χαρακτήρας, Λάζαρος Γεωργακόπουλος (που δεν κατάφερε να διώξει από πάνω του εντελώς τον Αμαλρίκ του Κλήρου του Μεσημεριού) βρίσκεται αιφνίδια εγκατελελειμένος από την επί πενταετία σύζυγό του και μέσα στον πανικό και την παραζάλη του δεν προλαβαίνει καλά-καλά να ακυρώσει το Κοκτέιλ Πάρτυ που είχαν οργανώσει για την ίδια μέρα. Κι ενώ κατά τη διάρκεια του πάρτυ η απουσία της Λαβίνια του φαίνεται ανεκτή, ίσως κάπως ενοχλητική τις στιγμές που αναγκάζεται να εφεύρει άρρωστες θείες για να κρατήσει τα προσχήματα, η συζήτηση με έναν άγνωστο καλεσμένο του πάρτυ θα ανασκαλέψει μια φούντωση, μια φλόγα που έχει μέσα στην καρδιά για τη γυναικούλα του και θα επιθυμήσει την επιστροφή της, την οποία, με τη σειρά της, η ερωμένη του απεύχεται. Οι ανακαλύψεις του εκείνη τη βραδιά δεν είναι αυτές όλες κι όλες, αφού μαθαίνει εκτός των άλλων ότι ένας προσφιλής του νεαρός πολιορκεί την ανωτέρω ερωμένη με την οποία ο ίδιος νόμιζε ότι έχει ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς, αλλά (με την οποία) δεν αισθάνεται, τελικά, ερωτευμένος.
Πόσα ν' αντέξει ένας άνθρωπος, λοιπόν, αλλά μακάρι να ήταν ένας. Γιατί, όλοι οι καλεσμένοι του πάρτυ έχουν κι από ένα πόνο, στον οποίο θα εντρυφήσουμε διεξοδικά. Η ερωμένη (Τριανταφυλλίδου), η σύζυγος (Σακελλαροπούλου), ο ερωτοχτυπημένος νέος (Πουλάκης), ακόμη και ο άγνωστος προσκεκλημένος-ψυχολόγου τους (Λεμπεσόπουλος) όσο λαμπεροί και άνετοι φαίνονται, τόσο αξιολύπητοι είναι κατά βάθος. Τα ερεβώδη συναισθηματικά κενά του ανθρώπου που καλύπτουν όλο το φάσμα, από την ανάγκη να αγαπάς και ν' αγαπιέσαι, να χρησιμοποιείς τις διαπροσωπικές σχέσεις ως κίνητρο για προσωπική εξέλιξη, μέχρι να ψάχνεις τη λύτρωση και τη βεβαιότητα, σκαλίζονται με αξίνα τις ωραίες προτάσεις, το σπινθηροβόλο κείμενο, τις πνευματώδεις στιχομυθίες. Κάποιον ενδέχεται να τον κουράσει, άλλον να τον μαρμαρώσει η επίδρασή του, λες και είδε το κεφάλι της Μέδουσας (όπως το γραφοντα). Κανένα δε γίνεται να τον αφήσει αδιάφορο, φρονώ.
Οι ερμηνείες ήταν πολύ καλές, με προσωπική μου αποκάλυψη τη Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου --στο Bank Bang σε ρόλο ταλαιπωρημένης μυστικής αστυνομικού και ανύπαντρης μητέρας ταυτόχρονα, δε μπόρεσε να με πείσει ούτε καν για το εντυπωσιακό παρουσιαστικό της . Εδώ, όντας η ενζενύ της παρέας κινείται από την έπαρση των νιάτων και της ομορφιάς της μέχρι την μετάνοια και την ταπείνωση, αρκετά πειστικά. Ο διεθνής πλέον Στέργιογλου με εξέπληξε επίσης, όντας τόσο διαφορετικός από παλιούς του ρόλους (από αυτή την αυστηρότητα που τον χαρακτηρίζει), που αναρωτιόσουν προς στιγμήν μην είναι άλλος. Πόσο ανακουφιστικό είναι να βλέπεις πως υπάρχουν ακόμη ηθοποιοί χωρίς ίχνος μανιέρας. Η Λυμπεροπούλου ήταν άψογη στο ρόλο της γεροντοκόρης που χώνει τη μύτη της παντού, μέχρι να μεταμορφωθεί σε θηλυκό Σέρλοκ Χολμς ή κάτι παρόμοιο, χωρίς να πρέπει να αφήσω απέξω έναν αξιοπρεπή Λεμπεσόπουλο, που λες και είχε γεννηθεί γι' αυτό το ρόλο, άλλωστε, του παντογνώστη και παντοδύναμου μυστηριώδους τύπου, που εδώ έχει την επιπλέον χαρά να κινεί τους υπόλοιπους χαρακτήρες σα μαριονέτες και να είναι κι από πάνω το alter ego του Ηρακλή, που φέρνει πίσω την Άλκηστη από τον Άδη πίσω στο δόλιο άντρα της.
Προλαβαίνει κανείς να το απολαύσει σήμερα ή αύριο, με τη βεβαιότητα ότι κάνει μια καλή επένδυση χρόνου και χρήματος --ξέρουμε δα ότι ο λόγος του Έλιοτ δεν ανεβαίνει και τόσο συχνά στη σκηνή.
Πέρα από τα πράγματι εντυπωσιακά εικαστικά στοιχεία, της παράστασης --από σκηνικά, φωτισμούς μέχρι κοστούμια και ορισμένες σκηνές με εξαίσια μουσική, όπως το ταμπλώ βιβάντ της έναρξης-- το κείμενο είναι κοφτερό μαχαίρι σαν εκείνο που κρατούσε ο Φούντας όταν επέμενε "Στέλλα, φύγε". Εγώ έμεινα, φορτώθηκα όλο το βάρος των λέξεων του Έλιοτ από τις εννιά μέχρι τις δώδεκα, και μετά, σα να είχα πιει το αμίλητο νερό, μπήκα στο εξυπηρετικό λεωφορείο του Φεστιβάλ που μας πήγε από Χαμοστέρνας στο Σύνταγμα, μπροστά στο περίπτερο που πουλάει Fox's chunkie και πήρα ένα πακέτο που το καταβρόχθισα στο πι και φι χωρίς να έχω ιδιαίτερη συναίσθηση του γεγονότος, σα να ήταν όλα μια παραίσθηση, όλη η ζωή που με περιτριγύριζε κάτι ψεύτικο. Αυτές οι λέξεις, τα φιλοσοφικά νοήματα, η ανείπωτη μοναξιά for a lifetime που μου εγγυήθηκε ξανά ο Έλιοτ με το θεατρικό που στην πραγματικότητα δεν τιτλοφορείται Cocktail Party, αλλά Upadhammam Samuppada μου έχουν προκαλέσει προσωρινό σοκ, οπότε η καλλιτεχνική αποτίμηση
Αν πάρω τα πράγματα με τη σειρά, το πρώτο που παρατήρησα είναι ότι ποτέ η σκηνή σε οποιονδήποτε από τους χώρους της Πειραιώς 260 δεν έμοιαζε τόσο ευρύχωρη και γαλήνια (απέπνεε, εννοώ, μια αίσθηση γαλήνης). Και ποτέ το σκηνικό, λέω με σιγουριά εκ των υστέρων, δεν ήταν τόσο παραπλανητικό. Όλο αυτό το λευκό, οι αρμονικές αψίδες, οι γυαλιστερές επιφάνειες και τα απαλά φώτα ήταν η απόλυτη αντίστιξη στο τρικυμισμένο εσωτερικό των ηρώων.
Ο κεντρικός χαρακτήρας, Λάζαρος Γεωργακόπουλος (που δεν κατάφερε να διώξει από πάνω του εντελώς τον Αμαλρίκ του Κλήρου του Μεσημεριού) βρίσκεται αιφνίδια εγκατελελειμένος από την επί πενταετία σύζυγό του και μέσα στον πανικό και την παραζάλη του δεν προλαβαίνει καλά-καλά να ακυρώσει το Κοκτέιλ Πάρτυ που είχαν οργανώσει για την ίδια μέρα. Κι ενώ κατά τη διάρκεια του πάρτυ η απουσία της Λαβίνια του φαίνεται ανεκτή, ίσως κάπως ενοχλητική τις στιγμές που αναγκάζεται να εφεύρει άρρωστες θείες για να κρατήσει τα προσχήματα, η συζήτηση με έναν άγνωστο καλεσμένο του πάρτυ θα ανασκαλέψει μια φούντωση, μια φλόγα που έχει μέσα στην καρδιά για τη γυναικούλα του και θα επιθυμήσει την επιστροφή της, την οποία, με τη σειρά της, η ερωμένη του απεύχεται. Οι ανακαλύψεις του εκείνη τη βραδιά δεν είναι αυτές όλες κι όλες, αφού μαθαίνει εκτός των άλλων ότι ένας προσφιλής του νεαρός πολιορκεί την ανωτέρω ερωμένη με την οποία ο ίδιος νόμιζε ότι έχει ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς, αλλά (με την οποία) δεν αισθάνεται, τελικά, ερωτευμένος.
Πόσα ν' αντέξει ένας άνθρωπος, λοιπόν, αλλά μακάρι να ήταν ένας. Γιατί, όλοι οι καλεσμένοι του πάρτυ έχουν κι από ένα πόνο, στον οποίο θα εντρυφήσουμε διεξοδικά. Η ερωμένη (Τριανταφυλλίδου), η σύζυγος (Σακελλαροπούλου), ο ερωτοχτυπημένος νέος (Πουλάκης), ακόμη και ο άγνωστος προσκεκλημένος-ψυχολόγου τους (Λεμπεσόπουλος) όσο λαμπεροί και άνετοι φαίνονται, τόσο αξιολύπητοι είναι κατά βάθος. Τα ερεβώδη συναισθηματικά κενά του ανθρώπου που καλύπτουν όλο το φάσμα, από την ανάγκη να αγαπάς και ν' αγαπιέσαι, να χρησιμοποιείς τις διαπροσωπικές σχέσεις ως κίνητρο για προσωπική εξέλιξη, μέχρι να ψάχνεις τη λύτρωση και τη βεβαιότητα, σκαλίζονται με αξίνα τις ωραίες προτάσεις, το σπινθηροβόλο κείμενο, τις πνευματώδεις στιχομυθίες. Κάποιον ενδέχεται να τον κουράσει, άλλον να τον μαρμαρώσει η επίδρασή του, λες και είδε το κεφάλι της Μέδουσας (όπως το γραφοντα). Κανένα δε γίνεται να τον αφήσει αδιάφορο, φρονώ.
Οι ερμηνείες ήταν πολύ καλές, με προσωπική μου αποκάλυψη τη Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου --στο Bank Bang σε ρόλο ταλαιπωρημένης μυστικής αστυνομικού και ανύπαντρης μητέρας ταυτόχρονα, δε μπόρεσε να με πείσει ούτε καν για το εντυπωσιακό παρουσιαστικό της . Εδώ, όντας η ενζενύ της παρέας κινείται από την έπαρση των νιάτων και της ομορφιάς της μέχρι την μετάνοια και την ταπείνωση, αρκετά πειστικά. Ο διεθνής πλέον Στέργιογλου με εξέπληξε επίσης, όντας τόσο διαφορετικός από παλιούς του ρόλους (από αυτή την αυστηρότητα που τον χαρακτηρίζει), που αναρωτιόσουν προς στιγμήν μην είναι άλλος. Πόσο ανακουφιστικό είναι να βλέπεις πως υπάρχουν ακόμη ηθοποιοί χωρίς ίχνος μανιέρας. Η Λυμπεροπούλου ήταν άψογη στο ρόλο της γεροντοκόρης που χώνει τη μύτη της παντού, μέχρι να μεταμορφωθεί σε θηλυκό Σέρλοκ Χολμς ή κάτι παρόμοιο, χωρίς να πρέπει να αφήσω απέξω έναν αξιοπρεπή Λεμπεσόπουλο, που λες και είχε γεννηθεί γι' αυτό το ρόλο, άλλωστε, του παντογνώστη και παντοδύναμου μυστηριώδους τύπου, που εδώ έχει την επιπλέον χαρά να κινεί τους υπόλοιπους χαρακτήρες σα μαριονέτες και να είναι κι από πάνω το alter ego του Ηρακλή, που φέρνει πίσω την Άλκηστη από τον Άδη πίσω στο δόλιο άντρα της.
Προλαβαίνει κανείς να το απολαύσει σήμερα ή αύριο, με τη βεβαιότητα ότι κάνει μια καλή επένδυση χρόνου και χρήματος --ξέρουμε δα ότι ο λόγος του Έλιοτ δεν ανεβαίνει και τόσο συχνά στη σκηνή.
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Βαρβάρα Μαυρομάτη
Σκηνικά: Μανόλης Παντελιδάκης
Κοστούμια: Νίκος Χαρλαύτης, Μανόλης Παντελιδάκης
Μουσική: K BΗΤΑ
Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Κατασκευή Σκηνικού: Παναγιώτης Λαζαρίδης
Ζωγραφική Επεξεργασία: Φρέντυ Γκίζας
Έπιπλα: Mexil
Κατασκευή Γυναικείων Κουστουμιών: Ευαγγελία Πανωλιάσκου
Παίζουν: Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Άρης Λεμπεσόπουλος, Μάγια Λυμπεροπούλου, Όμηρος Πουλάκης, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, Χρήστος Στέργιογλου, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου
Ελληνικό Φεστιβάλ
Πειραιώς 260, Χώρος Δ, 210 32 72 000, 16 - 18 Ιουνίου 2009, 21:00
5 σχόλια:
δεν τα κατάφερα να πάω...κρίμα.
Μια υπέροχη παράσταση με ένα "ακίνδυνο" κείμενο που σε κάνει γυαλιά και κομμάτια
Προλαβαίνεις!
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των πολύ καλών ηθοποιών -Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Μάγια Λυμπεροπούλου, Αρης Λεμπεσόπουλος, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, Χρήστος Στέργιογλου- δυστυχώς το έργο δε με κέρδισε. Νομίζω η παράσταση κούραζε με την πολύωρη διάρκειά της και φλέρταρε συχνά με την πλήξη παρά το σπουδαίο λόγο του μεγάλου Έλιοτ.
Έλειπε μια πιο τολμηρή σκηνοθετική πρόταση που θα έδινε στο κείμενο σπίθα δυναμιτίζοντάς το και κάνοντάς το να μας αφορά αμεσότερα. Άλλωστε το θέμα της υποκρισίας των ανθρωπίνων σχέσεων έχουν αναλύσει πολλά θεατρικά έργα οπότε νομίζω ότι ένα κείμενο γραμμένο το 1949 ηθελε κάτι παραπάνω από ένα εικαστικά άρτιο αλλά συντηρητικό ανέβασμα αλά μπουλβάρ...
Συμφωνώ ότι το ανέβασμα ήταν κάπως συντηρητικό ως πρόταση, αλλά το θεωρώ απαραίτητο για ένα τόσο βαρύ και μακρόσυρτο κείμενο. Θα έλεγα ότι το αλάφρυνε κάπως.
Δημοσίευση σχολίου