Δεν είναι πρώτη φορά που ο κινηματογράφος δίνει τροφή και έμπνευση στο θέατρο, όσο κι αν παλιότερα γινόταν μάλλον το αντίστροφο. Ένας από τους καλύτερους ρόλους του Kevin Bacon ως παιδόφιλος που παλεύει να απαλλαγεί από την επιθυμία στο The Woodsman θα ήταν κρίμα να μείνει ανεκμετάλλευτος από το θέατρο που αρέσκεται τόσο σε εσωτερικές φουρτούνες και δράματα. Η παραπάνω θα ήταν η εισαγωγή που περιμένατε, όμως τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Η ιστορία πάει κάπως έτσι: ο Steven Fechter έγραψε το θεατρικό έργο The Woodsman το 2000 για το The Actors Studio Free Theater, NYC. Τέσσερα χρόνια μετά η Nicole Kassell γυρίζει την κινηματογραφική μεταφορά σκηνοθετώντας τον Bacon στη μεγάλη οθόνη. Ύστερα από την επιτυχία της ταινίας, τη σκυτάλη παίρνουν ξανά ανεξάρτητα θέατρα σε κάθε πλευρά του Ατλαντικού (στο Βανκούβερ
πρώτα, στο Λονδίνο μόλις τώρα) και ανεβάζουν το θεατρικό που αποτέλεσε την πρώτη ύλη για την ταινία, τώρα όμως με την απαραίτητη βούλα της επιτυχίας.
Δεν έχω υπ' όψιν μου το αρχικό θεατρικό κείμενο, άλλωστε μάλλον ελάχιστοι το έχουν, γιατί, όπως μας ενημερώνει ο ίδιος ο Βασίλης Χριστοφιλάκης: "στην ουσία, δεν υπάρχει θεατρικό έργο, αφού αυτό που έγραψε ο Fechter το 2000 δεν ανέβηκε, ούτε εκδόθηκε ποτέ (οι λόγοι είχαν να κάνουν κυρίως με την αντιμετώπιση των αμερικανών στο θέμα της παιδοφιλίας). Τελικά, δύο χρόνια μετά βρήκε τον τρόπο να το κάνει ταινία, οπότε ξανάγραψε το σενάριο μαζί με τη σκηνοθέτρια." Ο ίδιος ο Χριστοφιλάκης βασίστηκε εξολοκλήρου στο σενάριο της ταινίας και έβγαλε ένα δικό του θεατρικό σκελετό, και μάλιστα τα δικαιώματα της διασκευής που έχει υπογράψει έχουν τον όρο το θεατρικό να είναι "εμπνευσμένο" και όχι "βασισμένο" στην ταινία --αν αυτό φωτίζει κάπως τα πράγματα σ' αυτή τη μπερδεμένη ιστορία για το θεατρικό-φάντασμα.
Το καστ είναι πολυσυλλεκτικό και εκ πρώτης όψεως περίεργο. Ο Κώστας Καζανάς, που τελευταία τον βλέπουμε κυρίως στο θέατρο, η Κωνσταντίνα Μιχαήλ που άφησε ιστορία με την ανάλαφρη τηλεοπτική περσόνα της και ο Σταύρος Σιούλης που συναντήσαμε μόλις περυσι, ως μανιακό κατά συρροήν δολοφόνο στο Inoubliable. Είχαμε, για του λόγου το αληθές, μια αγωνία για το πως μπορεί να συνδυαστεί το εκ διαμέτρου αντίθετο επαγγελματικό παρελθόν τους επί σκηνής.
Η παράσταση βασίζεται στην αγαπημένη για το Χριστοφιλάκη σκηνική λιτότητα --ένας αφαιρετικός και αχανής σκηνικός χώρος γίνεται σπίτι, εργοστάσιο, δρόμος, παιδική χαρά, δάσος και ό,τι άλλο χρειαστεί-- και στη σκηνική ένταση ανάμεσα στους χαρακτήρες. Και, πρωταρχικά, στην ένταση της πάλης των συναισθημάτων και των "θέλω" του πρωταγωνιστή του Κυνηγού. Όπως στο παραμύθι της Κοκινοσκουφίτσας ο κυνηγός σώζει το κοριτσάκι από τον κακό λύκο, έτσι κι εδώ, τελικά, ο καταδικασμένος για το παράπτωμά του παιδόφιλος βγαίνει νικητής στην πάλη με το κακό και καταφέρνει να διώξει το λύκο από μέσα του και να μείνει "καθαρός", ένας σωτήρας κυνηγός.
Η ορολογία για το καλό και το κακό είναι εκ των πραγμάτων παρωχημένη και θυμίζει αμαρτίες και αυστηρούς θρησκευτικούς περιορισμούς, όμως αυτό συμβαίνει τυχαία και παρά τη θέλησή μου. Το θεατρικό η εσωτερική πάλη του ήρωα παίρνει μια διάσταση εντελώς προσωπική, είναι ένα στοίχημα που πρέπει να κερδίσει ή να χάσει, το στοίχημα της επανένταξης και της "κανονικότητας", όχι της εκατέρωθεν επιβεβλημένης, αλλά της ποθητής από τον ίδιο, από το "καλό που υπάρχει μέσα του."
Αρκετά όμως με τις παραφιλολογίες, η ουσία είναι ότι οι αντιθέσεις του καστ λειτούργησαν λυτρωτικά. Η Μιχαήλ είναι ήρεμη δύναμη, τελικά, και έχει απλόχερα τα μέσα για να μπαινοβγαίνει σε ρόλους δύσκολους σαν αυτόν εδώ, μιας γοητευτικής μοναχικής μεσήλικης που δεν το βάζει στα πόδια όταν μαθαίνει το σκοτεινό μυστικό του νέου εραστή της (σκέφτομαι, επίσης, ότι η σχετική ομοιότητά της με την Kyra Sedgwick, την πρώτη διδάξασα, ίσως ήταν ο αρχικός λόγος που της έδωσε αυτό το ρόλο). Ο Σιούλης που κρατάει το βάρος όλων των δευτερευόντων ρόλων, αυτόν του δογματικού αστυνομικού, του ψυχαναλυτή και του γαμπρού του Γουώλτερ και χωρίς καν τη βοήθεια της αλλαγής κοστουμιού και μακιγιάζ, αλλά μόνο λεπτομερειών στα αξεσουάρ, γίνεται ένα με τον εκάστοτε ρόλο στη στιγμή, τόσο, που κανείς δεν αισθάνθηκε την έλλειψη περισσότερων ηθοποιών, έναν για κάθε ρόλο. Η Νάντια Περιστεροπούλου ήταν μια αποκάλυψη (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Όχι μόνο το φυζίκ της ταιριάζει με το ρόλο του ανήλικου κοριτσιού, αλλά κάτι στο τρομαγμένο, επιφυλακτικό ύφος της και τη μόνιμα αδιόρατα αμυντική στάση του σώματός της μας δίνει την πιο συγκινητική σκηνή του θεατρικού. Ένα παγκάκι μακρυά απ' όλους χαμένο στο δάσος, ένα κοριτσάκι με κόκκινο παλτό και κυάλια παρατηρεί τα πουλιά και ένας παιδόφιλος. Πιθανότητες θετικής κατάληξης σχεδόν μηδενικές.
Εγώ θα αποφύγω να σας πω τι θα συμβεί, θα τονίσω όμως ότι το σασπένς έφτασε στο απόγειό του. Κλάψαμε, βγάλαμε χατρομάντηλα, πήραμε βαθιά ανάσα και συγχαρήκαμε τη Νάντια και τον Κώστα Καζανά για μια τόσο έντονη στιγμή που θα λάμπει για καιρό στο συφερτό των θεατρικών εξορμήσεών μας. Όχι ότι ξεχάσαμε να συγχαρούμε το σκηνοθέτη, που φέτος άφησε το μαύρο χιούμορ κατά μέρος και έδωσε πνοή στη λέξη "ανθρώπινο".
πρώτα, στο Λονδίνο μόλις τώρα) και ανεβάζουν το θεατρικό που αποτέλεσε την πρώτη ύλη για την ταινία, τώρα όμως με την απαραίτητη βούλα της επιτυχίας.
Δεν έχω υπ' όψιν μου το αρχικό θεατρικό κείμενο, άλλωστε μάλλον ελάχιστοι το έχουν, γιατί, όπως μας ενημερώνει ο ίδιος ο Βασίλης Χριστοφιλάκης: "στην ουσία, δεν υπάρχει θεατρικό έργο, αφού αυτό που έγραψε ο Fechter το 2000 δεν ανέβηκε, ούτε εκδόθηκε ποτέ (οι λόγοι είχαν να κάνουν κυρίως με την αντιμετώπιση των αμερικανών στο θέμα της παιδοφιλίας). Τελικά, δύο χρόνια μετά βρήκε τον τρόπο να το κάνει ταινία, οπότε ξανάγραψε το σενάριο μαζί με τη σκηνοθέτρια." Ο ίδιος ο Χριστοφιλάκης βασίστηκε εξολοκλήρου στο σενάριο της ταινίας και έβγαλε ένα δικό του θεατρικό σκελετό, και μάλιστα τα δικαιώματα της διασκευής που έχει υπογράψει έχουν τον όρο το θεατρικό να είναι "εμπνευσμένο" και όχι "βασισμένο" στην ταινία --αν αυτό φωτίζει κάπως τα πράγματα σ' αυτή τη μπερδεμένη ιστορία για το θεατρικό-φάντασμα.
Το καστ είναι πολυσυλλεκτικό και εκ πρώτης όψεως περίεργο. Ο Κώστας Καζανάς, που τελευταία τον βλέπουμε κυρίως στο θέατρο, η Κωνσταντίνα Μιχαήλ που άφησε ιστορία με την ανάλαφρη τηλεοπτική περσόνα της και ο Σταύρος Σιούλης που συναντήσαμε μόλις περυσι, ως μανιακό κατά συρροήν δολοφόνο στο Inoubliable. Είχαμε, για του λόγου το αληθές, μια αγωνία για το πως μπορεί να συνδυαστεί το εκ διαμέτρου αντίθετο επαγγελματικό παρελθόν τους επί σκηνής.
Η παράσταση βασίζεται στην αγαπημένη για το Χριστοφιλάκη σκηνική λιτότητα --ένας αφαιρετικός και αχανής σκηνικός χώρος γίνεται σπίτι, εργοστάσιο, δρόμος, παιδική χαρά, δάσος και ό,τι άλλο χρειαστεί-- και στη σκηνική ένταση ανάμεσα στους χαρακτήρες. Και, πρωταρχικά, στην ένταση της πάλης των συναισθημάτων και των "θέλω" του πρωταγωνιστή του Κυνηγού. Όπως στο παραμύθι της Κοκινοσκουφίτσας ο κυνηγός σώζει το κοριτσάκι από τον κακό λύκο, έτσι κι εδώ, τελικά, ο καταδικασμένος για το παράπτωμά του παιδόφιλος βγαίνει νικητής στην πάλη με το κακό και καταφέρνει να διώξει το λύκο από μέσα του και να μείνει "καθαρός", ένας σωτήρας κυνηγός.
Η ορολογία για το καλό και το κακό είναι εκ των πραγμάτων παρωχημένη και θυμίζει αμαρτίες και αυστηρούς θρησκευτικούς περιορισμούς, όμως αυτό συμβαίνει τυχαία και παρά τη θέλησή μου. Το θεατρικό η εσωτερική πάλη του ήρωα παίρνει μια διάσταση εντελώς προσωπική, είναι ένα στοίχημα που πρέπει να κερδίσει ή να χάσει, το στοίχημα της επανένταξης και της "κανονικότητας", όχι της εκατέρωθεν επιβεβλημένης, αλλά της ποθητής από τον ίδιο, από το "καλό που υπάρχει μέσα του."
Αρκετά όμως με τις παραφιλολογίες, η ουσία είναι ότι οι αντιθέσεις του καστ λειτούργησαν λυτρωτικά. Η Μιχαήλ είναι ήρεμη δύναμη, τελικά, και έχει απλόχερα τα μέσα για να μπαινοβγαίνει σε ρόλους δύσκολους σαν αυτόν εδώ, μιας γοητευτικής μοναχικής μεσήλικης που δεν το βάζει στα πόδια όταν μαθαίνει το σκοτεινό μυστικό του νέου εραστή της (σκέφτομαι, επίσης, ότι η σχετική ομοιότητά της με την Kyra Sedgwick, την πρώτη διδάξασα, ίσως ήταν ο αρχικός λόγος που της έδωσε αυτό το ρόλο). Ο Σιούλης που κρατάει το βάρος όλων των δευτερευόντων ρόλων, αυτόν του δογματικού αστυνομικού, του ψυχαναλυτή και του γαμπρού του Γουώλτερ και χωρίς καν τη βοήθεια της αλλαγής κοστουμιού και μακιγιάζ, αλλά μόνο λεπτομερειών στα αξεσουάρ, γίνεται ένα με τον εκάστοτε ρόλο στη στιγμή, τόσο, που κανείς δεν αισθάνθηκε την έλλειψη περισσότερων ηθοποιών, έναν για κάθε ρόλο. Η Νάντια Περιστεροπούλου ήταν μια αποκάλυψη (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Όχι μόνο το φυζίκ της ταιριάζει με το ρόλο του ανήλικου κοριτσιού, αλλά κάτι στο τρομαγμένο, επιφυλακτικό ύφος της και τη μόνιμα αδιόρατα αμυντική στάση του σώματός της μας δίνει την πιο συγκινητική σκηνή του θεατρικού. Ένα παγκάκι μακρυά απ' όλους χαμένο στο δάσος, ένα κοριτσάκι με κόκκινο παλτό και κυάλια παρατηρεί τα πουλιά και ένας παιδόφιλος. Πιθανότητες θετικής κατάληξης σχεδόν μηδενικές.
Εγώ θα αποφύγω να σας πω τι θα συμβεί, θα τονίσω όμως ότι το σασπένς έφτασε στο απόγειό του. Κλάψαμε, βγάλαμε χατρομάντηλα, πήραμε βαθιά ανάσα και συγχαρήκαμε τη Νάντια και τον Κώστα Καζανά για μια τόσο έντονη στιγμή που θα λάμπει για καιρό στο συφερτό των θεατρικών εξορμήσεών μας. Όχι ότι ξεχάσαμε να συγχαρούμε το σκηνοθέτη, που φέτος άφησε το μαύρο χιούμορ κατά μέρος και έδωσε πνοή στη λέξη "ανθρώπινο".
Σύλληψη - Σκηνοθεσία: Βασίλης Χριστοφιλάκης
Σκηνικά: Γιάννης Στεφανάκις
Κοστούμια: Μαρία Παπαδοπούλου
Φωτισμοί: Γιώργος Φακούρας
Φωτογραφίες: Πέτρος Αλατζάς
Βοηθός Σκηνοθέτη: Άννα Τσαπάρα
Μουσική Επιμέλεια: Βασίλης Χριστοφιλάκης
Παίζουν: Κώστας Καζανάς, Κωνσταντίνα Μιχαήλ, Σταύρος Σιούλης, Νάντια Περιστεροπούλου
Θέατρο Πορεία
Τρικόρφων 3-5 και 3ης Σεπτεμβρίου 69, Πλατεία Βικτωρίας, 210 8210991
2 σχόλια:
Τα ειλικρινή μου συγχαρητήρια για το μπλογκ!
Ευχαριστούμε!
Δημοσίευση σχολίου