του Διαμαντή Γκιζιώτη
Βασικά, χρονιάρες μέρες ο κόσμος δεν έχει το νου του στο θέατρο. Ίσως όχι στο εναλλακτικό θέατρο, τουλάχιστον, το κοινό αυτού του τύπου θεάτρου αγοράζει ρούχα και αρώματα για να φορέσει στο πρωτοχρονιάτικο ξεφάντωμα. Το γερασμένο ή αειθαλές οικογενειακό κοινό παραστάσεων τύπου Ξενόπουλου, φαντάζομαι ότι είναι ακμαιότερο αυτές τις μέρες, φοράει μάλιστα και τα καλά του, που μεταφράζονται σε ακριβά γουναρικά και κώμη με όγκο μέχρι το ταβάνι και γιορτινή μες.
Όμως, παρεκτρέπομαι, γιατί εγώ είμαι με το άλλο κοινό που ήταν χτες μετρημένο στα δάχτυλα και έτοιμο να αφεθεί για ακόμη μια φορά από τη διακριτική γοητεία του Γρηγόρη Χατζάκη και των ηθοποιών του. Που τελικά, σηκώνουν στους εύθραυστους ώμους τους μεγάλο μέρος της επιτυχίας της παράστασης, γιατί, δεν αρνούμαι μεν ότι το concept έχει ύψιστη σημασία, αλλά τι θα ήταν το concept με κακή εκτέλεση; Ένα μάτσο άσκοπα σούρτα-φέρτα επάνω σε μια κρύα σκηνή.
Ένα δωμάτιο του Κτηρίου στη Σαρρή είναι ο πραγματικός τόπος. Η εποχή των γουρουνιών είναι ο χρόνος, που είτε πέρασε, είτε θα έρθει σύντομα. Μπορεί, μάλιστα, να 'ναι ήδη εδώ. Η εποχή της φτώχιας και της απληστίας, της μισής αγάπης, της αποκτήνωσης. "Μα, αυτός ο κόσμος γεμίζει γουρούνια σιγά-σιγά", λέει η Γκρέτελ στο Χάνσελ και ο Tareq μιξάρει μουσικές στη μέση της αίθουσας για να χαλάει τη θεατρική ψευδαίσθηση, γιατί η ψευδαίσθηση σε κάνει να ξεχνιέσαι μέσα στα σκοτάδια, αλλά εδώ πρέπει να είσαι σε εγρήγορση. Πρέπει να δεις δυο μικρά παιδάκια να παίζουν σχεδόν νηστικά στις γουρονογειτονιές, τη μαμά τους να θέλει να τα ξεφορτωθεί και το μπαμπά τους να είναι λίγο αποβλακωμένος για να φέρει αντιρρήσεις. Πρέπει να δεις, να κάνεις προσπάθεια να δεις ανάμεσα σε δεκάδες μισο-ανεβασμένα, μισό-κλειστα στόρια αυτό που σου δείχνουν δυο σώματα που έχουν ένα πρόσωπο μόνιμα θλιμμένο, βαμμένο με μια επίμονη θλίψη όπως αυτή του Αρλεκίνου. Ακόμη κι όταν γελούν, δεν το κάνουν με την καρδιά τους για να μην αφήσουν ούτε κι εμάς να ξεστρατίσουμε και χαθούμε στο πυκνό δάσος της απερίσκεπτης ανεμελιάς.
Το κείμενο του Γκριτζιώτη εμπνευσμένο από το παραμύθι των αδερφών Γκριμ είναι παραδόξως καλό και αρκετά βαθύ στην σχηματικότητά του. Τα δυο αδέρφια δεν αιχμαλωτίζονται πια από την κακιά μάγισσα (Lady Gaga σε πρόσφατο reprise της Vogue) και το ζαχαρένιο σπίτι έχει αλλάξει ελαφρά μορφή, αλλά το ηθικό δίδαγμα παραμένει το ίδιο: έσω εν εγρηγόρσει, μην πλανεύεσαι από τις μυρωδιές, τις γεύσεις και τα χρώματα, μην αποκοιμιέσαι. Τη ζωή που σου δόθηκε πρέπει να τη ζήσεις όσο καλύτερα μπορείς με σώμα ελεύθερο και νου ελεύθερο.
Η σκηνοθεσία είναι αξιοπρεπής με τα δώρα-εκπλήξεις στον πάτο του παγωτού, στα οποία μας συνηθίζει ο Χατζάκης, όπως το γερμανόφωνο αχταρμά-μυστική συνταγή του εκλεκτού εστιατορίου και τον τεμαχισμό της παιδικής κούκλας (αουτς). Όμως κατά γενική ομολογία το δυνατότερο σημείο της παράστασης είναι οι ερμηνευτές της: δύο μόνο ακούραστοι ηθοποιοί, ο Χάρης Αττώνης και η Φανή Σπυριδάκη γίνονται η ψυχή της ιστορίας και αλλάζουν ρόλους πριν πεις κύμινο για να τους προλάβουν όλους. Αεικίνητοι, περιγραφικοί, εκφραστικοί, κάνουν κατάληψη στην καρδιά μας για όλη την υπόλοιπη νύχτα. Και για την επόμενη παράσταση.
Κείμενο: Διαμαντής Γκιζιώτης
Σκηνοθεσία-Σκηνογραφία: Γρηγόρης Χατζάκης
(Τα σκηνικά βασίζονται σε μία ιδέα των Δ. Βαρβαντάκη και Γρ. Χατζάκη)
Επιμέλεια Κίνησης: Φρόσω Κορρού
Μουσική: Χρίστος Θεοδώρου
Ηλεκτρονική επεξεργασία/μίξη: Tareq Souleiman
Βοηθός Σκηνοθέτης: Δημήτρης Βαρβαντάκης
Παίζουν: Χάρης Αττώνης, Φανή Σπυριδάκη
ΚΤΗΡΙΟ
Αριστοφάνους 19 & Σαρρή, Ψυρρή, Αθήνα
Επειδή αυτά τα δύο posts ανήκουν δικαιωματικά στο 2009, θα κάνω την υπέρτατη προσπάθεια να ακολουθήσω κατά πόδας το νήμα της σκέψης μου εδώ και τώρα, αυτό το λίγο που απομένει πριν το έτος εκπνεύσει. Θα το κάνω, για χάρη του Χάρη και της Φανής που έπαιξαν χθες μόνο για μένα. Εεε, και για μερικούς ακόμη.
Βασικά, χρονιάρες μέρες ο κόσμος δεν έχει το νου του στο θέατρο. Ίσως όχι στο εναλλακτικό θέατρο, τουλάχιστον, το κοινό αυτού του τύπου θεάτρου αγοράζει ρούχα και αρώματα για να φορέσει στο πρωτοχρονιάτικο ξεφάντωμα. Το γερασμένο ή αειθαλές οικογενειακό κοινό παραστάσεων τύπου Ξενόπουλου, φαντάζομαι ότι είναι ακμαιότερο αυτές τις μέρες, φοράει μάλιστα και τα καλά του, που μεταφράζονται σε ακριβά γουναρικά και κώμη με όγκο μέχρι το ταβάνι και γιορτινή μες.
Όμως, παρεκτρέπομαι, γιατί εγώ είμαι με το άλλο κοινό που ήταν χτες μετρημένο στα δάχτυλα και έτοιμο να αφεθεί για ακόμη μια φορά από τη διακριτική γοητεία του Γρηγόρη Χατζάκη και των ηθοποιών του. Που τελικά, σηκώνουν στους εύθραυστους ώμους τους μεγάλο μέρος της επιτυχίας της παράστασης, γιατί, δεν αρνούμαι μεν ότι το concept έχει ύψιστη σημασία, αλλά τι θα ήταν το concept με κακή εκτέλεση; Ένα μάτσο άσκοπα σούρτα-φέρτα επάνω σε μια κρύα σκηνή.
Ένα δωμάτιο του Κτηρίου στη Σαρρή είναι ο πραγματικός τόπος. Η εποχή των γουρουνιών είναι ο χρόνος, που είτε πέρασε, είτε θα έρθει σύντομα. Μπορεί, μάλιστα, να 'ναι ήδη εδώ. Η εποχή της φτώχιας και της απληστίας, της μισής αγάπης, της αποκτήνωσης. "Μα, αυτός ο κόσμος γεμίζει γουρούνια σιγά-σιγά", λέει η Γκρέτελ στο Χάνσελ και ο Tareq μιξάρει μουσικές στη μέση της αίθουσας για να χαλάει τη θεατρική ψευδαίσθηση, γιατί η ψευδαίσθηση σε κάνει να ξεχνιέσαι μέσα στα σκοτάδια, αλλά εδώ πρέπει να είσαι σε εγρήγορση. Πρέπει να δεις δυο μικρά παιδάκια να παίζουν σχεδόν νηστικά στις γουρονογειτονιές, τη μαμά τους να θέλει να τα ξεφορτωθεί και το μπαμπά τους να είναι λίγο αποβλακωμένος για να φέρει αντιρρήσεις. Πρέπει να δεις, να κάνεις προσπάθεια να δεις ανάμεσα σε δεκάδες μισο-ανεβασμένα, μισό-κλειστα στόρια αυτό που σου δείχνουν δυο σώματα που έχουν ένα πρόσωπο μόνιμα θλιμμένο, βαμμένο με μια επίμονη θλίψη όπως αυτή του Αρλεκίνου. Ακόμη κι όταν γελούν, δεν το κάνουν με την καρδιά τους για να μην αφήσουν ούτε κι εμάς να ξεστρατίσουμε και χαθούμε στο πυκνό δάσος της απερίσκεπτης ανεμελιάς.
Το κείμενο του Γκριτζιώτη εμπνευσμένο από το παραμύθι των αδερφών Γκριμ είναι παραδόξως καλό και αρκετά βαθύ στην σχηματικότητά του. Τα δυο αδέρφια δεν αιχμαλωτίζονται πια από την κακιά μάγισσα (Lady Gaga σε πρόσφατο reprise της Vogue) και το ζαχαρένιο σπίτι έχει αλλάξει ελαφρά μορφή, αλλά το ηθικό δίδαγμα παραμένει το ίδιο: έσω εν εγρηγόρσει, μην πλανεύεσαι από τις μυρωδιές, τις γεύσεις και τα χρώματα, μην αποκοιμιέσαι. Τη ζωή που σου δόθηκε πρέπει να τη ζήσεις όσο καλύτερα μπορείς με σώμα ελεύθερο και νου ελεύθερο.
Η σκηνοθεσία είναι αξιοπρεπής με τα δώρα-εκπλήξεις στον πάτο του παγωτού, στα οποία μας συνηθίζει ο Χατζάκης, όπως το γερμανόφωνο αχταρμά-μυστική συνταγή του εκλεκτού εστιατορίου και τον τεμαχισμό της παιδικής κούκλας (αουτς). Όμως κατά γενική ομολογία το δυνατότερο σημείο της παράστασης είναι οι ερμηνευτές της: δύο μόνο ακούραστοι ηθοποιοί, ο Χάρης Αττώνης και η Φανή Σπυριδάκη γίνονται η ψυχή της ιστορίας και αλλάζουν ρόλους πριν πεις κύμινο για να τους προλάβουν όλους. Αεικίνητοι, περιγραφικοί, εκφραστικοί, κάνουν κατάληψη στην καρδιά μας για όλη την υπόλοιπη νύχτα. Και για την επόμενη παράσταση.
Κείμενο: Διαμαντής Γκιζιώτης
Σκηνοθεσία-Σκηνογραφία: Γρηγόρης Χατζάκης
(Τα σκηνικά βασίζονται σε μία ιδέα των Δ. Βαρβαντάκη και Γρ. Χατζάκη)
Επιμέλεια Κίνησης: Φρόσω Κορρού
Μουσική: Χρίστος Θεοδώρου
Ηλεκτρονική επεξεργασία/μίξη: Tareq Souleiman
Βοηθός Σκηνοθέτης: Δημήτρης Βαρβαντάκης
Παίζουν: Χάρης Αττώνης, Φανή Σπυριδάκη
ΚΤΗΡΙΟ
Αριστοφάνους 19 & Σαρρή, Ψυρρή, Αθήνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου