Σελίδες

7/4/08

Χιόνια πολλά κι ευτυχισμένος ο καινούργιος κόσμος

της Ευγενίας Μαραγκού

Η Ευγενία Μαραγκού, ακούραστη θεραπαινίδα της θεατρικής τέχνης (γράφει, παίζει, διευκολύνει την επικοινωνία μας κι ένας θεός ξέρει τι άλλο ακόμη) έγραψε το πρώτο της θεατρικό δέκα χρόνια πριν και το ανέβασε σε ένα θέατρο κάπου στο Γκάζι. Φέτος τα Χιόνια πολλά κι ευτυχισμένος ο καινούργιος κόσμος κατακλύζουν ξανά την ανοιξιάτικη Αθήνα από την ομάδα Κασκαντέρ για να κατακτήσουν και το νεότερο κοινό.

Άλλη μια γυναίκα, η επίσης πολυπράγμων Esther Andre Gonzalez προσεγγίζει σκηνοθετικά το χιουμοριστικό κείμενο με κέφι και φουτουριστική διάθεση. Το πλαστικό του σκηνικού, οι ζωηρόχρωμες βιντεοπροβολές και οι ηλεκτρονικοί ήχοι μας μεταφέρουν χωρίς δυσκολία στο μακρινό ή επικίνδυνα κοντινό μέλλον. Όταν το κλίμα έχει γίνει τόσο ασταθές όσο η διάθεση των κυκλοθυμικών, ήτοι οι τέσσερις εποχές εναλλάσσονται πολλές φορές μέσα στην ίδια ημέρα, όταν κατοικίδια ζώα δεν είναι πλέον τα κλασικά σκυλάκια και γατάκια, αλλά είδη προς εξαφάνιση και όταν ο άνθρωπος είναι ελεγχόμενος με τηλεκοντρόλ από περίεργα κυβερνητικά όντα, τότε η επιβίωση γίνεται απρόσμενα δύσκολη. Έναν κόσμο που μοιάζει κάπως με το δυσοίωνο Brave New World του Aldous Huxley του οποίου άλλωστε παραφράζει τον τίτλο, φαντάζεται η Ευγενία που ενσαρκώνει κι όλας μία από τις τρεις ταλαίπωρες ηρωίδες-πειραματόζωα που έχουν για όνομα έναν αριθμό και βασικό τους μέλημα τον υψηλό δείκτη του αντηλιακού, που θα τους προστατέψει από τις επικίνδυνες ηλιακές ακτίνες. Τύψεις και ευθύνες μπλέκονται σε μια μαύρη κωμωδία με υπαρξιακές ανησυχίες που διακωμωδεί την κινδυνολογία και υπερβάλλει την περιβαλλοντική καταστροφή προς γνώση και συμμόρφωση.

Το ευσύνοπτο θεατρικό έργο βλέπεται πολύ ευχάριστα μονορούφι, έχει στηθεί εξολοκλήρου από ανακυκλωμένα ή προς ανακύκλωση υλικά –ακόμη και τα πλαστικά είναι βιο-αποικοδομήσιμα—και αποτελεί τελικά την καλύτερη πρόταση για μια παράσταση-παρέμβαση, που όμως έχει την πολυτέλεια να σε προβληματίζει χωρίς να σε καταβαραθρώνει στις κοιλάδες της κατάθλιψης. Μας άρεσε ιδιαίτερα στο ρόλο της ως συνειδητοποιημένη πολίτισσα η Στέλλα Χατζημιχελάκη, όπως και τα οικολογικών και βιολογικών ανησυχιών έντυπα στο φουαγιέ που υποστηρίζουν την παράσταση.

Σκηνοθεσία: Esther Andre Gonzalez
Σκηνικά-κοστούμια: Χρήστος Κωνσταντέλλος
Ηχητικό Περιβάλλον: Socos
Κηνισιολογία: Σοφία Μάντη
Φωτισμοί: Παναγιώτης Μανούσης
Video art: Ομάδα “Ante Portas”- Δ. Μανίνης
Παίζουν: Εβελίνα Αραπίδη, Ματίνα Δημητροπούλου, Ευγενία Μαραγκού, Στέλλα Χατζημιχελάκη

Φούρνος
Μαυρομιχάλη 168, 210 6460 748

3/4/08

Αηδίασμα

του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη

Μόνο κάποιος που έχει καθίσει σε έδρανα τμήματος θεατρολογίας (κυρίως της Αθήνας που έχει, ορθώς για μένα, τάσεις κειμενολατρείας) ή άλλης φιλολογίζουσας σχολής μπορεί να έχει τη φαεινή ιδέα να παραστήσει Πεντζίκη. Και δεν υπάρχει καμιά πρόθεση ειρωνείας στην πρόταση αυτή, γιατί μόνο να επικροτήσει κανείς μπορεί τη διάθεση για έρευνα, για πίστη σε παλιά κείμενα, άγνωστα σε πολλούς κι ίσως με δίχως ίχνος γκλάμουρ για τους περισσότερους. Συχνότερα γράφει κανείς κάτι πιασάρικο, ακόμη πιο συχνά καταφεύγει στο devised theatre και τον αυτοσχεδιασμό πάνω σε γενικόλογο άξονα, αλλά βάζοντας κανείς στη βάση της παράστασης που χτίζει λογοτεχνικό, ιδιόμορφο λόγο τιμάει τη νεοελληνική γραμματεία στο σύνολό της, τη βγάζει από τη σχετική αφάνειά της βροντοφωνάζοντάς της «Λάζαρε, δεύρο έξω». Γιατί, ευκολότερα πείθεις κάποιον να επιδοθεί σε θεατρική έξοδο, παρά σε αναγνωστικό spree κατά μόνας.

Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Ν. Γ. Πεντζίκη (1908-1993) και 15 χρόνια μετά το θάνατό του η ομάδα Nova Melancholia και ο σκηνοθέτης της Βασίλης Νούλας (που σαφώς φοίτησε στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών Αθηνών και έμαθε τον Πεντζίκη από τον παραδοσιακά είρωνα Νάσο Βαγενά) αποτίουν ένα φόρο τιμής επιλέγοντας δύο πεζογραφήματά του ως υλικό για performance. Αηδίασμα ονομάζεται το πρώτο, Κατσαρίδες το δεύτερο και είναι και τα δυο βαριά ρεαλιστικά και ειρωνικά με την εξονυχιστικά ακριβολόγα γραφή του Πεντζίκη να κυριαρχεί επί των επιμέρους δράσεων. «Τι είναι που κατάπια; Με εμποδίζει στο λαιμό. Ο οισοφάγος ίσια μαύρη στενή δίοδος, λαστιχένια. Σαμπρέλα αυτοκινήτου που πας να τη σκίσεις με το δάχτυλο.» Οι λέξεις, οι φράσεις συνειρμικά ή κυριολεκτικά φέρνουν εικόνες στη σκηνή, στο υπόγειο του Bios (πιο πριν ήταν στο Booze) και η σκηνή έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με όρους μια κατάστασης που οι περισσότεροι θα θεωρούσαν ενδεχομένως αηδιαστική: την ανέχεια. Χαρτονένιες κούτες που θα μπορούσαν να είναι κατάλυμα για clochard, σωματικά υγρά που οι performers δεν ντρέπονται τόσο να αφήσουν ξέφραγα όπως σάλια, φτυσίματα, αναμασήματα και φαγητά που αναφέρονται στο ίδιο το κείμενο, όπως φασόλια γιαχνί και μανταρίνια πρωταγωνιστούν.

Ο σκηνοθέτης, σοφά σε παράσταση που φιλοδοξεί να προκαλέσει την αηδία, έκανε έκκληση σε παραπάνω από δύο αισθήσεις μας. Στις συνήθεις δύο που απαιτεί το θέατρο, την όραση και την ακοή, πρόσθεσε και αυτή της οσμής. Έντονη μυρωδιά μανταρινιού, μπλε οινοπνεύματος, καφέ φέρνει λίγη αηδία ακόμη, σε συνδυασμό με την αφήγηση για τρίχες στη σούπα, στομαχικό ανακάτεμα και ξέρασμα ή το ξεκοίλιασμα μιας απεχθούς κατσαρίδας --που όμως είναι πλάσμα του θεού και δε θα πρέπει να μας αηδιάζει, όπως καταλήγει ο Πεντζίκης (ρίξτε μια ματιά σε μέρος από τα Ομιλήματά του, έστω). Θαρραλέα, η νύξη για την ασχήμια, το πάχος του σώματος βρίσκει εφαρμογή (μην πετάξετε πέτρες γι’ αυτό) στους δύο ευτραφείς ηθοποιούς. Η αηδία, το ανατρίχιασμα που προκαλείται στη θέα της αρρώστιας και ιατρικών εργαλείων αξιοποιείται επίσης --άλλωστε ο Θεσσαλονικιός Πεντζίκης ήταν φαρμακοποιός-- και το αηδίασμα που υπόσχεται ο τίτλος παίρνει απειλητική μορφή στη λιγδωμένη Πειραιώς απέξω, στο δρόμο προς Ομόνοια. Την πεπερασμένη φιγούρα του θεού, πάντως, που διαμόρφωσε η performance, o θεοσεβούμενος Πεντζίκης μάλλον δε θα την ενέκρινε. Παράσταση διαφορετική, ανατρεπτική κι όμως βασισμένη σε ζείδωρα νάματα του παρελθόντος μας. Τι καλά. Ασυνήθιστος συνδυασμός.

Σκηνοθεσία: Βασίλης Νούλας
Παίζουν: Βίκυ Κυριακουλάκου, Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου, Δέσποινα Χατζηπαυλίδου

BIOS
Πειραιώς 84, 210 3425335

29/3/08

Στάχτες

του Κρίστοφερ Χάμπτον

Του θεατρικού που τρανταχτά αποδίδεται στον ιδιοφυή Christopher Hampton δε θα ήταν άσχημο να θυμηθούμε ότι την πατρότητα έχει ο Ούγγρος συγγραφέας Sándor Márai που έγραψε το μυθιστόρημα με τον κυριολεκτικό τίτλο Candles Burn Right Down (ή κάτι τέτοιο) στο οποίο βασίστηκε ο Hampton για το ακραίας εσωτερικότητας θεατρικό του.

Η καλύτερη επιλογή για θεατρικό είναι το household name του Hampton για φέτος (αν και στην Ελλάδα ούτε που σκέφτηκε κανείς να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία), αφού είναι αυτός που αποτόλμησε τη μεταφορά του βιβλίου του Ian McEwan Atonement σε σενάριο και έδωσε στην ουσία υπόστατη στο ρόλο της Keira που μας μάγεψε με το πράσινο φόρεμά της. Το σενάριό του για τις Επικίνδυνες Σχέσεις του Laclos που σκηνοθέτησε ο Frears με αγαπημένους πρωταγωνιστές του έχει δώσει πάντως την αρχική κινηματογραφική φήμη του (του χάρισε και το Oscar της αντίστοιχης κατηγορίας). Κάνει επίσης μεταφράσεις, φυσικά γράφει θεατρικά και (κάποιοι δικοί μου θα χαιρόταν να τον ταυτίσουν με αυτόν που) έγραψε μαζί με το Don Black το μιούζικαλ Sunset Boulevard στα χνάρια του αγαπημένου ομώνυμου film noir.

Οι Στάχτες λοιπόν δεν είναι παρά ένα αριστοτεχνικά δουλεμένο με ψυχολογικές αποχρώσεις νοσηρά λεπτομερείς και προσωπικές σύντομο θεατρικό έργο που απαιτεί ηθοποιούς διαμετρήματος για να το αναδείξουν. Εν ολίγοις, είναι το θεατρικό που ανέβασε το Jeremy Irons ξανά στη σκηνή ύστερα από 17 χρόνια αποχής χαρίζοντάς του το αναμενόμενο θερμό χειροκρότημα. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου (που κάποιοι τον θυμούνται ίσως να δέχεται στωικά τα ατέλειωτα "Silence, Αντωνάκη" της Μαντάμ Σουσού) κρατάει εδώ το ρόλο του στρατηγού εν αποστρατεία τον οποίο επισκέπτεται ύστερα από τέσσερις δεκαετίες ο καλύτερος παιδικός του φίλος που μέχρι τότε περιπλανιόταν στους τροπικούς. Αντί για το καλόβολο και αγαπησιάρικο ξανασμίξιμο των παλιών φίλων που θα περιμέναμε, ο μίτος της Αριάδνης ξετυλίγεται προς απρόσμενη κατεύθυνση. Θα πληροφορηθούμε μια περίεργη σχέση αγάπης και μίσους, την έντονη εμπλοκή της αποθανούσας συζύγου του στρατηγού στη σχέση των δύο καθώς και ένα δηλωτικό συμβάν κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού.

Ο Γιάννης Ροζάκης αξιοσέβαστος και ερμητικά κλειστός, δε θα επιβεβαιώσει ούτε θα διαφωτίσει τον φίλο του στις εικασίες του, το ημερολόγιο της γυναίκας που έπαιξε σημαντικότερο ρόλο στη ζωή και των δυο απ’ ότι τελικά η φιλία τους θα παραμείνει επτασφράγιστο μυστικό και εμείς θα μείνουμε με μια υφέρπουσα απορία για το πόσο gentlemen μπορούσαν να είναι δυο άντρες στους αριστοκρατικούς κύκλους κάποτε και πόσο διαφορετικοί στις αντιδράσεις τους από τις δυο γυναίκες που φαντάστηκε o Hare να λιβανίζουν την ανάμνηση του ίδιου άντρα. Διακριτικοί, χωρίς βροντόφωνα ξεσπάσματα, μυστικοπαθείς και τελικά σκληροί μέσα στην παραίτηση των γηρατειών τους οι δυο πρωταγωνιστές αναμετριούνται σε ένα ξεκαθάρισμα ασυνήθιστο, χαμηλότονο και φωτισμένο κυρίως με κεριά. Το κείμενο και το παίξιμο κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο, όσο κι αν αντιδράει σθεναρά στις παγιωμένες συνταγές πρόκλησης συγκίνησης.

Σημείωση: Υπάρχει η δυνατότητα να δείτε και τις δύο παραστάσεις του θεάτρου Στοά, τις Στάχτες και το Σωτηρία με λένε με ενιαίο εισιτήριο.

Σκηνοθεσία: Θανάσης Παπαγεωργίου
Μετάφραση-Σκηνικά: Λέα Κούση
Παίζουν: Θανάσης Παπαγεωργίου, Γιάννης Ροζάκης, Λήδα Πρωτοψάλτη

Θέατρο Στοά
Μπισκίνη 55, Ζωγράφου, 210 7702830

24/3/08

Παγκόσμια Μέρα Θεάτρου '08

Φέτος, ευτυχώς, το μήνυμα της Παγκόσμιας Μέρας Θεάτρου που είθισται να διαβάζεται εκείνη την ημέρα (27 Μαρτίου) πριν από κάθε παράσταση διεθνώς, δεν έγραψε κανένας Σάχης, αλλά ο εφευρετικός καναδός Robert Lepage (να 'ναι καλά το flou-dion που με τράβηξε και τον είδα ένα φεγγάρι στο Barbican), θεατράνθρωπος που όλοι υποκλίνονται στο διάβα του. Το μήνυμα είναι ευσύνοπτο και διόλου στομφώδες, και θίγει θέματα που θίξαμε κι εμείς πολύ πρόσφατα, γι' αυτό και το παραθέτω ολόκληρο παρακάτω, εσείς όμως να μην ξεχάσετε να κλείσετε από τώρα τις ΔΩΡΕΑΝ ΘΕΣΕΙΣ που προσφέρουν τα περισσότερα θέατρα για να γιορτάσουν μαζί σας αυτή τη θεατρόφιλη Πέμπτη.

"Υπάρχουν πολλές υποθέσεις σχετικά με την καταγωγή του θεάτρου αλλά η πιο ενδιαφέρουσα αφορά σε ένα μύθο:

Ένα βράδυ, στις απαρχές του χρόνου, μια παρέα ανδρών συγκεντρώθηκαν σε μια σπηλιά για να ζεσταθούν γύρω από τη φωτιά και να διηγηθούν ιστορίες. Ξαφνικά, ένας από αυτούς σκέφτηκε να σηκωθεί όρθιος και να χρησιμοποιήσει την σκιά του για να δώσει εικόνα στην ιστορία του. Χρησιμοποιώντας το φως από τις φλόγες έκανε να εμφανιστούν πάνω στους τοίχους της σπηλιάς χαρακτήρες μεγαλύτεροι απ’ το πραγματικό. Κατάπληκτοι οι υπόλοιποι της παρέας αναγνώρισαν με την σειρά τους το δυνατό και τον αδύνατο, τον κατακτητή και τον κατακτημένο, το Θεό και το θνητό.

Στις μέρες μας, το φως των προβολέων αντικατέστησε την αρχική φωτιά και ο μηχανικός εξοπλισμός της σκηνής τους τοίχους της σπηλιάς. Και με όλο το σεβασμό προς κάποιους συντηρητικούς, αυτός ο μύθος μάς υπενθυμίζει ότι η τεχνολογία βρίσκεται στο ξεκίνημα του θεάτρου και ότι δεν πρέπει να θεωρείται ως απειλή αλλά ως συνδετικό στοιχείο.

Η επιβίωση της τέχνης του θεάτρου εξαρτάται από την ικανότητά του να ξαναεφευρίσκει τον εαυτό του αγκαλιάζοντας νέα εργαλεία και νέες γλώσσες. Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε το θέατρο να εξακολουθεί να είναι μάρτυρας των μεγάλων θεμάτων της εποχής του και να προωθεί την κατανόηση ανάμεσα στους ανθρώπους, χωρίς πρώτα από όλα να διαθέτει το ίδιο ένα πνεύμα ανοιχτό; Πώς θα μπορούσε να υπερηφανεύεται ότι προσφέρει λύσεις στα προβλήματα της μισαλλοδοξίας, του αποκλεισμού και του ρατσισμού, αν στην πράξη αντιστεκόταν στη σύνθεση και στην ενσωμάτωση;

Προκειμένου να εκπροσωπήσει τον κόσμο σε όλη του την πολυπλοκότητα, ο καλλιτέχνης πρέπει να παράγει νέες φόρμες και ιδέες, και να εμπιστευτεί την ευφυΐα του θεατή, ο οποίος είναι σε θέση να διακρίνει το σχήμα της ανθρωπότητας μέσα από αυτό το αέναο παιχνίδι φωτός και σκιάς.

Είναι γεγονός ότι παίζοντας πολύ με την φωτιά, διατρέχουμε τον κίνδυνο να καούμε. Και μπορεί να καούμε, θα έχουμε όμως ταυτόχρονα κερδίσει την ευκαιρία της έκπληξης και της διαφώτισης. "

22/3/08

Στους Dada θα άρεσε μια νύχτα σαν κι αυτή

του Δημήτρη Τσιάμη

"DaDa is beautiful like the night, who cradles the young day in her arms." είπε ο Hans Arp, ενώ άλλοι είπαν ακόμη πιο περίεργα πράγματα για το Dada θέλοντας να περιγράψουν σε τι συνίσταται. Εκ των υστέρων, μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι το dada ήταν ένα τρελό και παλαβό (και γι’ αυτό απίθανο) κίνημα στην τέχνη που έπαιρνε τον εαυτό του κυρίως για αντι-τέχνη, ότι το ζητούμενό του δεν ήταν επ’ ουδενί η αισθητική αξία, η λογική, η ευαισθησία, αλλά το shock value με κάθε δυνατό τρόπο. Ως ταυτόχρονη αντίδραση στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο το Dada έκανε την εμφάνισή του περί το 1916 και περικύκλωσε τον κόσμο της τέχνης σα φωτιά με πολλές διαφορετικές εστίες. Ζυρίχη, Βερολίνο, Παρίσι, Νέα Υόρκη απέκτησαν τους ανατρεπτικούς καλλιτέχνες τους που πρωτοστατούσαν στη δημιουργία έργων προς έκθεση, αλλά και ειδικών events που στόχευαν στον εξευτελισμό της μπουρζουαζίας και των αρχών της. Hausmann, Picabia, ο Hugo Ball με το περίφημο Cabaret Voltaire και άλλοι φέρονται ως πατέρες του κινήματος, ο Duchamp και ο Ernst είναι από τους πιο γνωστούς αυτής της πρακτικής, και αν τώρα απλώς σας κουράζω και όλους αυτούς ούτε τους ξέρετε, ούτε θέλετε να τους μάθετε, κρατήστε τουλάχιστον την πιο απαραίτητη πληροφορία: αυτοί είναι που έβαλαν μουστάκι στη Τζοκόντα.

Η σχέση του Dada με το θέατρο, πολύ κοντά στο πνεύμα των Ιταλών Φουτουριστών, ήταν εξαιρετικά γόνιμη. Σύντομα θεατρικά σκετσάκια, εντελώς ακατάληπτα, και πλέον διασκεδαστικά για τον ερευνητή τουλάχιστον, ανάγνωση αφηρημένης ποίησης (εξίσου ακαταλαβίστικης) που έχει προέλθει με μεθόδους παρόμοιες της αυτόματης γραφής --χαρακτηριστικά είναι τα φωνητικά ποιήματα που αποτελούνται μόνο από ασύνδετους ήχους –αποτελούσαν το ρεπερτόριό τους. Ένα φόρο τιμής στο κίνημα αποφάσισε να κάνει ο Δημήτρης Τσιάμης και ύστερα από έρευνα συνέλεξε τα καλύτερα μανιφέστα, τα πιο κουλά ποιήματα και μας τα προσφέρει στο δρώμενο-performance του. Η δημιουργικότητα της ομάδας έφτασε στη απόγειό της, αφού βάλθηκε να αναδημιουργήσει ποιήματα και σκετσάκια πιστά στο πνεύμα των ντανταϊστών, αλλά με θεματικό περιορισμό την ταυτότητα και το χάος στην εποχή μας. Κατάφεραν να εντάξουν, με αποτέλεσμα τρανταχτά γέλια, μέχρι και το Φταίει ο Έρωτας της Άντζελας Δημητρίου (γιατί αν δεν είναι αυτή dada, τότε ποιος είναι).

Μια πολύ δεμένη ομάδα από τέσσερις ορεξάτους performers παίζει με μπανάνες και κατσαρολικά, τραγουδάει τον Εθνικό Ύμνο σε νέα εκδοχή και αντικαθιστά το εθνικό μας μνημείο, τον Παρθενώνα. Η σκηνή στο επίπεδο των θεατών και πολύ κοντά σ’ αυτούς βοηθάει στο να γίνει το φαρσικό στοιχείο πιο συμμετοχικό, όπως και η κάμερα που προβάλλει διάφορα στιγμιότυπα real-time, όπως αυτό στην τουαλέτα –το μέρος που ακόμη κι ο βασιλιάς δεν πηγαίνει μόνος του, τελικά. Η περιγραφή του ιστορικού πλαισίου και η αφήγηση πραγματικών γεγονότων περιορίστηκε ορθά στο ελάχιστο και η σημασία δόθηκε στην αναπαράσταση και την ντανταϊστική ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα το θέαμα να παρακολουθεί ευχάριστα και όποιος αγνοεί παντελώς το κίνημα. Η Βάσω Πολυμένη μας εξέπληξε με τις δυνατότητές της και ο Γιώργος Βρόντος με την απόλυτα ντανταϊστική του παρουσία. Οι υποκλίσεις του τέλους είναι κι αυτές ό,τι πιο ταιριαστό στο βέβηλο πνεύμα της παράστασης: οι ηθοποιοί δε χαρίζονται στο κοινό και στο χειροκρότημά του, κάθε άλλο, το προσβάλλουν αστεία, και πολύ καλά κάνουν.

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τσιάμης
Δραματουργική Επεξεργασία: Κωνσταντίνα Σταθουλοπούλου
Βοηθός Σκηνοθέτη –Κάμερα: Παναγιώτης Γιαννιός
Σκηνικά: Παύλος Καπάλας, Per Theater Formance
Kοστούμια-Μουσικές Επιλογές: Per Theater Formance
Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Παίζουν: Βάσω Πολυμένη, Γιώργος Βρόντος, Θοδωρής Σμέρος, Άντζελα Χριστοφίλου

Θύρα Τέχνης
Σαρρή 14, Ψυρρή, 210 3314422

21/3/08

1x4

Μέχρι και τις 18 Μαΐου θα συνεχίσουν οι παραστάσεις της (μόνης, ίσως) πρωτοποριακής κίνησης του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος για φέτος. Το 1x4, όπως βαφτίστηκε συνολικά η παρουσίαση τεσσάρων νεοελληνικών έργων σε εναλλασσόμενο πρόγραμμα σε ένα θέατρο, βλέπουν αυτή τη στιγμή μόνο οι θεατρόφιλοι της συμπρωτεύσουσας και όσοι φυσικά βρίσκουν το δρόμο τους από την Αθήνα μέχρι τη Μονή Λαζαριστών. Τίτλοι pop, μπεργκμανικοί, γριφώδεις συνθέτουν το τετράπτυχο των παραστάσεων, που το μόνο τους κοινό είναι η θεματολογία που άπτεται των ανθρωπίνων σχέσεων. Το Γιατί η Μαντόνα κι όχι εγώ ακούγεται ως το πιο πολλά υποσχόμενο (έχει κερδίσει και το Α’ Κρατικό Βραβείο Θεάτρου του ΥΠ.ΠΟ το 2005), στο Μια παρτίδα σκάκι πρωταγωνιστεί ο Στράτος Τζώρτζογλου, το Ταξίδι στην έρημο σκηνοθετεί ο Νίκος Διαμαντής και το Volume είναι το μόνο από τα τέσσερα(αδικία) που γράφτηκε από γυναίκα, την Άννελη Ξηρογιάννη. Εν ολίγοις, όλα έχουν κάποιο λόγο να τα δείτε και να βγάλετε τα συμπεράσματά σας για το που πάει η ελληνική δραματουργία σήμερα. Με προσεγμένα σκηνικά και φωτισμούς (και τα 4) από το team των Αλεξάνδρα Μπουσουλέγκα, Ράνια Υφαντίδου και Στράτο Κουτράκη το 1x4 αποτελεί σε κάθε περίπτωση την καλύτερη πρόταση για όσους προτιμούν αυθεντική (δλδ. όχι μεταφρασμένη) ελληνική γλώσσα.

Επιπλέον, το Κ.Θ.Β.Ε. προσφέρει τη δυνατότητα στο κοινό να δει με ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΙΣΟΔΟ το Volume την Πέμπτη 27 Μαρτίου, στις 22.00 στο Μικρό Θέατρο της Μονής Λαζαριστών για να γιορτάσει μαζί του την Παγκόσμιας Ημέρα Θεάτρου --στην οποία θα επανέλθουμε. (Κρατήσεις γίνονται στο 2310 589102).

17/3/08

Alpenstock

του Rémi de Vos

Ο Ρεμί ντε Βος έγραψε ένα σύντομο ανέκδοτο για την ξενοφοβία και η Esther Andre Gonzalez (που δεν γλιτώνει την υπερκόπωση, αν συνεχίσει με τους ίδιους ρυθμούς) το σκηνοθέτησε με ταραντινική διάθεση για σάτιρα και αίμα να πετάγεται και να πιτσιλίζει το λευκό σκηνικό. Η όλη φάση είναι αναμφισβήτητα διασκεδαστική, αν και καταλήγει φρούδα στην επαναληπτικότητά της, που ίσως βέβαια την κάνει ουσιαστικά διασκεδαστικότερη. Το όλο και πιο επίκαιρο θέμα του same and other, εν μέσω μεταναστευτικών ρευμάτων να κατακλύζουν την Ευρώπη και το φόβου του άλλου να εντείνεται έχει ως αφετηρία ο Ρεμί, και το βλέπει με απενοχοποιημένα φαιδρή διάθεση αποκλείοντας ολωσδιόλου το διδακτισμό και την πρόταση λύσεων.

Άλλωστε, τι λύσεις να προτείνει κανείς για τέτοια προβλήματα-σπαζοκεφαλιές, όπως ο εθνικισμός, η ξενοφοβία, η απαίτηση για καθαρότητα της ράτσας. Τα θίγει κανείς με την ελπίδα ότι θα προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις στο νου του δέκτη και θα τον οδηγήσει σε ορθότερη θεώρηση της σύγχρονης κατάστασης. Έτσι και ο Γάλλος δραματουργός βάζει τη Γκρέτε να καθαρίζει ολημερίς ντυμένη σαν αυθεντική μικρή Ολλανδέζα, ενώ ο άντρας της Χανς τρέχει σε παρελάσεις φορώντας περήφανα την εθνική του ενδυμασία και την εξορκίζει να μένει μακριά από την "κοσμοπολίτικη" αγορά (εδώ εντοπίζω προφανή μεταφραστική σύγχυση). Η Γκρέτε θα παρακούσει, θα εκτεθεί σε ξένα μάτια και θα προσπαθήσει να αποκρούσει ξένες επιθυμίες χωρίς αποτέλεσμα, γιατί το ξένο έχει τη διπλή ιδιότητα να μας τρομάζει και να μας ελκύει συγχρόνως με την εξωτικότητά του. Η Αγγελική Δημητρακοπούλου είναι η κύρια δύναμη αυτής της μαύρης κωμωδίας με την ιδανική καρικατουρίστικη απόδοση της Γκρέτε και τη κελαριστή φωνή της. Σκηνικά και κοστούμια, φωτισμοί και μουσική επένδυση παίρνουν κι αυτά εύσημα για τη συνδρομή τους σε ένα ολοκληρωμένο αισθητικά αποτέλεσμα που ξεκαρδίζει μεταμεσονύκτια προχωρημένους θεατές.

Μετάφραση: Μπουμπουλίνα Νικάκη
Σκηνοθεσία: Esther Andre Gonzalez
Σκηνικά - Κοστούμια: Χρήστος Κωνσταντέλλος
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Μουσική Επιμέλεια: Ορέστης Καμπερίδης
Παίζουν: Αγγελική Δημητρακοπούλου, Νέστωρ Κοψιδάς, Δημήτρης Λιόλιος

Χώρα, Σκηνή Μικρή Χώρα
Αμοργού 20, Κυψέλη, 210 8673945

15/3/08

La Jetée ή Που ήταν, Τελικά, οι Δώδεκα Πίθηκοι;

του Chris Marker

Το θέατρο είναι μια παλιά, κουρασμένη τέχνη. Είναι για λίγους και ψαγμένους, ότι κι αν σημαίνει αυτό το τελευταίο. Έχει να αντιπαλέψει τον κινηματογράφο που απέκτησε μέγεθος και ισχύ βαριάς βιομηχανίας και γεμίζει μαζικά τις αίθουσες με εκατομμύρια θεατές, ενώ το ίδιο δεν είναι παρά οικογενειακή επιχείρηση που προσπαθεί να έρθει σε επαφή με το ειδικού γούστου κοινό του. Κι είναι στυγνός ο μαρασμός κυρίως αν σκεφτούμε ότι σε άλλες εποχές υπήρξε μαζικό μέσο διασκέδασης κάθε τάξης σύσσωμης, από το λαό μέχρι το βασιλιά. Βάσιμα επιχειρήματα που οι θεατρόφιλοι αντικρούουν με δικά τους (πείτε μου εσείς μερικά), το βασικότερο των οποίων ίσως είναι το βίτσιο τους για ρεαλισμό. Το ότι μερικοί αληθινοί άνθρωποι (και όχι σκιές) κλαίνε, γελάνε και ερωτεύονται παράφορα πάνω σε ένα ξύλινο πάτωμα μπορεί στην εποχή του virtual reality να ακούγεται κάπως φτωχό, είναι όμως αληθινό, όσο και το χειροκρότημα, που ξέρεις ότι θα είναι εκεί να το ακούσουν όσοι προσπάθησαν να σε διασκεδάσουν.

Υπάρχουν πολλοί νέοι που ασχολούνται με αυτό, ίσως λίγοι περισσότεροι εδώ στην κοιτίδα της τραγωδίας, και για τους περισσότερους από την εμπειρία μου τα κίνητρα είναι εντελώς προσωπικά, όπως ότι το βρίσκουν ως καίριο μέσο αυτοέκφρασης ή ότι δίνει τροφή στο ναρκισσισμό ή ακόμη στην ανασφάλειά τους ή σε μια πιο ανθρωποκεντρική δημιουργικότητα που έχει απόλυτη ανάγκη το κοινό κατά τη διάρκεια της δημιουργικής διαδικασίας για να μετασχηματιστεί σε θέαμα που εκλύει δύναμη και ζωή.

Υπάρχουν πάλι νέοι που θέλουν να αναγκάσουν το θέατρο σώνει και καλά να εξελιχτεί, να βρει νέες φόρμες και τρόπους αφήγησης. Να ενσωματώσει την τεχνολογία, να φιλιώσει με την κινηματογραφική γραφή και σκηνοθεσία και συνάμα να συνδιαλλαγεί με άλλα πολιτιστικά αντικείμενα που είναι ενδεχομένως πιο προσιτά και γνωστά απ’ ότι τα κλασικά ή τα μοντέρνα θεατρικά κείμενα. Έργα τέχνης, βιβλία (αν και αυτό δεν είναι ακριβώς το ζητούμενο, αφού εμπεριέχει το ζήτημα της ανάγνωσης και της γλώσσας) ή ταινίες, κυρίως αυτές, μεγεθύνουν το θεατρικό σύμπαν. Άπειρα παραδείγματα, αλλά στο νου μου έχω κυρίως την ομάδα Altra Terra που κάνει τη δουλειά της προσιτή συχνά με τη μεταφορά ταινιών στη σκηνή. Ύστερα από τα Φτερά του Έρωτα (και το Άγνωστο Αριστούργημα ενδιάμεσα), έρχεται το La Jetée ή Που ήταν, Τελικά, οι 12 Πίθηκοι που συνδιαλέγεται ευχάριστα και διακριτικά με τις ταινίες που αναφέρει στον τίτλο της, δηλαδή την αρχική γαλλική πειραματική μικρού μήκους του Chris Marker, στη συνέχεια το remake σε feature film του Terry Gilliam –που είναι και η πιο γνωστή εκδοχή--, αλλά και με το Vertigo του Hitchcock το οποίο έδωσε την αρχική ιδέα στο Marker, όπως βέβαια και με την ουσία τους, δηλαδή τις παιδικές αναμνήσεις που μας στοιχειώνουν. Για καλή μας τύχη, η διαδικασία της μεταγραφής για το θέατρο είναι τόσο ανεξάρτητη και με προσωπικό στίγμα που δε χρειάζεται ούτε να έχουμε πρότερη γνώση των ανωτέρω για βοήθεια, ούτε όμως αν όντως τα γνωρίζουμε, μας χαλάει την απόλαυση on the spot.

Ένας νέος και όχι συμβατικά θεατρικός χώρος, και γι’ αυτό άκρως ενδιαφέρον, στεγάζει το νέο εγχείρημα του Χατζάκη και ανοίγεται στις μύριες απαιτήσεις του έργου, όπως αυτή της ύπαρξης της αποβάθρας (jetée στα γαλλικά). Οι δυο άγνωστοι –αισθαντικό ζευγάρι η Νατάσα Ζάγκα με το Βαγγέλη Στρατηγάκο –προλαβαίνουν να ερωτευτούν ανάμεσα στο πηγαινέλα του άντρα στο μέλλον και στο παρελθόν, προλαβαίνουν να ανακαλύψουν κρυφές γωνιές χαράς και ζωής μέσα στο λιτό σκηνικό, μέχρι που αποφασίζουν ότι θέλουν να μείνουν για πάντα μαζί. Όμως οι επιστήμονες—που μοιάζουν περισσότερο με σαδίστριες νοσοκόμες b-movie-- δε θα το επιτρέψουν. Η πιο μαγική στιγμή της παράστασης είναι η πιο σημαίνουσα, η ανάμνηση από την οποία άρχισαν όλα: ο πρωταγωνιστής ως μικρό παιδί στην αποβάθρα του αεροδρομίου του Ορλύ αντικρύζει μια απρόσμενη δολοφονία, αλλά όταν θα καταλάβει ποιοι ακριβώς εμπλέκονται σ’ αυτή δεν έχει περιθώρια δράσης. Ο κόσμος του μεν έχει σωθεί από το θανατηφόρο ιό, το όνειρό του όμως για ανθρώπινη ζεστασιά χάνεται, κι εμείς χανόμαστε μαζί του. Μέχρι να ανοίξουν τα φώτα και να βρεθούμε σε ένα μπαρ που ζητά να μας ξεδιψάσει.

Το πιο αντιφατικό στοιχείο της παράστασης στην ίδια της τη θεατρική φύση είναι η τελική αδυναμία να εξωτερικεύσει το κοινό τον όποιο ενθουσιασμό του, η απουσία επευφημίας προς τους συντελεστές. Η θεατρική αυτή παράσταση αντιδράει στα θεατρικά μοτίβα ακόμη και στο πιο σταθερό τους σημείο: το χειροκρότημα. Σαν παιχνίδι ανάμεσα στο χρόνο, σαν όνειρο και σαν θολή ανάμνηση, ταιριαστό με το θέμα του υλικού που διαπραγματεύεται, η παράσταση δεν περιλαμβάνει τις καθιερωμένες υποκλίσεις και τα χειροκροτήματα στο τέλος. Σκληρή ή πικρή, μας ζητάει να δεχτούμε τη μοίρα του πρωταγωνιστή (και τη δική μας) εντελώς σιωπηλά, θα λεγες, πενθώντας.

Σκηνοθεσία: Γρηγόρης Χατζάκης
Μετάφραση – Θεατρική προσαρμογή: Γρηγόρης Χατζάκης
Σκηνογραφική Επιμέλεια: Γρηγόρης Χατζάκης
Κοστούμια: Παύλος Κυριακίδης
Κινησιολογική επιμέλεια: Μαριέλα Νέστορα
Πρωτότυπη μουσική: Neon
Moυσική επιμέλεια: DJ Bluebox
Παίζουν:Δημήτρης Βαρβαντάκης, Βάνια Βάσιου, Ζωή Βλάσση, Δημήτρης Δρόσος, Νατάσα Ζάγκα, Βαγγέλης Στρατηγάκος, Γρηγόρης Χατζάκης

Θέατρο 46
Λεωφ. Κωνσταντινουπόλεως 46, 6970134560

12/3/08

O ήχος του όπλου

της Λούλας Αναγνωστάκη

Ο ήχος του όπλου είναι μια εντύπωσις πυροβολισμού. Αυτό σημαίνει ότι το ενδιαφέρον εδώ δεν εστιάζεται ούτε στην εκπυρσοκρότηση, ούτε στον τραυματισμό. Θύτες και θύματα πολύ σοφά το αποψινό έργο να βρει δεν ζητάει. Επικεντρώνεται σε αυτήν καθέαυτήν την προοπτική μιας μοιραίας ήχησης, την απομονώνει και μας καλεί να αφουγκραστούμε τον εκκωφαντικό ήχο της σιωπής λίγο πριν αρχίσει ο πανικός και η υστερία που μπορεί να προκαλέσει ένα και μόνο πάτημα της σκανδάλης. Είναι πραγματικά ευτυχισμένη στιγμή όταν οι ποιητές οπλίζουν τόσο εύστοχα στην θαλάμη των στίχων λέξεις που μοιάζουνε σφαίρες. "Ένα περίστροφο/ που εκπυρσοκρότησε/μεσ΄σ΄ένα σύννεφο/ από καρδιές" ο Σαχτούρης συμπληρώνει. Είκοσι χρόνια μετά το πρώτο ιστορικό πιά ανέβασμα στο Θεάτρο Τέχνης, το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη, που έμελλε να αποτελέσει και την τελευταία σκηνοθεσία του Δάσκαλου Κάρολου Κουν, σημαδεύει την ελληνική πραγματικότητα ακόμα και σήμερα πιό ευθύβολα από ποτέ.

Με φόντο μιαν αναμέτρηση προεκλογική και όλα τα φέιβολάν σκορπισμένα, ενώ όλα υπαινίσσονται διακριτικά τη δεύτερη πιό σημαντική περίοδο στην πολιτική ζωή της χώρας μετά τη μεταπολίτευση, δηλαδή τα χρόνια μετά την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης του τόπου από το κόμμα της "Αλλαγής", η Αναγνωστάκη βάζει τους ήρωές της να ζουν πολιτικά αμέτοχοι -και γι΄αυτόν ακριβώς τον λόγο συμμέτοχοι- στον νευρωτικό μικρόκοσμό τους. Μια ολόκληρη κοινωνία δοκιμάζεται και πασχίζει να χωρέσει μέσα σε νέα σχήματα, την ίδια στιγμή που ψυχαναγκαστικά και στανικά προσπαθεί να στηρίξει μικροαστικά προσχήματα που αναβαθμίστηκαν σε μεγαλοαστικές ονειρώξεις. Κι ενώ η αγαπημένη και αγαπησιάρικη ελληνική και αγία οικογένεια δέχεται στο πλέγμα των σχέσεων που αναπτύσσει η Αναγνωστάκη στο έργο της τα πιο χαριστικά βέλη, οι ήρωες της καλούνται πέρα από τις εκλογές της πολιτικής να επιλέξουν και έναν νέο τρόπο και σύστημα ζωής που θα τους πάρει μακριά από το τωρινό αδιέξοδο τέλμα.

Η παράσταση της Έλλης Παπακωνσταντίνου στο 104 Κέντρο Λόγου και Τέχνης άκουσε μάλλον τον ήχο του όπλου σαν ήχο εκκίνησης για μια κούρσα στο χρόνο. Μας ταξίδεψε μακριά από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80, την οποιά επέλεξε σκηνογραφικά μόνο να υπαινιχθεί στο βάθος της σκηνής σε προθήκες μακετών και εκθεμάτων, από φόβο μάλλον για την επικαιρότητα και τις αντοχές του έργου είκοσι χρόνια μετά. Επέλεξε λοιπόν να το παρουσιάσει υπό μορφήν ένος μεταθεατρικού καμπαρέ παραφορτωμένου με επιθεωρησιακές προοπτικές στην εποχή της σύνθεσης του έργου. Το πρόβλημα είναι όμως ότι όλες αυτές οι συνθήκες του τότε είναι ακόμα και σήμερα δυστυχώς στο τώρα αναγνωρίσιμες και επαληθεύσιμες από μόνες τους εδώ: τα χαμένα όνειρα, οι ελπίδες, οι χαμένες γενιές, οι ξεχασμένες ιδεολογίες, η βλαχομπαρόκ νεοελληνική αισθητική, ακόμα ακόμα και τα ίδια συνθήματα για τα οράματα μιας κοινωνίας που μάλλον πεισματικά ακόμα δεν βρίσκει τρόπο να παραδοθεί σε καμιά ουσιαστική εγρήγορση προκειμένου να αλλάξει... Το πιό συμβατικό ανέβασμα του κόσμου θα φώτιζε τόσο σαρκαστικά τη δυναμική που η Αναγνωστάκη έχει κλείσει ήδη από το 1986 τόσο καίρια στο θησαυροφυλάκιο του έργου της για τον σκηνοθέτη που θα αναδείξει το θησαυρό της.

Η παράσταση της Παπακωνσταντίνου δεν είναι κακή, απλά ώρες ώρες κουράζει η τάση διαρκώς να υπογραμμίζει το κάθετί προκειμένου να επιβεβαιώσει την αναγωγή στο χρόνο που έχει τολμήσει. Πάντως οι ηθοποιοί υποστηρίζουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την χαρακτηροδομή των ηρώων της Αναγνωστάκη. Πιό έμπειρες φυσικά στη σκηνή η Τάνια Τσανακίδου και η Χρύσα Σπηλιώτη αλλά έντιμες και δυναμικές και οι νεώτερες παρουσιές του Νικόλα Στραβοπόδη, της Ηλέκτρας Τσακαλία, του Τηλέμαχου Μούσα και του Μάνου Καρατζογιάννη.

Τέλος, οφείλει κανείς να επισημάνει το εξής: η Τάνια Τσανακλίδου είναι ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος της σκηνής. Τώρα θα μου πείτε εσένα περιμέναμε να μας το πεις, όμως είναι πραγματικά μεγάλη ευτυχία το ότι με αυτήν τη γυναίκα μοιραζόμαστε την ίδια εποχή.

Σκηνοθεσία: Έλλη Παπακωνσταντίνου
Σκηνικά/κοστούμια: Φωτεινή Δήμου
Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός
Παίζουν: Τάνια Τσανακλίδου, Χρύσα Σπηλιώτη, Μάνος Καρατζογιάννης, Ηλέκτρα Τσακαλία, Νικόλας Στραβοπόδης Τηλέμαχος Μούσας

104 ΘΕΑΤΡΟ ΚΕΝΤΡΟΥ ΛΟΓΟΥ & ΤΕΧΝΗΣ
Θεμιστοκλέους 104, Εξάρχεια, 210 3826185

10/3/08

Άλμα Μάλερ

του Ron Hart

Ο γηραιός Ron Hart δεν είναι ο μόνος που εμπνεύστηκε από την προσωπικότητα της συνθέτριας Alma Mahler-Werfel. Ο σκηνοθέτης του Driving Miss Daisy Bruce Beresford έχει στο ενεργητικό του την ταινία Bride of the Wind (2001) που προσεγγίζει τα πράγματα σαφώς καλύτερα, αλλά πάντα υπάρχουν βιογραφικές νουβέλες, καθώς και τα ημερολόγια της ίδιας που θεωρούνται πιο διαφωτιστικά.

Το Men on Fire, το θεατρικό του Hart περιγράφει κυρίως τις σχέσεις της με διάσημους άντρες μονοδιάστατα και επιδεικτικά, βρίθει αβαθών χαρακτήρων και γενικά παρουσιάζει τη ζωή της Άλμα σαν παρέλαση εραστών. Είναι δηλαδή σκέτη μούφα και κακό υλικό για να ασχοληθεί κανείς μαζί του, εκτός αν κατάφερε τόσο να το χαλάσει εκ των υστέρων ο υπεύθυνος για τη διασκευή και δραματουργική επεξεργασία, κάτι που δε θεωρώ ιδιαίτερα πιθανό. Ακόμη χειρότερα γίνονται τα πράγματα, όταν ο σκηνοθέτης υιοθετήσει και την οπτική γωνία του συγγραφέα, που, μεταφράζοντας τον τίτλο κυριολεκτικά, θεωρεί ότι η πρωταγωνίστριά του ψήνει τους άντρες σαν κάστανα στη φουφού. Κάτι τέτοιο κάνει δυστυχώς το τωρινό ανέβασμα στην Αθηναΐδα, που βλέπει την Άλμα ως ματαιόδοξη αντροφάγα με χιλιάδες τουαλέτες όπως πολύς κόσμος παρατήρησε ξεκαρδιζόμενος.

Η Άλμα Μάλερ ήταν μια προικισμένη κόρη καλλιτεχνών (με μπαμπά το ζωγράφο Emil Jakob Schindler) την εποχή που όλος ο καλός ο κόσμος κυκλοφορούσε στη Βιέννη. Έτσι, παρεμπιπτόντως θα ‘λεγα, έδωσε το πρώτο της φιλί στον Klimt, φλέρταρε με διευθυντές θεάτρων και συνθέτες μέχρι να καταλήξει να στεφανωθεί το Mahler, να τον αφήσει αργότερα για τον ρηξικέλευθο Gropius, τον οποίο θα έχει εναλλάξ με τον Kokoschka για λίγο διάστημα, μέχρι τελικά να παρατήσει και τους δυο για τον ποιητή Werfel. Ανάμεσα στις απελπισμένες εναλλαγές συντρόφων, η φτωχή Άλμα έδινε ζωή σε παιδιά που της έπαιρνε βίαια ο Χάρος, έπεφτε σε κατάθλιψη και βρισκόταν γενικά σε περίεργη ψυχολογική κατάσταση, αναζητώντας την ανεξαρτησία του πνεύματος και της δημιουργίας της ανάμεσα σε άντρες που ήθελαν σώνει και καλά να την καπελώσουν κάτω από τον τίτλο της Μούσας, και τελικά μάλλον τα κατάφεραν.

Στους δρόμους της Αθήνας η Ζωή Λάσκαρη με ξανθό καρέ και κόκκινη τουαλέτα στις αφίσες ξαφνιάζει τους περαστικούς (και προκαλεί το μένος των μουσικόφιλων που εκτιμούν την Άλμα περισσότερο από το λαουτζίκο που δεν την ήξερε κι από χτες --άσε που δε μπορούν να καταλάβουν γιατί η καστανή ιστορική φιγούρα έπρεπε σώνει και καλά να βάλει οξυζενέ). Στη σκηνή της Αθηναΐδας πάλι, δεσπόζουν οι ατέλειωτες λαμπερές τουαλέτες (ειδικά μια μίντι κόκκινη με τρία βολάν κρεμασμένη στην ανοιχτή γκαρνταρόμπα πολύ μου γυάλισε), που δίνουν ένα γκλάμουρ όσο και να ‘χει, αλλά κάνουν το λάθος να μην είναι καν εποχής. Η παράσταση, είναι επιεικώς κωμικοτραγική: η αγαπημένη Ζωίτσα κάνει τα πάντα με την εναλλαγή περούκας και κοστουμιού, λες και αυτός είναι ο μόνος τρόπος να δηλωθεί η ηλικία και η ψυχοσύνθεση του ρόλου: γίνεται από 16 έως 84 χρονών, από παρθένα, νύφη, μετά χήρα, παράνομη ερωμένη και ούτω καθεξής. Ο Τάκης Χρυσικάκος έχει την τύχη να ερμηνεύσει όλες τις αρσενικές διασημότητες του έργου, ακόμη και έναν...νάνο, όσο πιο γελοία μπορεί. Ο μόνος αξιοπρεπής από άποψη υποκριτικής είναι ο νεαρός αφηγητής-συγγραφέας της παρέας Στέλιος Ψαρουδάκης.

Οι βιντεο-προβολές με μπόλικο ντοκιμαντερίστικο υλικό για τη ζωή στη Βιέννη προπολεμικά, φωτογραφίες των προσώπων που εμπλέκονται, των ζωγραφικών έργων που απεικονίζουν την Άλμα και πλείστες πληροφορίες, κρίνονται χρήσιμες, τουλάχιστον συμπληρώνουμε τα κενά μας στην ιστορία, και επιπλέον υπάρχει μια ατόφια συγκινητική σκηνή: λίγο πριν την αυλαία (sic) η Λάσκαρη βγάζει την περούκα και το κοστούμι της και απευθύνεται καταπρόσωπο στο κοινό, ενώ ακούγεται το τραγούδι του Χατζιδάκι το Ταγκό της Άλμα. Ίσως να αξίζει να δείτε την παράσταση μόνο γι’ αυτή τη στιγμή. Ή πάλι, για τη στιγμή της υπόκλισης, όπου θα απολαύσετε ιδίοις όμμασι το αφράτο στήθος της πρωταγωνίστριας (χωρίς ενίσχυση) κάτω από πλεκτό τιραντέ μπλουζάκι. Όλοι κάτι βρίσκουν, πάντως: οι γιαγιάδες παραδίπλα αισθανόταν περήφανες που ήταν γνώστριες της μουσικής επένδυσης και των ζωγράφων Κλιμτ και Κοκόσκα, που τους ξέρει πλέον κι η κουτσή Μαρία, από τότε που είδε έργα τους στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Και μια εύλογη ερώτηση: τι δουλειά έχει η Αθανασία Καραγιαννοπούλου με ετούτη την παραγωγή;

Σκηνοθεσία - Μετάφραση - Διασκευή: Αθανασία Καραγιαννοπούλου
Δραματουργική επεξεργασία: Ζωή Λάσκαρη
Εικαστική επεξεργασία: Νατάσα Παπαστεργίου
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Μουσική επιμέλεια: Αθανασία Καραγιαννοπούλου
Παίζουν: Ζωή Λάσκαρη, Τάκης Χρυσικάκος, Στέλιος Ψαρουδάκης

Αθηναΐς
Καστοριάς 34-36,Βοτανικός, 210 3480000

6/3/08

Ορλάντο

της Βιρτζίνια Γουλφ

Η έννοια του ρομαντικού είναι εντελώς παρεξηγημένη στις μέρες μας. Ο ρομαντισμός ξεκίνησε ως ένα δυναμικό και ρηξικέλευθο καλλιτεχνικό ρεύμα στα τέλη του 18ου αιώνα με την προοπτική να εκφράσει βαθύτατα υπαρξιακά αδιέξοδα του ανθρώπου της μακρινής εκείνης τώρα πιά εποχής. Πέρα όμως και πάνω από την υπέρμετρη εκδήλωση του συναισθήματος των παράφορων εκείνων ηρώων που εγκλωβίστηκαν πιά ανεπιστρεπτί στο περασμένο χωροχρονικό σύμπαν, ο ρομαντισμός δημιούργησε με τον δικό του τρόπο "αμαρτωλά" λογοτεχνικά πρότυπα που μιλάνε με αφοπλιστική ειλικρίνεια στον άνθρωπο κάθε εποχής. Κι αυτό συμβαίνει γιατί πολύ πριν ο ρομαντικός ήρωας ντυθεί τα περιπαθή, γλυκανάλατα και αισθαντικά στο όριο του γελοία κωμικού πέπλα που του φόρτωσαν οι μετέπειτα εποχές, έχει αναπνεύσει, στα έργα κλασικών πιά συγγραφέων όπως ο Λόρδος Βύρωνας ή ο Γκαίτε, με όλη του την καρδιά, στον αέρα ενός σκληρού και σκοτεινού κόσμου που διασώζει μέχρι σήμερα μάλλον ένα περισσότερο μοιραίο και τραγικό για εκείνον προφίλ. Συμμέτοχος και συνυπεύθυνος στην περιπέτεια μιας εφιαλτικής ζωής την οποία ο ίδιος πρώτος από όλους ως τα κατάβαθα της μοναχικής του ύπαρξης αμφισβητεί και σαρκάζει.

Ενάν τέτοιον ακριβώς α-χάριστο και ανικανοποίητο μα κυρίως αχόρταγο ήρωα για τη ζωή επιλέγει να κάνει και η Βιρτζίνια Γουλφ πρωταγωνιστή στο μυθιστόρημά της αφομοιώνοντας στο δικό της έργο αφενός τα ρομαντικά πρότυπα και αφετέρου την ανδρόγυνη μορφή του Ορλάντο από το Όπως σας αρέσει του Σαίξπηρ. Εξού και ο τίτλος. Επιπλέον στα 1928, οπότε η Γουλφ συνθέτει το έργο της, είναι ακόμα επηρεασμένη από την γοητεία που της ασκεί η Βίτα-Σάκβιλ Γουέστ, μια αριστοκράτισσα που γνώρισε στα 1922 και με την οποία είχαν στενή σχέση ως το 1925. Η Γουέστ φαντάζει στα μάτια της Γουλφ ως μια σύγχρονη μορφή αμαζόνας.

Ο Ορλάντο είναι φτιαγμένος ακριβώς από τα ίδια αντισυμβατικά υλικά που συνθέτουν την ταυτότητα ενός τυπικού ρομαντικού που ταξιδεύει ακατάβλητα στο χάος των εποχών και των χρόνων. Ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος της Γουλφ είναι μια αρσενικοθήλυκη μορφή πληγωμένου από τον Έρωτα ιππότη που δεν βρίσκει ησυχία στην τάξη του, στο φύλο του, στην εποχή, ούτε καν στην Δύση και την Ανατολή όπου αυτοεξόριστος ταξιδεύει. Ξεπερνά την πεπερασμένη ανθρώπινη φύση, από άντρας μετουσιώνεται σε γυναίκα, σαρκάζει την κοινωνία που ζει και τους θεσμούς της, κατανικά τους φραγμούς του χρόνου, ζει μια ολόκληρη ζωή μέσα σε τρεις αιώνες. Κι ακόμα τότε δεν χάνεται παρά μονάχα σε ύλη αστρική για τον επόμενο ίσως ποιητή που θα τον λατρέψει και θα μηνύσει στον κόσμο το ατέλειωτο βάσανο - έπος του.

Το ταξίδι αυτό του ρομαντικού Ορλάντο επέλεξε να παρουσιάσει φέτος η εταιρεία Omicron 2 και ο σκηνοθέτης Σταύρος Τσακίρης με την πολύ καλή Μαριάνθη Σοντάκη στον ομώνυμο ρόλο. Υποβλητική και ατμοσφαιρική η παρουσία του Αντώνη Μιτζέλου στη σκηνή με την επένδυση της live ηλεκτρικής κιθάρας υποστήριζει μιαν αναμφισβήτητα rock διάσταση στην προσωπικότητας του Ορλάντο -κατά πάσα βεβαιότητα αν υπήρχε Ορλάντο σήμερα θα είχε την ανάλογη αίγλη ενός rock star. Ωστόσο, για τον θεατή υπάρχει διαρκώς η αίσθηση οτί παρακολουθεί ένα δρώμενο που παραμένει -πολλές φορές και αυτάρεσκα- εγκλωβισμένο σε σκηνοθετικά σχήματα που την ίδια στιγμή δυστυχώς αφήνουν και τον κεντρικό ήρωα εγκλωβισμένο τελικά στο χαρτί.

Διασκευή: Ρόμπερτ Ουίλσον-Ντέιβιντ Πίκνευ
Μετάφραση: Θανάσης Χατζόπουλος
Σκηνοθεσία: Σταύρος Τσακίρης
Κοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ
Μουσική: Αντώνης Μιτζέλος
Κινησιολογία: Μαρκέλλα Μανωλιάδη
Παίζει: Μαριάνθη Σοντάκη

BIOS
Πειραιώς 84, Γκάζι, 210 3425335

1/3/08

Bossa Nova

Τελευταίοι και καταϊδρωμένοι να δώσουμε κι εμείς το verdict μας για τo αναπάντεχο hit της σαιζόν που κατεβαίνει σε λίγες μέρες και θα αφήσει πολλούς να αναρωτιούνται αν αρέσει πράγματι τόσο στους Αθηναίους να χορεύουν bossa nova. Αν κρίνω πάντως από τη χθεσινή παράσταση, όχι, δεν αρέσει και τόσο στους ώριμους κοσμικούς Aθηναίους ο ρυθμός του βραζιλιάνικου καρναβαλιού, γι’ αυτό και είχαν μουγκαθεί κατά την έξοδο από το θέαμα ή συζητούσαν που θα πάνε για ποτάκι μετά, αντί τα μάτια τους να λάμπουν από ευτυχία και να λικνίζονται τραγουδώντας blame it on the bossa nova. Όμως, όταν κάτι γίνεται must, κανείς δεν επιτρέπει στον εαυτό του να μείνει απ’έξω και να μη λάβει τον άρτον ημών τον επιούσιον, ακόμη κι αν μείνει μετά με ανάμικτα συναισθήματα.

Εμάς όμως που μας αρέσει η bossa nova, αγαπάμε τον Κωνσταντίνο Ρήγο και ακόμη περισσότερο το λαμπερό καστ το, το υπερκινητικό παιχνίδι ζευγαρώματος επί σκηνής μας άρεσε όσο πρέπει. Η μουσική του Δημοσθένη Γρίβα στις ξεκούρδιστες στιγμές της, αλλά και στις πιο ρυθμικές ηλεκτρονικές ήταν εξαιρετική και η χορογραφία πάτησε σωστά επάνω της. Η επανάληψη του blame it on the bossa nova (πόσες φορές το ακούσαμε; Έξι;) κρίθηκε υπερβολική, ευρήματα όπως η βιντεοπροβολή με το νεαρό που εκδίδεται για μια κατοστάρα τη φορά, έχει και δυο γκομενίτσες, δουλεύει υδραυλικός το πρωί και γενικά «όλα καλά» ήταν quite witty και η γραφική σκηνή με τον καρχαρία που ξερνάει τον ανήμπορο ερωτευμένο ήταν εμετική—θα προτιμούσα να τέλειωνε το show πριν απ’ αυτή.

Για τα εκπληκτικά στοιχεία όμως είμαι φοβερά ενθουσιώδης: η Στεφανία Γουλιώτη είναι οριστικά και αμετάκλητα θεά –ο θυμός και η βία που κρύβει μέσα στο εύθραυστο σώμα της την κάνει να ξεχωρίζει από το τσούρμο-- , όπως θεές είναι η Θέμις Μπαζάκα και η Μαρία Ναυπλιώτου, άντε και το μινιόν blitz girl Αγγελική Παπούλια. Έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι ο Ρήγος (χμ) βάζει κυρίως λουσάτα γυναικεία σώματα να λικνίζονται και να τραβούν την προσοχή, ενώ οι άντρες πιο πολύ σα κομπάρσοι με basic κοστούμια παίζουν κι αυτοί το ρόλο τους όπως-όπως, but no challenge there. Μάλιστα, ο Φραγκάκης που υπάρχει εκεί προφανώς για να καλύψει το κενό και να προσφέρει το απαραίτητο οφθαλμόλουτρο στις κυρίες, δεν είναι παρά ένας άψυχος τύπος με καλογυμνασμένη πλάτη και κούρεμα που τονίζει ότι έχει κεφάλι σαν αβγό, τελικά.

Η προσωπική μου ευφορία ίσως και να στάθηκε αποτέλεσμα της χαλαρότητας της στιγμής και της ονειρικής αποδοχής του όλου, κατ’ άλλους ξεχειλωμένου, show. Αλλά, έτσι είναι ο έρωτας, ένα βήμα μπροστά και ένα πίσω, αποφασίζουμε, μετανιώνουμε, ξανακυλάμε στη δίνη του, δεν υπάρχει ούτε οριστική λύση, ούτε γρήγορος ρυθμός, ούτε καν συγκεκριμένο story, υπάρχουν μόνο δυάδες έρμαια των έντονων συναισθημάτων τους, άρα τα πενιχρά κείμενα και η εμμονή στη σωματική έκφραση ήταν ορθή επιλογή, το μόνο κρίμα ήταν ότι οι θεατές ύστερα από τόσα φιλιά και αγκαλιάσματα, θα ‘νιωσαν κι αυτοί μια ανάγκη για τρυφερότητα χωρίς απαραίτητα απτή διέξοδο στο διπλανό κάθισμα.

Σύλληψη- σκηνοθεσία- χορογραφία- σκηνογραφία: Κωνσταντίνος Ρήγος
Μουσική: Δημοσθένης Γρίβας
Κοστούμια: Νατάσα Δημητρίου
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Δραματολογική συνεργασία: Ξένια Αηδονοπούλου
Παίζουν: Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Μαριέττα Βέττα, Στεφανία Γουλιώτη, Αλέξανδρος Ισαακίδης, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Γιάννης Κλίνης, Παναγιώτης Κοντονής, Διώνη Κουρτάκη, Ίρις Κυριακοπούλου, Αχιλλέας Μανώλης, Θέμις Μπαζάκα, Σάββας Μπαλτζής, Αμάλια Μπένετ, Μαρία Ναυπλιώτου, Γιάννης Νικολαϊδης, Νικολέτα Ξεναρίου, Αγγελική Παπούλια, Νάνσυ Σταματοπούλου, Βαγγέλης Τελώνης, Αντώνης Φραγκάκης

Εθνικό Θέατρο - Σκηνή Κοτοπούλη-Ρεξ
Πανεπιστημίου 48, 210 3305074