Του Ευγένιου Ιονέσκο
Θέατρο Βικτώρια
Μετάφραση: Γιώργος Πρωτοπαπάς
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Κομνηνός
Παίζουν: Μ. Λαμπίρη, Π. Αποστολόπουλος, Αν. Πορφύρη, Γ. Κατινάς κ.α
—Τι απέγινε η Φαλακρή Τραγουδίστρια;
—Χτενίζει τα μαλλιά της με τον ίδιο πάντα τρόπο...
Αυτή η παράλογη στιχομυθία έδωσε εκ των υστέρων τον τίτλο με τον οποίο είναι πλέον γνωστό το μονόπρακτο που έγραψε ο Ιονέσκο το 1948 στην προσπάθειά του ‘να κάνει τους φίλους του να γελάσουν’.1 Το είδε ως έκφραση ελευθερίας και το ονόμασε ‘Αντιθέατρο’. Ο Ιονέσκο ζούσε τότε μόνιμα στη Γαλλία και είχε μόλις αρχίσει να μαθαίνει Αγγλικά. Αυτό το γεγονός, μαζί και η παροιμιώδης γαλλο-αγγλική κόντρα βρήκε έδαφος να εκφραστεί μέσα από το ακατάληπτο μονόπρακτο που εντάχθηκε αργότερα από το Μάρτιν Έσσλιν στο Θέατρο του Παραλόγου.
Η αίσθηση του μεταφυσικού άγχους για το παράλογον της ανθρώπινης ύπαρξης είναι ο συνδετικός κρίκος των συγγραφέων του Θεάτρου του Παραλόγου. Οι Samuel Beckett, Eugene Ionesco, Arthur Antamov, Jean Genet προσπάθησαν να εξερευνήσουν αυτή ακριβώς τη ματαιότητα της ύπαρξης όχι όμως με φιλοσοφικά επιχειρήματα και διαυγής συλλογισμούς, στο στυλ του Camus ή του Sartre—των οποίων τους προβληματισμούς μοιράζονται—αλλά παρουσιάζοντας αυτό το παράλογο εν τω γίγνεσθαι.2 Ασύνδετες και γκροτέσκες εικόνες που τελικά εκλαμβάνονται ως γελοίες παρουσιάζονται στο κοινό ως αποτύπωση της καθημερινής άσκοπης ζωής του. Στόχος είναι να ‘κατεδαφιστεί η γλώσσα της κοινωνίας, που δεν είναι τίποτε άλλο από κλισέ, κούφιες συνταγές και κενά συνθήματα’.3
Τρομαχτικό τελικά, και όχι αστείο να παρακολουθεί κανείς μια τέτοια παράσταση, όχι ότι το χθεσινό κοινό εντρύφησε απαραιτήτως στα βαθιά νοήματα. Ίσως έτσι να κατάφερε να την απολαύσει καλύτερα. Το ίδιο το ανέβασμα της θεατρικής ομάδας 90ΟC τόνισε όσο μπορούσε το γκροτέσκο της υπόθεσης, χωρίς απαραίτητα να υπονοήσει το θλιβερό νόημά της. (δεν είμαι καν σίγουρη ότι γίνεται, βέβαια, κάτι τέτοιο) Η σκηνοθεσία ήταν κοντά σε αυτό που φαντάζομαι ότι έκανε και ο πρώτος διδάξας Νicolas Bataille, με μπουφόνικη διάθεση και αυτοσχεδιασμό. Αρκετή φαντασία και ευρηματικότητα και κάποιες προσθήκες που ταιριάζουν σε πρόσωπα και πράγματα των ημερών έκαναν την παράσταση ακόμη πιο ενδιαφέρουσα. Βέβαια, όταν παρακολουθείς ένα παράλογο (ίσον πραγματικά κουλό) θέαμα δυσκολεύεσαι να απορροφηθείς ακριβώς.
Με λίγα λόγια: ο κύριος και η κυρία Σμιθ δέχονται επίσκεψη από τον κύριο και την κυρία Μάρτιν. Στη διαδικασία αυτή τους βοηθάει η καμαριέρα τους Μαίρη και αργότερα ένας πυροσβέστης που αποφάσισε κι αυτός να περάσει να πει ένα γεια...
Το υπόλευκο σκηνικό ήταν ευχάριστο στο μάτι και ταιριαστό background για τα ζωηρόχρωμα κοστούμια. Ένας εξίσου φλατ επαρκής λευκός φωτισμός πιστεύω, πάντως, ότι θα λειτουργούσε καλύτερα από τα κουραστικά μπλε, κόκκινα και ενίοτε (εσκεμμένα)υποφωτισμένα στιγμιότυπα. Πολύ καλή η τελική σκηνή, όπου ολόκληρο το κουτί του σκηνικού φωτίζεται απέξω τονίζοντας ακόμη περισσότερο τη σύμβαση του σκηνικού χώρου.
Οι ηθοποιοί έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό, αεικίνητοι και εκφραστικοί φώναξαν, τσίριξαν και αφήνιασαν για χάρη μας. Καλή κίνηση(Μεταξόπουλος γαρ) και διασκεδαστικότατα ηχητικά εφφέ και φωνητικά. Προσεγμένη παράσταση, αλλά ένα τέτοιο κείμενο, ειδικά με τον αργό ρυθμό που του έδωσε ο σκηνοθέτης, ενδεχομένως κουράζει ή αφήνει άναυδους όσους έχουν συνηθίσει το ρεαλιστικό θέατρο, όπως οι δύο συμπαθείς υπερήλικες κυρίες που καθόταν δίπλα μου.
1 Ε. Ιονέσκο, Η Πείνα και η Δίψα-Η Φαλακρή Τραγουδίστρια, μετ. Γ. Πρωτοπαπά(Αθήνα- Γιάννινα: Εκδόσεις Δωδώνη, 1987), σελ. 11
2 Μ. Έσσλιν, Το Θέατρο του Παραλόγου, μετ. Μ. Λυμπεροπούλου (Αθήνα-Γιάννινα: Εκδόσεις Δωδώνη, 1996) σελ. 20
3 Idem, σελ 175
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου