"Μισώ αυτή τη χώρα
μου έφαγε τα σπλάχνα"
Με αυτά τα λόγια τελειώνει η Μπέμπα Μπλανς, κι εμείς την καταλαβαίνουμε απόλυτα, όχι όμως και οι κυρίες της αστικής τάξης που κάθονται στη σειρά μου, ούτε αυτές της μπροστά σειράς. Όπου φύγει-φύγει, καπνός έγιναν όσοι δεν μπορούσαν την ανόσια συμπεριφορά στην πατρίδα, αυτή που όλοι μας την ανεχόμαστε χωρίς ποτέ να καταλαβαίνουμε για ποιο λόγο ακριβώς.
Για δεύτερη χρονιά η performance που κάνει κόκκαλα να τρίζουν παρουσιάστηκε στο Ελληνικό Φεστιβάλ μέσα σε κοινό μάλλον χλιαρό. Αρκετά λογικό, δεδομένου ότι πολλοί από το κοινό του Φεστιβάλ αγαπούν με πάθος αυτή την χώρα, γιατί τους βολεύει, ενώ ο Δημητριάδης την οραματίστηκε πηγμένη σε έναν κατήφορο δίχως τελειωμό. Σημαντικό κρίνεται το να ξέρει τι πάει κανείς να παρακολουθήσει και να είναι ανοιχτός σε κάθε λογής προτάσεις, γιατί όσοι λάτρεις της πατρίδας, της σεμνοτυφίας και των comme il faut εκδηλώσεων παρευρέθησαν, δυσφόρησαν δίχως άλλο. Μια ουρά πολύχρωμη και παλλόμενη, μια ουρά ανθρώπων κάθε ηλικίας, εθνικότητας, κοψιάς πήρε θέση στους διαδρόμους και στη σκηνή για να στηρίξει το λόγο του Δημητριάδη, να τον ζωντανέψει. Δεκάδες σελίδες ξεπήδησαν βίαια προς τον έξω κόσμο με τα σκηνοθετημένα τρεχαλητά του Μαρμαρινού, τη βραχνή φωνή της Τζήμου, τα λόγια των ξένων που κληθηκαν να μιλήσουν για ένα θέμα τόσο δικό μας. Για μια χώρα που καταρρέει, μια συγκεκριμένη χρονιά που όλα πήγαν λάθος, που ο πόλεμος δεν σταματούσε και όλοι είχαν πάρει μέρος στην επιστράτευση, που οι γυναίκες δεν έπιαναν παιδιά και οι άντρες προτιμούσαν να αγκαλιάζονται μεταξύ τους, για μια χρονιά που στα στρατόπεδα όλοι έκαναν απόπειρες αυτοκτονίας και φώναζαν συνθήματα του τύπου: Δώστε στην πατρίδα του θανάτου το φιλί.
Ένα φωτοτυπικό που θυμίζει τους δαιδάλους της γραφειοκρατίας μας, ένα βιολοντσέλο που θα χρησιμεύσει για να παίξει live μουσική κάποια στιγμή της παράστασης, ένα βουνό από εφημερίδες και άλλα αντικείμενα που ρακοσυλλέκτες θα μάζευαν, ένα γραφείο στο οποίο είναι εγκατεστημένος κατά περίσταση ένας κλητήρας, που κάνει όλες τις δουλειές του ποδαριού και στο τέλος θα αρχίσει να καθαρίζει με το λάστιχο τα θολωμένα παράθυρα για να μας αποκαλύψει από πίσω φιγούρες που κινούνται αλαλιασμένες, ένα καθιστικό που φιλοξενεί διάφορους πονεμένους και ένα μικρόφωνο και ύστερα άνθρωποι με ρούχα πολύχρωμα, ένταση και φωνή όλο άρνηση για τη χώρα που θα 'θελαν, αλλά δεν τους προστρέχει, αυτά αποτελούν όλα κι όλα το σκηνικό της performance της παρέας του Μιχαήλ που όλη τη χρονιά απολαμβάναμε στο καφκικό σύμπαν.
Μουσική εκφραστική, έντονη ή διακριτική, φωνές που ουρλιάζουν, θυμούνται, εξανίστανται, ένα λαϊκό θέαμα που για να ολοκληρωθεί εθελοντές της πόλης μας έδωσαν τις ώρες τους στις πρόβες και τις παραστάσεις (νέοι και γέροι, ακόμη κι ένα μωρό με τη μαμά του στάθηκαν περήφανα στην ουρά), αυτή η δουλειά του Μαρμαρινού ήταν σε απόλυτη αρμονία με την πολιτική κατάσταση των ημερών. Ο Στάθης Αναστασίου κινηματογράφησε ευαίσθητα όσους προσέφεραν την οντότητά τους γι' αυτή την παράσταση, κι εμείς δεν τους βλέπαμε μόνο κατά την είσοδό μας στη σκηνή, αλλά και στον τοίχο πίσω από τους ερμηνευτές. Μια εμπειρία που σωστά αναπαράχθηκε ξανά για το κοινό που αγαπάει τα νέα πράγματα και για όσους περιμένουν στην ουρά για δικούς τους ο καθένας λόγους, καθώς και για να μας θυμήσει ένα κείμενο συλλήβδην ξεχασμένο που μας βυθίζει σε "ένα παραισθησιογενές σύμπαν" και βοηθάει στη "σφοδρή εκτόξευση ενός εθνικού υποσυνείδητου προς το μηδέν". Είναι κι αυτό μερικές φορές χρήσιμο.
Με αυτά τα λόγια τελειώνει η Μπέμπα Μπλανς, κι εμείς την καταλαβαίνουμε απόλυτα, όχι όμως και οι κυρίες της αστικής τάξης που κάθονται στη σειρά μου, ούτε αυτές της μπροστά σειράς. Όπου φύγει-φύγει, καπνός έγιναν όσοι δεν μπορούσαν την ανόσια συμπεριφορά στην πατρίδα, αυτή που όλοι μας την ανεχόμαστε χωρίς ποτέ να καταλαβαίνουμε για ποιο λόγο ακριβώς.
Για δεύτερη χρονιά η performance που κάνει κόκκαλα να τρίζουν παρουσιάστηκε στο Ελληνικό Φεστιβάλ μέσα σε κοινό μάλλον χλιαρό. Αρκετά λογικό, δεδομένου ότι πολλοί από το κοινό του Φεστιβάλ αγαπούν με πάθος αυτή την χώρα, γιατί τους βολεύει, ενώ ο Δημητριάδης την οραματίστηκε πηγμένη σε έναν κατήφορο δίχως τελειωμό. Σημαντικό κρίνεται το να ξέρει τι πάει κανείς να παρακολουθήσει και να είναι ανοιχτός σε κάθε λογής προτάσεις, γιατί όσοι λάτρεις της πατρίδας, της σεμνοτυφίας και των comme il faut εκδηλώσεων παρευρέθησαν, δυσφόρησαν δίχως άλλο. Μια ουρά πολύχρωμη και παλλόμενη, μια ουρά ανθρώπων κάθε ηλικίας, εθνικότητας, κοψιάς πήρε θέση στους διαδρόμους και στη σκηνή για να στηρίξει το λόγο του Δημητριάδη, να τον ζωντανέψει. Δεκάδες σελίδες ξεπήδησαν βίαια προς τον έξω κόσμο με τα σκηνοθετημένα τρεχαλητά του Μαρμαρινού, τη βραχνή φωνή της Τζήμου, τα λόγια των ξένων που κληθηκαν να μιλήσουν για ένα θέμα τόσο δικό μας. Για μια χώρα που καταρρέει, μια συγκεκριμένη χρονιά που όλα πήγαν λάθος, που ο πόλεμος δεν σταματούσε και όλοι είχαν πάρει μέρος στην επιστράτευση, που οι γυναίκες δεν έπιαναν παιδιά και οι άντρες προτιμούσαν να αγκαλιάζονται μεταξύ τους, για μια χρονιά που στα στρατόπεδα όλοι έκαναν απόπειρες αυτοκτονίας και φώναζαν συνθήματα του τύπου: Δώστε στην πατρίδα του θανάτου το φιλί.
Ένα φωτοτυπικό που θυμίζει τους δαιδάλους της γραφειοκρατίας μας, ένα βιολοντσέλο που θα χρησιμεύσει για να παίξει live μουσική κάποια στιγμή της παράστασης, ένα βουνό από εφημερίδες και άλλα αντικείμενα που ρακοσυλλέκτες θα μάζευαν, ένα γραφείο στο οποίο είναι εγκατεστημένος κατά περίσταση ένας κλητήρας, που κάνει όλες τις δουλειές του ποδαριού και στο τέλος θα αρχίσει να καθαρίζει με το λάστιχο τα θολωμένα παράθυρα για να μας αποκαλύψει από πίσω φιγούρες που κινούνται αλαλιασμένες, ένα καθιστικό που φιλοξενεί διάφορους πονεμένους και ένα μικρόφωνο και ύστερα άνθρωποι με ρούχα πολύχρωμα, ένταση και φωνή όλο άρνηση για τη χώρα που θα 'θελαν, αλλά δεν τους προστρέχει, αυτά αποτελούν όλα κι όλα το σκηνικό της performance της παρέας του Μιχαήλ που όλη τη χρονιά απολαμβάναμε στο καφκικό σύμπαν.
Μουσική εκφραστική, έντονη ή διακριτική, φωνές που ουρλιάζουν, θυμούνται, εξανίστανται, ένα λαϊκό θέαμα που για να ολοκληρωθεί εθελοντές της πόλης μας έδωσαν τις ώρες τους στις πρόβες και τις παραστάσεις (νέοι και γέροι, ακόμη κι ένα μωρό με τη μαμά του στάθηκαν περήφανα στην ουρά), αυτή η δουλειά του Μαρμαρινού ήταν σε απόλυτη αρμονία με την πολιτική κατάσταση των ημερών. Ο Στάθης Αναστασίου κινηματογράφησε ευαίσθητα όσους προσέφεραν την οντότητά τους γι' αυτή την παράσταση, κι εμείς δεν τους βλέπαμε μόνο κατά την είσοδό μας στη σκηνή, αλλά και στον τοίχο πίσω από τους ερμηνευτές. Μια εμπειρία που σωστά αναπαράχθηκε ξανά για το κοινό που αγαπάει τα νέα πράγματα και για όσους περιμένουν στην ουρά για δικούς τους ο καθένας λόγους, καθώς και για να μας θυμήσει ένα κείμενο συλλήβδην ξεχασμένο που μας βυθίζει σε "ένα παραισθησιογενές σύμπαν" και βοηθάει στη "σφοδρή εκτόξευση ενός εθνικού υποσυνείδητου προς το μηδέν". Είναι κι αυτό μερικές φορές χρήσιμο.
Σκηνοθεσία: Μιχαήλ Μαρμαρινός
Δραματουργική Επεξεργασία: Μιχαήλ Μαρμαρινός, Μυρτώ Περβολαράκη
Σκηνικά: Kenny MacLellan
Κοστούμια: Ντόρα Λελούδα
Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός
Κίνηση: Βάλια Παπαχρήστου
Κινηματογραφική Σκηνοθεσία: Στάθης Αναστασίου
Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος
Ηχητικός σχεδιασμός: Studio 19
Συμμετέχουν: Μπέμπα Μπλανς, Νίκος Αλεξίου, Γιώργος Ζιόβας, Γιάννης Νταλιάνης, Θεοδώρα Τζήμου, Σμαρώ Γαϊτανίδου, Kim Soο-Jin, Adrian Frieling, Πέτρος Αλατζάς, Ilias Algaer, Ρένα Ανδρεαδάκη, Μελίνα Αποστολίδου, Μαρίσκα Αρβανιτίδη, Γιώργος Βρόντος, Αναστασία Έδεν, Μαργαρίτα Κάλκου, Ρόζα Καλούδη, Βιργινία Κατσούνα, Ιλάν Μανουάχ, Τηλέμαχος Μούσσας, Αλεξάνδρα Παυλίδου, Βασίλης Σπυρόπουλος, Άρης Τσαούσης, Λάμπρος Φιλίππου, Ρένα Φουρτούνη, Μιχάλης Χατίρης
Ελληνικό ΦεστιβάλΠειραιώς 260, Χώρος Δ
2 σχόλια:
Μου κίνησες το ενδιαφέρον και θα προσπαθήσω να πάω να την δω την παράσταση. Άσε που η Μπέμπα Μπλανς είχε χρόνια να εμφανιστεί.
... Επίσης χαίρομαι για την δεύτερη χρονιά, δεν προλαβαν πολύ να το δούν.
Εχεις δίκιο, τα βιώματα, η στιγμή, οι υπερβολές που -θεώρησα πως- άκουσα πέρυσι, και ποιός ξέρει τι άλλο...
Σ' ευχαριστώ
Δημοσίευση σχολίου