Σελίδες

28/11/06

Ιερά Τέρατα

του Ζαν Κοκτώ

Θέατρο Άλμα

Διασκευή - σκηνοθεσία: Γιάννης Μόσχος.
Μετάφραση: Λ. Γαλανού.
Σκηνικά: Ελ. Μανωλοπούλου.
Κοστούμια: Μ. Χατζηιωάννου.
Μουσική: Ν. Βίττης.
Παίζουν: Κ. Μαραγκού, Ν. Αρβανίτης, Υβ. Μαλτέζου, Αλ. Παντελεάκη, Δ. Σκιάδη, Κ. Καλλιβρετάκης.


Τα «Ιερά Τέρατα», γραμμένα από το Ζαν Κοκτώ το 1939, είναι ένα κατεξοχήν έργο αγάπης. Από τη μια αγάπης για τον τότε (κι ως το τέλος της ζωής του) εραστή του Κοκτώ, Ζαν Μαραί, κι απ’ την άλλη, αγάπης για το Θέατρο και τους ανθρώπους του. Ως τέτοιο λοιπόν κατέχει ξεχωριστή θέση μέσα στην εργογραφία του «πολυμήχανου ποιητή», καθώς αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα μιας από τις πιο δημιουργικές φάσεις του. Η ιστορία φαινομενικά απλή: Μια larger than life ντίβα του θεάτρου (κάτι ανάμεσα στη Τζούλια Λάμπερτ του Μωμ και τη Μάργκο Τσάνινγκ του «Όλα για την Εύα»), αντιμετωπίζει την κρίση της ηλικίας της στο πρόσωπο μιας νεαρής φιλόδοξης αντιπάλου που διεκδικεί όχι μόνο τη θέση της στη σκηνή αλλά και τη θέση της στο πλευρό του συζύγου της, επίσης ιερού τέρατος του Θεάτρου. Φυσικά το τετριμμένο θέμα στα χέρια του Κοκτώ εκτοξεύεται στη σφαίρα της ποίησης - ενίοτε και του σουρεαλισμού - πλάθοντας μια ατμόσφαιρα λαμπερή και κρυστάλλινη που παίρνει αποστάσεις ασφαλείας από την πραγματικότητα (αυτό ήταν άλλωστε και το ζητούμενο, αφού το έργο γράφτηκε μέσα στον πόλεμο ως μικρό σκηνικό παραισθησιογόνο από τον ίδιο το συγγραφέα, που ήθελε να αποσπάσει την προσοχή του κοινού από τη φρίκη του πολέμου).

Όπως τα περισσότερα γαλλικά έργα της εποχής (ιδίως αυτά του ποιητικού θεάτρου), η αναπαράσταση τους ενέχει αρκετούς κινδύνους. Καταρχάς αποκομμένα από τη γαλλική γλώσσα χάνουν την ποιητικότητα που συγχωρεί την παραδοξότητα της πλοκής. Είναι πολύ δύσκολο μια μετάφραση να καταφέρει να αποδώσει την αίσθηση της ρέουσας και φύσει ποιητικής γαλλικής γλώσσας και δυστυχώς αυτό επιβεβαιώνεται και σε αυτή την απόπειρα. Η Λήδα Γαλανού προτίμησε τη μετάφραση έναντι της μεταγραφής και το αποτέλεσμα θυμίζει δυστυχώς σε αρκετά σημεία σαπουνόπερα. Η σκηνοθεσία του Γιάννη Μόσχου όμως κατάφερε να ισορροπήσει σε αυτή την κόψη ακριβώς. Δεν έκανε το λάθος να αντιμετωπίσει το έργο σαν ένα οποιοδήποτε έργο σχέσεων (εξάλλου είναι τελείως σχηματικοί οι δεσμοί των ηρώων). Προτίμησε αντίθετα να το προσεγγίσει ποιητικά με μια ατμόσφαιρα γαλλικής φινέτσας που παραπαίει ανάμεσα στην αισθητική του 40 και τη σύγχρονη εποχή, δίνοντας μας ένα σκηνικό αποτέλεσμα που μετουσιώνει επιτυχέστατα την αφομοιωμένη αχρονική class των Γάλλων αστών. Σε αυτό φυσικά είχε τη συμβολή της Μαργαρίτας Χατζηιωάννου στα καλόγουστα κοστούμια και ιδιαιτέρως της Ελένης Μανωλοπούλου σε ένα από τα πιο όμορφα και λειτουργικά σκηνικά που θα δείτε φέτος στις αθηναϊκές σκηνές. Ειδικά το υπερφίαλο αστικό σαλόνι που καταβροχθίζεται και σχολιάζεται από τους «ζωντανούς» κήπους του Ιερώνυμου Μπος αποτελεί ένα από τα πιο εύγλωττα σκηνικά σχόλια που έχουμε παρακολουθήσει ποτέ επί σκηνής.

Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι εξαιρετικές, από τους πάντα έγκυρους Νίκο Αρβανίτη (πολύ λαμπερός ηθοποιός με ελεγχόμενα εκφραστικά μέσα) και Υβόννη Μαλτέζου (υπέροχη στις κωμικές σκηνές της) ως την Κατερίνα Μαραγκού στην πιο campy εμφάνιση της (αν και θα την προτιμούσα λίγο πιο απελευθερωμένη από την εικόνα του θύματος). Η Δανάη Σκιάδη, μετά την άτυχη περσινή Κορδέλια, σε ένα ρόλο που της ταιριάζει σαφέστατα περισσότερο εξελίσσεται σε μια πολλά υποσχόμενη ηθοποιό. Αν κατορθώσει μάλιστα να δαμάσει λίγο περισσότερο την ενεργητικότητα της επί σκηνής μπορούμε να περιμένουμε πολλά πράγματα στο μέλλον. Πολύ καλοί στους ρόλους τους και οι Αλεξάνδρα Παντελάκη και Κωστής Καλλιβρετάκης.

Αξίζουν τέλος ιδιαίτερα συγχαρητήρια στην Κατερίνα Μαραγκού και στο σύζυγό της και παραγωγό Β. Ανδρέου για την φιλόξενη και πανέμορφη θεατρική στέγη που έχουν δημιουργήσει εδώ και τρία χρόνια στο κέντρο της Αθήνας και για τις προσεγμένες παραστάσεις που μας παρουσιάζουν πάντα σε συνεργασία με το καλύτερο ανθρώπινο δυναμικό. Και κυρίως για τους χαμηλούς τόνους που κρατούν όλα αυτά τα χρόνια…

Δεν υπάρχουν σχόλια: