Σελίδες

30/12/06

Σκοτώνουμε τη μαμά;

Της Charlotte Keatley

Θέατρο Αργώ

Απόδοση-Σκηνοθεσία: Μαριάννα Κάλμπαρη
Σκηνογραφία: Μαρία Βασιλάκη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσιάμη
Μουσική επιμέλεια: Νέστωρ Κοψιδάς
Παίζουν: Τζένη Ρουσσέα, Αιμιλία Υψηλάντη, Γωγώ Μπρέμπου, Ιφιγένεια Αστεριάδη

«Δε θέλω να γίνω σαν τη μαμά μου, σαν τη μαμά της μαμάς μου,
πως να τις βγάλω από μέσα μου, το αίμα μου τις κουβαλάει.»

Το έργο της Charlotte Keatley My mother said I never should έκανε πρεμιέρα το 1987 στο Contact Theatre του Manchester και θεωρήθηκε υπόδειγμα θεατρικής γραφής της νέας γενιάς, με αποτέλεσμα να εκτοξεύσει τη συγγραφέα του, η οποία, sadly, δεν έγραψε ακόμη από τότε τίποτα της ίδιας δύναμης, σε ύψη πρόσκαιρης επιτυχίας.

Η Κάλμπαρη αποφάσισε να αποδώσει κάπως πιο αόριστα το θεατρικό και να το σκηνοθετήσει με την πάγια τακτική της: Δεν έχει σημασία η πλοκή, λέει, αλλά οι σχέσεις, τα συναισθήματα και κάτι το μεταφυσικό, το μαγικό που διαθέτει το έργο. Όπερ σημαίνει, το θεατρικό γίνεται κάπως φλατ και το κοινό γίνεται κυρίως αποδέκτης έντονων συναισθημάτων εις βάρος της όποιας πλοκής που περνάει στο ντούκου. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η παράσταση έχει κουράσει κάπως ήδη πριν από το διάλειμμα.

Η Τζένη Ρουσσέα είναι η γιαγιά, η Αιμιλία Υψηλάντη η μαμά, η Γωγώ Μπρέμπου η κόρη και η Ιφιγένεια Αστεριάδη η εγγονή, όμως οι σχέσεις είναι πιο μπερδεμένες απ’ όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Όλες, εν πάση περιπτώσει, είναι μαμάδες και κόρες, και όλες, όσο κι αν παλεύουν δεν αφήνουν πίσω τα κουσούρια των μαμάδων τους. Η δράση αρχίζει με σκηνές από την παιδική ηλικία της Υψηλάντη, που κόβεται στη μέση και συνεχίζεται ως σκηνή από την παιδική ηλικία της Μπρέμπου. Γενικά υπάρχει μια ασαφής ταύτιση χαρακτήρων—κάτι που συνέβαινε εξαρχής στο κείμενο μόνο στις σκηνές του παιχνιδιού, αλλά σ’ αυτή την παράσταση γενικεύεται—που προκαλεί μερική επαναληπτικότητα. Η παράσταση όμως διαπραγματεύεται κυρίως συναισθήματα, και αυτό τουλάχιστον το κάνει επιτυχώς.

Η spooky ατμόσφαιρα είναι στα συν της παράστασης. Μπαίνοντας στο θέατρο, η αίσθηση του παλιού και ονειρικού που δίνει το σκηνικό υποβοηθούμενο και από ντουμάνι καπνό που αιωρούνταν σε όλη την αίθουσα, ανέβασε τις προσδοκίες μου στο έπακρο. Το πρόβλημα είναι όμως ότι η Κάλμπαρη ανοίγει όλα τα χαρτιά της από την αρχή και ύστερα η ανία παραμονεύει στη γωνία. Το σκηνικό είναι αυτοτελές, και η χάρη του εξαντλείται κάπως σύντομα. Καμιά νέα προσθήκη ή αλλαγή δεν βοηθάει τη συναισθηματική εξέλιξη, κάτι που τουλάχιστον στα κοστούμια έγινε προσπάθεια να αποφευχθεί (οι χαρακτήρες προσθεταφαιρούν μόνοι τους σε ανύποπτη στιγμή διάφορα αξεσουάρ που τονίζουν την αλλαγή τόπου και χρόνου, brilliant!) Ευτυχώς υπάρχουν οι απίθανοι φωτισμοί του Σωτηρόπουλου που μεταλλάσσουν όσο μπορούν το στατικό σκηνικό, αναδεικνύοντας κάθε τόσο τις μυστικές γωνιές του: τρυπώνουμε μαζί με τις πρωταγωνίστριες κάτω από το (φανταστικό) πιάνο, μέσα στο ψυγείο, σε μια κρύα σοφίτα, στην αυλή με την κούνια.

Στη διδασκαλία των ηθοποιών η Κάλμπαρη δεν τα πήγε άσχημα. Βέβαια, και οι τέσσερις έχουν ήδη όλα τα εφόδια για να δώσουν μια ερμηνεία με νεύρο, πόσο μάλλον σε ρόλο που άπτεται των σχέσεων μάνας και κόρης, που όλες γνωρίζουν καλά.( Άρα, φαντάζομαι θα ήταν εξαιρετικές και αυτοσκηνοθετούμενες). Κατά τη διάρκεια της παράστασης αλλάζουν μπροστά στα μάτια μας, ο συναισθηματικός τους κόσμος διευρύνεται και η εμπειρία τις αλλάζει (πράγμα μεγαλειώδες δεδομένης της σκηνικής και ενδυματολογικής στατικότητας). Θα κάνω ειδική μνεία στην Ιφιγένεια Αστεριάδη, που όσο κι αν περνούν τα χρόνια (τη θυμάμαι ως μικρή αδερφή της Καραμπέτη στη Μνήμη του Νερού), η φυσιογνωμία της δεν την προδίδει και της επιτρέπει να συνεχίζει να είναι η μπέμπα της υπόθεσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: