Σελίδες

28/12/06

Τσινετσιτά

των Μιχάλη Ρέππα, Θανάση Παπαθανασίου

Η μνήμη είναι ύπουλο πράγμα. Η συναισθηματική μνήμη δε, είναι ακόμα πιο επικίνδυνος αντίπαλος. Όταν κάποιος στοχεύει στη συγκίνηση σου απροκάλυπτα, αναπτύσσεις άμυνες, αν όμως αυτός ο κάποιος (κι αυτό είναι υπέρ του) καταφέρει και σε πετύχει τότε ξεχνάς τα πάντα και παραδίνεσαι (έστω και για λίγο λόγω αιφνιδιασμού). Γιατί για μια συγκίνηση ζούμε και τι νόημα έχει να αντιστέκεσαι βρε αδερφέ. Αρκετά γκρινιάζουμε με τα κακοφτιαγμένα και μίζερα που μας περιβάλλουν. Λίγη χρυσόσκονη στην αναζήτηση της ουσίας δεν είναι και για θάνατο.

Επιφυλακτικός πήγα στο «Αλίκη», όχι γιατί έχω κάτι εναντία στο λαϊκό-μαζικό θέαμα (η νούμερο ένα κατηγορία των σκληροπυρηνικών), ούτε γιατί μου φέρνουν αλλεργία οι υπερπαραγωγές. Ίσα ίσα είμαι απ’ αυτούς που πέφτουν επιλεκτικά στη γοητεία τους. Η βασική μου επιφύλαξη ήταν αν θα είχε κανένα νόημα όλη αυτή η σπατάλη και το μέγεθος ή θα ήταν απλά πολύ κακό για το τίποτα . Μέχρι το τέλος της παράστασης δεν ήξερα που να καταλήξω. Στο τέλος ήμουν ακόμα πιο μπερδεμένος.

Ο Μιχάλης Ρέππας κι ο Θανάσης Παπαθανασίου έχουν φτιάξει ένα «τιμής ένεκεν». Απενοχοποιημένο και γεμάτο ευγνωμοσύνη. Σε όλα αυτά που σημάδεψαν τα νιάτα τους και την αισθητική τους. Που εντελώς συμπτωματικά συναντιούνται με αυτά που σημάδεψαν μια ολόκληρη Ελλάδα. Ναι, μη σας εκπλήσσει αυτό. Μπορεί η Τσινετσιτά να βρίσκεται στην Ιταλία και να αποτελεί πολιτιστικό προϊόν της γείτονος, ο τρόπος που παρουσιάζεται όμως στην ανακαινισμένη σκηνή του «Αλίκη» είναι εντελώς και απόλυτα ελληνικός. Το μελό γιορτάζουν αυτοί οι δύο τύποι εκεί πέρα. Το δικό μας, το απλό και ταπεινό του 60. Αυτό που κληροδοτήθηκε στα γονίδια μας από τους γονείς μας και τη Κυριακομεσημεριατικη τηλεόραση των παιδικών μας χρόνων. Και το γιορτάζουν χωρίς ίχνος περιφρόνησης ή σαρκασμού. Το γιορτάζουν με απόλυτο σεβασμό κι εκτίμηση. Δε θα δείτε ένα σκηνικό δοκίμιο για το νεορεαλισμό, ούτε μια ιστορία του κινηματογράφου των χρυσών δεκαετιών 50-60, αλλά ένα μαγικό πεδίο μνήμης και νοσταλγίας, από δυο ανθρώπους που έχουν καταβροχθίσει στην κυριολεξία χιλιόμετρα σελιλόιντ κι έχουν προβάρει κατ’ εξακολούθηση «κλεμμένα λόγια» τόσο στη ζωή τους όσο και στη δουλειά τους.

Γι’ αυτό μπορεί να ξενίζει κάποιον αρχικά η «ξεπατικωσούρα» ολόκληρων σεκάνς περίφημων σκηνών-ογκόλιθων του ιταλικού σινεμά(αλλά και των μετέπειτα διασκευών του). Η μια από τις δυο βασικές ηρωίδες, η Μπιάνκα, είναι η Καμπίρια, ο λαμπερός σταρ του σινεμά, Αμεντέο Ναβάρο δεν είναι άλλος από τον Αλμπερτο Λαζάρι της ίδιας ταινίας, ο φιλόδοξος τεχνικός του κινηματογράφου, Φάουστο, που ονειρεύεται καριέρα στο Hollywood είναι ο μικρός Μπρούνο του Κλέφτη ποδηλάτων του Ντε Σίκα, ενώ η φίλη τους που άφησε το πεζοδρόμιο για να γίνει μανάβισσα στις αγορές έγινε γνωστή στα σοκάκια της Βία Βένετο ως Μάμα Ρόμα (του Παζολίνι). Και φυσικά ο λιγομίλητος Τούλιο που κινείται ανάμεσα τους καταγράφοντας τις ιστορίες τους δε θέλει μυαλό να συμπεράνεις ότι είναι ο σεναριογράφος της Καμπίρια, Τούλιο Πινέλι. Και ανάμεσα σε όλα αυτά παρουσιάζονται αυτούσιες διάσημες σκηνές του νεορεαλισμού από την (άτυχη κατ’ εμέ) σκηνή του συντριβανιού της «Ντόλτσε Βίτα» με την οποία κλείνει το πρώτο μέρος, ως την έξοχα σκηνοθετημένη από τον Bob Fosse σκηνή του Night Club (από την αλά Broadway εκδοχή της Καμπίρια, Sweet Charity).

Και ανάμεσα σε όλο αυτό τον καταιγισμό «δανεισμένων» πληροφοριών οι ηθοποιοί κάνουν αγώνα δρόμου να προλάβουν τις αλλαγές σκηνικών και κοστουμιών, που ομολογουμένως είναι φαντασμαγορικές. Ο πραγματικός πρωταγωνιστής της παράστασης όμως είναι η μουσική της Αφροδίτης Μάνου. Τόσο όμορφα δεμένη με την εποχή και τη θεματική της, άλλοτε αγκαλιάζει κι άλλοτε χαράζει με άμεσες αλλά ευγενικές αναφορές σε ιταλικά θέματα αλλά και στα score του Ρότα και του Πιοβάνι. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο (Μαρία Καβογιάννη και Τζέση Παπουτσή) είναι ιδανική επιλογή, καθώς φέρουν από το σπίτι τους (αλλά και την τηλεόραση) τη λαϊκότητα (και οικειότητα) που απαιτεί το έργο. Χωρίς βέβαια να προχωρούν παραπέρα αυτό που κλήθηκαν να κάνουν. Στα γνωστά τους κινήθηκαν και η υπόλοιποι ηθοποιοί. Με ευχάριστες εκπλήξεις από κάποιους νεότερους.

Η Τσινετσιτά είναι ένα ιδιόμορφο έργο. Δεν έχουμε να κάνουμε τόσο με μια πρωτότυπη δραματουργική ιδέα, αλλά μάλλον με μια έξυπνη επιθεώρηση που αντί να αντλεί από την επικαιρότητα, δομείται από τα υλικά της μνήμης. Μεγεθύνει, σατιρίζει, ξαναγράφει και αφηγείται από την αρχή καρτουνίστικα την αλήθεια, όπως τη συμφέρει για να πει κάτι. Και χρειάζεται να αλλάξουν δεκάδες σκηνικά κι εκατοντάδες κοστούμια για να διατυπωθεί στο τέλος κάτι τόσο απλό και αυτονόητο που όμως το έχουμε ξεχάσει. Κι εκεί ακριβώς, στο τέλος είναι που σε αιφνιδιάζει αυτό το κατά τ’ άλλα ανώδυνο κι εύπεπτο εργάκι. Εκεί που ότι έχει αρχίσει το μάτι σου και συνηθίζει στη χλιδή και αναρωτιέσαι ποιο είναι το τελικό νόημα, εκεί έρχεται το φινάλε και κλέβει την παράσταση: Αυτό ακριβώς είναι το νόημα μικρέ θεατή του πανιού, της σκηνής κι εν τέλει της ζωής σου. Ένα μικρό –στα μέτρα τα δικά σου και του διπλανού σου – υπερμεγεθυμένο τίποτα που προβάλλεται μπροστά σου με την απόλυτη συγκατάθεση σου. Είναι πραγματικά παράδοξο ότι από ένα έργο δυόμιση ωρών που περνούν από τα μάτια σου ολόκληρες γειτονιές, σπίτια, αρένες, δρόμοι, μονομάχοι και καλόγριες, λιοντάρια και ελέφαντες, αυτό που σου μένει είναι δυο γυναίκες να προσπαθούν καθισμένες σε ένα παγκάκι να συλλάβουν την ουσία της Τέχνης. Προς τι λοιπόν τόσα έξοδα;


Σκηνοθεσία: Μιχάλης Ρέππας, Θανάσης Παπαθανασίου
Σκηνικά: Γιώργος Γαβαλάς
Κοστούμια: Έβελυν Σιούπη
Μουσική: Αφροδίτη Μάνου
Χορογραφίες: Φωκάς Ευαγγελινός
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Παίζουν: Τζέσυ Παπουτσή, Κώστας Κόκλας, Μαρία Καβογιάννη, Χρήστος Μάντακας, Ελένη Γεροδήμου κ.α.

Θέατρο Αλίκη
Αμερικής 4, 210-3244146

1 σχόλιο:

antigonos είπε...

Η παράσταση παρόλη την φτωχή αφηγηματική πλοκή της είναι διασκεδαστικότατη, κυρίως χάρη στην ενέργεια των πρωταγωνιστών και συμπρωταγωνιστών της. Η Ίρις Πανταζάρα ως δύσθυμη σταρ Λορέλα ντι Λούπο, o Κωτσαδάμ, η Δαυλού, και όλα τα νέα παιδιά χορεύουν και τραγουδούν με τέτοιο μπρίο στους ρυθμούς της Αφροδίτης Μάνου--έχει κυκλοφορήσει το CD της παράστασης--που δε σε αφήνουν να κουραστείς. εχμ, σχεδόν