Τέτοια ιστορία είναι και το Misery, για έναν συγγραφέα --το δεύτερο ύστερα από αυτόν στο Shining του Kubrick-- που έχει φτάσει σε τέτοια επίπεδα καταξίωσης, ώστε να πίνει σαμπάνιες Dom Perignon, αλλά μισεί την ηρωίδα του Misery Chastain και έχει βαλθεί να τη σκοτώσει για να προχωρήσει παραπέρα. Εν ολίγοις, η μιζέρια του τίτλου είναι ολότελα παραπλανητική, ούτε καν η ηρωίδα του που έχει αυτό το άχαρο όνομα είναι τελικά μίζερη, αφού του αποφέρει τόσο χρήμα και φανατικούς θαυμαστές. Αυτοί οι τελευταίοι πάντως, αποδεδειγμένα του δημιουργούν μείζον πρόβλημα, πιο συγκεκριμένα η Number One Fan του, η Annie Wilkes. Που όντας stalker του για κάποια χρόνια, αποφασίζει να κινηθεί πιο δραστικά εφεξής: τον σώζει από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα στα χιονισμένα βουνά του Colorado και τον κρατάει τρυφερά δέσμιο στο απομονωμένο κτήμα της, με την σαφή ελπίδα να την ερωτευτεί μέχρι θανάτου. Ένα βιβλίο συνηθισμένου μεγέθους (τριακοσίων σελίδων και άνω) που πίσω από το horror κρύβει συμβολισμούς για τη δημιουργική διαδικασία, τα βάσανα του writer’s block και το δώρο της έμπνευσης, γίνεται οσκαρική ταινία 107 λεπτών το 1990 και ύστερα περιορισμένης επιτυχίας δίωρο θεατρικό, και εδώ οφείλω να εστιάσω αναγκαστικά.
Ο Simon Moore είναι ο αυτουργός της θεατρικής μεταφοράς: πετσοκόβει τους δευτερεύοντες χαρακτήρες (το σερίφη της περιοχής και την ατζέντισσα του συγγραφέα – Lauren Bacall on screen) και ξαναγράφει το εφιαλτικό στορι για δύο, κάτι που το κάνει πιο μονότονο και κλειστοφοβικό, όντας περιορισμένο στο εσωτερικό του σπιτιού της Annie. Το θεατρικό ανέβηκε και συνεχίζει να ανεβαίνει σε διάφορες σκηνές στις θεατρικές πρωτεύουσες εντός εκτός και επί τα αυτά και ως αποτέλεσμα ανακύκλωσης του ρεπερτορίου έφτασε και στην Αθήνα στο Θέατρο Χώρα σε σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια.
Ειλικρινά, η ένστασή μου είναι προς τη θεατρική μεταφορά εξαρχής. Χάνει τόσο πολύ σε σχέση με την ταινία, που είναι μάλλον καλύτερα ο θεατρόφιλος που θα θελήσει να ζήσει στο ζοφερό σύμπαν του φυλακισμένου συγγραφέα στο Χώρα, να μην την έχει δει ή να μην τη θυμάται καθόλου, ώστε να αποφύγει ανώφελες συγκρίσεις. Το σκηνικό εδώ έχει τη στατικότητα μιας ενιαίας ψιλοάδειας σκηνής με σχετικό βάθος και με δυο παχιές κολόνες που ενοχλούν τη θέαση στους καθήμενους στο πλάι και όχι μετωπικά στη σκηνή. Η Ανέζα Παπαδοπούλου-Annie δεν είναι η συμπαθής φεγγαροπρόσωπη Kathy Bates (που τιμήθηκε με Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου για τη δική της ερμηνεία) που μας πιάνει κορόιδα με τη φαινομενική καλοσύνη της. Εκεί, η αγωνία κλιμακώνεται ακριβώς επειδή ταξιδεύουμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα: η Annie φαίνεται γλυκιά, όλο φροντίδα για τον άρρωστο Paul με τον πουριτανισμό της να συνάδει στην παραπλανητική εικόνα που δημιουργεί. Tο σχέδιο παντοτινού εγκλεισμού που έχει καταστρώσει και η ψυχολογική της ιδιορρυθμία αποκαλύπτεται σταδιακά και σε μας και στον ίδιο τον Paul. Εδώ ο σκηνοθέτης δίδαξε μια κλοουνίστικη και απεχθή Number One Fan, επίπεδη και θεόμουρλη από την αρχή μέχρι το τέλος (το κοστούμι της φωτογραφίας με το οποίο ο Ανέζα κάνει grand entrance δεν αφήνει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό). Επιπλέον, το ερμηνευτικό βάρος πέφτει κυρίως σ’ αυτήν αφήνοντας τον Ψαρά να καταφτάνει τελευταίος και καταϊδρωμένος βογγώντας στο κρεβάτι του πόνου.
Η διαπίστωση, εν κατακλείδι, είναι ότι ένα μεγάλο κείμενο, όσα σκαμπίλια κι αν του δώσεις (κειμενοπροσαρμοστικά, ερμηνευτικά, σκηνοθετικά), συνεχίζει να ζει και αναπνέει με αξιοπρέπεια. Λίγη ή περισσότερη ανία όμως δε τη γλιτώνετε.
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Σκηνικά- Κοστούμια: Αναστασία ΑρσένηΗ διαπίστωση, εν κατακλείδι, είναι ότι ένα μεγάλο κείμενο, όσα σκαμπίλια κι αν του δώσεις (κειμενοπροσαρμοστικά, ερμηνευτικά, σκηνοθετικά), συνεχίζει να ζει και αναπνέει με αξιοπρέπεια. Λίγη ή περισσότερη ανία όμως δε τη γλιτώνετε.
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Φωτισμοί: Ανδρέας Μπέλης
Μουσική Επιμέλεια: Ελεάνα Βραχάλη
Παίζουν: Νίκος Ψαράς, Ανέζα Παπαδοπούλου
Χώρα -Eξώστης
Αμοργού 20, Κυψέλη, 210 8673945