Το Μαυριτσάκη τον ξέρουμε από το Τυφλό Σημείο, που, η αλήθεια να λέγεται, προσωπικά δε μας ξετρέλανε. Έπιασε να πει πράματα χιλιοειπωμένα, και ίσως μάλιστα καλύτερα ειπωμένα στο παρελθόν Ξετρέλανε όμως ένα σκασμό κόσμο, ανάμεσα σε αυτούς και την κριτική επιτροπή που του έδωσε το Βραβείο Κουν στην κατηγορία καλύτερο νεοελληνικό έργο 2008.
Δύσκολο έργο, εξαντλητικό, το τωρινό. Και γι' αυτήν και για μας. Η Αγγελική Στελλάτου έφερε εις πέρας ένα πραγματικό άθλο (κι ο Φοντούκης, ok, ήταν καλός εκφωνητής, quite scary). Επί μία ώρα και ένα τέταρτο μιλούσε ασταμάτητα με το ίδιο μονότονο ύφος και το ίδιο στεγνό ηχόχρωμα, κάτι ανάμεσα σε ρομπότ και τυποποιημένη αισθησιακή φωνή των τηλεφωνικών γραμμών 090. Κινούσε μόνο τα χέρια της, κατά τρόπο μηχανικό και συνεχώς πανομοιότυπο, και ελάχιστα από τη μέση και κάτω, για την ακρίβεια έκανε μετατοπίσεις βάρους από τα αριστερά προς τα δεξιά, ώστε να μπορέσει στη διάρκεια του μονολόγου της να φτάσει από την αρχή του πάγκου στο τέλος του. Και μετά να εξαφανιστεί στα παρασκήνια.
Με μανικιούρ μοντέρνας μάγισσας ή τρομερού αρπαχτικού-- ψεύτικα νύχια περί τους πέντε πόντους-- με ροζ διάφανη, πεντακάθαρη, στολή και άψογα ξανθά μαλλιά η εργαζόμενη σε ένα παράρτημα fast food αγαπητό στους πεινασμένους πελάτες του, μας ραντίζει μεθοδικά με περισσή ευθύτητα με τις σκέψεις, τη ζωή της, τις σχέσεις στο επαγγελματικό της περιβάλλον, τις προσδοκίες και τους φόβους της. Τα μαθαίνουμε όλα γι' αυτήν, πράγματα προσωπικά, και μη. Κάποια ίσως κι εμείς να τα σκεφτήκαμε, αλλά τα κρατήσαμε για τον εαυτό μας. Μου λείπει ο ύπνος, λέει. Κι ύστερα, ομολογεί πως θα περνούσε τη ζωή της καρφωμένη στο κρεβάτι, αν μπορούσε στ' αλήθεια να μην κάνει πράγματα μόνο και μόνο επειδή πρέπει. "Η διασκέδαση εξαρτάται από το μέγεθος του πλήθους. Μου λείπει διασκέδαση. Την παίρνω σα φάρμακο, βγαίνω επειδή πρέπει".
Δε διστάζει να μιλήσει και για τις σχέσεις της με τους γονείς ή αυτούς που κάποτε ήταν γονείς της, τώρα είναι κάποιοι άγνωστοι. Κι ίδιοι θεωρούν ότι είναι άβολο να είναι κόρη τους, γιατί βλέπουν σ' αυτή κάτι ξένο και απειλητικό. Μιλάει για το διευθυντή της, που είναι έξυπνος, αλλά με την απαραίτητη δόση βλακείας που υπάρχει σε όλους τους έξυπνους ανθρώπους, ελπίζει. Για ένα ζευγάρι παπούτσια που θέλει, ακριβά όσο ένας μισθός. Ένα διαρκές παραλήρημα, όμως απόλυτα οργανωμένο και ελεγχόμενο στην εκφορά του, που μοιάζει τελικά απόλυτα προμελετημένο.
Κείμενο δυνατό που προλαβαίνει να αγγίξει πάρα πολλά σε πολύ λίγο. Όμως η εγγενής δυσκολία του concept -- ένας άνθρωπος στη σκηνή να παριστάνει την πλαστική κούκλα ανάμεσα στο πλαστικό φαγητό σ' έναν πλαστικό κόσμο (sic)-- πριν προλάβει να αγγίξει το θεατή, τον τρομάζει με τη μονοτονία του και ίσως να τον εμποδίζει να παρακολουθήσει απερίσπαστος μέχρι τέλους. Πολύ ενδιαφέρον, διαφορετικό, αιχμηρό κέιμενο που θα διαβαζόταν μονορούφι, σίγουρα και διαφέρει έτη φωτός από το προηγούμενο του συγγραφέα.
Αναρωτιόμασταν με ένα φίλο για το ρόλο του σκηνοθέτη στη συγκριμένη παράσταση.Δεν ήταν ακριβώς σκηνοθέτης, αλλά αντι-σκηνοθέτης. Χρειαζόταν μάλλον να εφιστά την προσοχή στην Αγγελική όποτε πήγαινε να παρασυρθεί από το συναίσθημα. Πιο μονότονα, θα της έλεγε, κατά πάσα πιθανότητα, πιο άχρωμα, μη βάζεις τόση ζωή στα λόγια! Γιατί, το όλο στήσιμο ήθελε ακριβώς το αντίθετο. Αποστειρωμένη ζωή, 100% υπό έλεγχο.
Τώρα που το σκέφτομαι, πάντως, ο Μαυριτσάκης είχε όντως να πει πολλά, αλλά θα προτιμούσα να είχε περιοριστεί σε λιγότερα και να αφήσει κάποια για ένα άλλο θεατρικό. Ή, έστω, να επεκταθεί και να εμβαθύνει σε κάποια από όσα έθιξε εδώ σε κάποιο επόμενο έργο του στο μέλλον, γιατί, τελικά, ίσως και να μπουκώσαμε από τα πολλά νοήματα, ίσως πάλι να ήταν ολων η πρόθεση να μπουκώσουμε, όπως ακριβώς οι πεινασμένοι πελάτες μπουκώνονται με τα βρώμικα μπιφτέκια και τις χρωματιστές σάλτσες.
Σκηνοθεσία – Σκηνογραφία – Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Φωτισμοί: Αλέκος ΓιάνναροςΔύσκολο έργο, εξαντλητικό, το τωρινό. Και γι' αυτήν και για μας. Η Αγγελική Στελλάτου έφερε εις πέρας ένα πραγματικό άθλο (κι ο Φοντούκης, ok, ήταν καλός εκφωνητής, quite scary). Επί μία ώρα και ένα τέταρτο μιλούσε ασταμάτητα με το ίδιο μονότονο ύφος και το ίδιο στεγνό ηχόχρωμα, κάτι ανάμεσα σε ρομπότ και τυποποιημένη αισθησιακή φωνή των τηλεφωνικών γραμμών 090. Κινούσε μόνο τα χέρια της, κατά τρόπο μηχανικό και συνεχώς πανομοιότυπο, και ελάχιστα από τη μέση και κάτω, για την ακρίβεια έκανε μετατοπίσεις βάρους από τα αριστερά προς τα δεξιά, ώστε να μπορέσει στη διάρκεια του μονολόγου της να φτάσει από την αρχή του πάγκου στο τέλος του. Και μετά να εξαφανιστεί στα παρασκήνια.
Με μανικιούρ μοντέρνας μάγισσας ή τρομερού αρπαχτικού-- ψεύτικα νύχια περί τους πέντε πόντους-- με ροζ διάφανη, πεντακάθαρη, στολή και άψογα ξανθά μαλλιά η εργαζόμενη σε ένα παράρτημα fast food αγαπητό στους πεινασμένους πελάτες του, μας ραντίζει μεθοδικά με περισσή ευθύτητα με τις σκέψεις, τη ζωή της, τις σχέσεις στο επαγγελματικό της περιβάλλον, τις προσδοκίες και τους φόβους της. Τα μαθαίνουμε όλα γι' αυτήν, πράγματα προσωπικά, και μη. Κάποια ίσως κι εμείς να τα σκεφτήκαμε, αλλά τα κρατήσαμε για τον εαυτό μας. Μου λείπει ο ύπνος, λέει. Κι ύστερα, ομολογεί πως θα περνούσε τη ζωή της καρφωμένη στο κρεβάτι, αν μπορούσε στ' αλήθεια να μην κάνει πράγματα μόνο και μόνο επειδή πρέπει. "Η διασκέδαση εξαρτάται από το μέγεθος του πλήθους. Μου λείπει διασκέδαση. Την παίρνω σα φάρμακο, βγαίνω επειδή πρέπει".
Δε διστάζει να μιλήσει και για τις σχέσεις της με τους γονείς ή αυτούς που κάποτε ήταν γονείς της, τώρα είναι κάποιοι άγνωστοι. Κι ίδιοι θεωρούν ότι είναι άβολο να είναι κόρη τους, γιατί βλέπουν σ' αυτή κάτι ξένο και απειλητικό. Μιλάει για το διευθυντή της, που είναι έξυπνος, αλλά με την απαραίτητη δόση βλακείας που υπάρχει σε όλους τους έξυπνους ανθρώπους, ελπίζει. Για ένα ζευγάρι παπούτσια που θέλει, ακριβά όσο ένας μισθός. Ένα διαρκές παραλήρημα, όμως απόλυτα οργανωμένο και ελεγχόμενο στην εκφορά του, που μοιάζει τελικά απόλυτα προμελετημένο.
Κείμενο δυνατό που προλαβαίνει να αγγίξει πάρα πολλά σε πολύ λίγο. Όμως η εγγενής δυσκολία του concept -- ένας άνθρωπος στη σκηνή να παριστάνει την πλαστική κούκλα ανάμεσα στο πλαστικό φαγητό σ' έναν πλαστικό κόσμο (sic)-- πριν προλάβει να αγγίξει το θεατή, τον τρομάζει με τη μονοτονία του και ίσως να τον εμποδίζει να παρακολουθήσει απερίσπαστος μέχρι τέλους. Πολύ ενδιαφέρον, διαφορετικό, αιχμηρό κέιμενο που θα διαβαζόταν μονορούφι, σίγουρα και διαφέρει έτη φωτός από το προηγούμενο του συγγραφέα.
Αναρωτιόμασταν με ένα φίλο για το ρόλο του σκηνοθέτη στη συγκριμένη παράσταση.Δεν ήταν ακριβώς σκηνοθέτης, αλλά αντι-σκηνοθέτης. Χρειαζόταν μάλλον να εφιστά την προσοχή στην Αγγελική όποτε πήγαινε να παρασυρθεί από το συναίσθημα. Πιο μονότονα, θα της έλεγε, κατά πάσα πιθανότητα, πιο άχρωμα, μη βάζεις τόση ζωή στα λόγια! Γιατί, το όλο στήσιμο ήθελε ακριβώς το αντίθετο. Αποστειρωμένη ζωή, 100% υπό έλεγχο.
Τώρα που το σκέφτομαι, πάντως, ο Μαυριτσάκης είχε όντως να πει πολλά, αλλά θα προτιμούσα να είχε περιοριστεί σε λιγότερα και να αφήσει κάποια για ένα άλλο θεατρικό. Ή, έστω, να επεκταθεί και να εμβαθύνει σε κάποια από όσα έθιξε εδώ σε κάποιο επόμενο έργο του στο μέλλον, γιατί, τελικά, ίσως και να μπουκώσαμε από τα πολλά νοήματα, ίσως πάλι να ήταν ολων η πρόθεση να μπουκώσουμε, όπως ακριβώς οι πεινασμένοι πελάτες μπουκώνονται με τα βρώμικα μπιφτέκια και τις χρωματιστές σάλτσες.
Σκηνοθεσία – Σκηνογραφία – Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Ηχητικός συνδυασμός: Γιάννης Παξεβάνης
Παίζουν: Αγγελική Στελλάτου, Κοσμάς Φοντούκης
Ελληνικό Φεστιβάλ
Από Μηχανής Θέατρο
Ακαδήμου 13, Κεραμεικός, 210 52 31 131
2 σχόλια:
Εμείς εδώ στην επαρχία δεν έχουμε τέτοιες ευκαιρίες..
Πάντως αυτή η παράσταση μάλλον δε σου άρεσε πολύ..
(Ή μήπως πρέπει να σας μιλάω στον πληθυντικό;)
Τώρα το καλοκαίρι πολλές παραστάσεις κάνουν περιοδεία, κάτι καλό θα υπάρχει να δεις! Θα πρότεινα να το ψάξεις.
Η συγκεκριμένη, χμ, φαίνεται, πως κάπως με κούρασε, ναι, αν και είχε ενδιαφέρον.
Δημοσίευση σχολίου