Σελίδες

29/1/08

Εσωτερικές Ειδήσεις

του Μάριου Ποντίκα

Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος που παρακολούθησε την παράσταση από την μπροστινή σειρά είναι λογικά πιο αρμόδιος να πει τη γνώμη του γι’ αυτή, αν μη τι άλλο γιατί το θεατρικό κείμενο του Μάριου Ποντίκα άπτεται περισσότερο των δικών του εμπειριών, αλλά και για τον επιπλέον λόγο ότι έχει μεγαλύτερη κοινωνική και πολιτική ευαισθησία για τον τόπο αυτό απ’ ότι η δική μας αδιάφορη γενιά. Το ίδιο το κείμενο, εν είδει «θεατρικού ρεπορτάζ» γράφτηκε χρόνια πριν και περιγράφει την Ελλάδα που τρώει τα παιδιά της ως άλλος Κρόνος. «Είμαι περήφανος που είμαι Έλλην», επιμένει στωικά ο Γιώργος Αρμένης σε βιντεοσκοπημένα στιγμιότυπα κατά τη διάρκεια της παράστασης, αφού σα στρίγγλα δασκάλα η πατρίδα τον έχει βάλει τιμωρία στη γωνία. Εικόνα εξαιρετικής θλίψης και απελπισίας, ο ηλικιωμένος που στέκεται στο ένα πόδι και με δυσκολία κρατάει την ισορροπία του, ενώ δηλώνει την περηφάνια για την καταγωγή του, ανάμεσα όμως σε διάσπαρτα παράπονα για την απουσία ανταπόκρισης στα ειλικρινή αισθήματά του. ( Πληρώνω τους φόρους μου, λέει, κάνω το ένα, κάνω το άλλο, γιατί εσύ δε δείχνεις να μ’αγαπάς λιγάκι...) Έτσι ένιωθαν τότε, όταν ο Ποντίκας αποτύπωνε την καθημερινότητα του ’79-‘80, έτσι νιώθουμε κι εμείς τώρα ( "Ελλάδα, συγγνώμη, αν θες ν’ αλλάξω γνώμη, πρέπει κι εσύ να μάθεις ν’ αγαπάς" ), αλλά προτιμάμε να το ξεχνάμε για να μην εκπατριστούμε κακήν-κακώς.

Η διάχυτη απογοήτευση προς τη μητέρα πατρίδα είναι μάλλον ο λόγος που μια ομάδα νέα παιδιά, απόφοιτοι της Σχολής του Αρμένη διάλεξαν αυτό το σατιρικό σπονδυλωτό θεατρικό του Ποντίκα και για λόγους εκσυγχρονισμού προφανώς άλλαξαν και το ελάχιστο στοιχείο καθαρεύουσας στη νεοελληνική. Από Εσωτερικαί οι Ειδήσεις έγιναν μεν Εσωτερικές, αλλά οι αναφορές στη γαρδούμπα, τα παϊδάκια και το αρνάκι που απολαμβάνει ένα ζευγάρι καλοφαγάδων προδίδει από την αρχή την εποχή γραφής του. Τότε, με διάφορες εθνικές υποδουλώσεις και ανέχειες να είναι ακόμη νωπές μνήμες, το καλό φαί, η άψογη οικία υποδήλωναν ότι έχεις, ότι ξέρεις να ζεις. Η διαπλοκή και η γραφειοκρατία που περιγράφεται πάντως είναι ακόμη κραταιές και ακμαίες τακτικές. Μια παράσταση που σκοπό έχει να βγάλει γέλιο --και το κάνει καλά, μέχρι να μας βγει ξινό, γιατί δεν είναι κι εύκολο να γελάσει κανείς ανενόχλητος με το χάλι μας. Το σίγουρο είναι ότι ανακαλύψαμε υποκριτική φλόγα στους νεαρούς θεράποντες της τέχνης του Θέσπη. Πιο πολύ στην εντυπωσιακή Λουίζα Ζούζια-την καλλίφωνη ντίβα που δηλώνει νωχελικά ότι «Το θέατρο είναι αλκοολίκι» και το εκπληκτικό κοιλιόδουλο ζεύγος της έναρκτήριας σκηνής -Βιβή Αλεξάνδρου και Ανδρέα Κυριακού.

Σκηνοθεσία: Χάρης Χαραλάμπους
Σκηνικά- κουστούμια: Ελένη Δουνδουλάκη
Μουσική Επιμέλεια: Χάρης Χαραλάμπους
Παίζουν: Βιβή Αλεξάνδρου, Λουΐζα Ζούζια, Μπίλιω Καλιακάτσου, Ανδρέας Κυριακού, Νίκος Κωνσταντάκης, Χάρης Χαραλάμπους
Συμμετέχει: Γιώργος Αρμένης

Νέο Ελληνικό Θέατρο Γιώργου Αρμένη

Σπ. Τρικούπη 34 & Κουντουριώτου, 210 8253489

27/1/08

Θείος Βάνιας

του Άντον Τσέχωφ

"Την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις" - όμορφο δεν είναι αλήθεια να βρίσκεις τις διακριτικές συγγένειες ανάμεσα στους ποιητές;

Είχα την τύχη η πρώτη ενήλικη παράσταση που είδα σε αθηναϊκή σκηνή να είναι ο Γλάρος του Τσέχωφ. Συγκεκριμένα ήταν ο Γλάρος στο Θέατρο Διονύσια ακόμη τότε. Η πραγματική ευτυχία από την παράσταση εκείνη που έχει πιά τώρα αποθηκευτεί στο σάκο με τα πιό όμορφα εφηβικά εφόδια - αναμνήσεις, έγγειται στην πρώτη εκείνη επαφή με το έργο του μεγάλου Ρώσου δραματουργού. Εν πολλοίς ο τσεχωφικός τρόπος παραμένει πάντα ένα πανέμορφο πάντρεμα ποιητικότητας και ρεαλισμού και η απλότητα του έχει μια καθηλωτική δύναμη που καταστέλλει πάνω στη σκηνή την δύναμη και του πιό ευφάνταστου ακόμα σκηνοθετικού εντυπωσιασμού. Γιατί με λόγια απλά, ο Τσέχωφ κατάφερε να ξεπεράσει με τα έργα του το φράγμα του χωροχρόνου και να καταγράψει χωρίς ιδιαίτερες φιλοσοφίες τις πιό βαθιές ανθρώπινες αλήθειες που πάντα, παντού και με κάθε τρόπο μας αφορούν και θα μας αφορούν όλους.

Το μεγάλο συν της παράστασης του Θείου Βάνια που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Μιχαηλίδης είναι ακριβώς η απλότητα της. Στην αχανή σκηνή του Ανοιχτού Θεάτρου χωρίς κανένα σκηνικό περιττό και χωρίς καμιά κρίση φτιασιδωμένης σκηνοθετίλας ο Μιχαηλίδης διακριτικά παρών επέτρεψε στο μεγάλο έργο και στους ήρωες του να αναπνεύσουν και να μας εμπνεύσουν ατμόσφαιρα τσεχωφική. Άνθρωποι σαν κι εμάς, τόσο καθημερινοί και τόσο σύνθετοι συνάμα, άνθρωποι με τους ίδιους ατελέσφορους έρωτες, τις ίδιες ματαιωμένες ελπίδες και τα ίδια αδιέξοδα ψυχής - τί κι αν έχει περάσει ο δικός τους αιώνας- έχουν τοποθετηθεί στη σκηνή από τον Μιχαηλίδη σε μια τόσο εύστοχη προοπτική χάους που αναδεικνύονται σε φιγούρες εμβληματικές κάθε εποχής που ο μέσος άνθρωπος ζει το δικό του κωμικό δράμα, τη δική του μικρή και μεγάλη ζωή.

Η τελευταία σκηνή με τον Σοφοκλή Πέππα και την Ντίνα Μιχαηλίδη - οι δύο ηθοποιοί σε δύο υποδειγματικές ερμηνείες ως Θείος Βάνια και Σόνια αντίστοιχα- καθισμένους και δουλευταράδες μπροστά στο γραφειάκι τους υπό την ανάμνηση του τελευταίου μονόλογου της Σόνια με τα πεισματικά "Θα ζήσουμε, θείε Βάνια" και τα μοιραία "Θ΄αναπαυτούμε" θα σας χαρίσει μια καθηλωτική ανάμνηση ζωής.

Σκηνοθεσία: Γιώργος Μιχαηλίδης
Μετάφραση: Αλέξανδρος Κοέν
Σκηνικά - κοστούμια: Αγνή Ντούτση
Μουσική: Αντώνης Μιχαηλίδης
Bοηθός Σκηνοθέτη: Κώστας Μακρόπουλος

Παίζουν: Σοφοκλής Πέππας, Ζωή Φυτούση, Γιώργος Γεωγλερής, Ντίνα Μιχαηλίδη, Θάλεια Προκοπίου, Παναγιώτης Μπουγιούρης, Σπύρος Μπιμπίλας, Μπέλλα Μπερδούση, Κωνσταντίνος Μακρόπουλος.

Κάλβου 70 και Γκύζη, 210 6445749

26/1/08

Ο Δον Ζουάν στο Σόχο

του Partick Marber

Ο Δον Ζουάν του Μολιέρου είχε πολύ πλάκα όταν τον έβλεπα ως λυκιόπαις. Τώρα, θα μου φαινόταν λιγότερο αστείο, ενδεχομένως, όσο not very funny μου φάνηκε και η μοντέρνα μεταφορά του. Κάτι μου λέει ότι ο Partick Marber δεν είναι σε μεγάλη φόρμα, όμως στο Λονδίνο λάτρεψαν την παραστασούλα πέρυσι. Τι να πω, ίσως το ανέβασμα να ‘χε κατιτίς παραπάνω από το ντόπιο, όσο κι αν δε μπορώ να φανταστώ τι. Ίσως να είχε πιο στιβαρή σκηνοθεσία, για παράδειγμα.

Παρωχημένο θέμα θα το έλεγα εγώ εξαρχής, γιατί η ανομία και η αχόρταγη φύση του Don είναι απόλυτα νομιμοποιημένα στην εποχή μας. Η δημιουργία λίστας ατέλειωτων πρώην από νεαρούς ζεν πρεμιέ και η προτίμηση της ποσότητας εις βάρος της ποιότητας –σαβουρογάμης, για του λόγου το αληθές, ονομάζεται ο D.J. από τον πιστό του υπηρέτη— δεν είναι ούτε κατά διάνοια κολάσιμη σήμερα, όσο κι αν ήταν την εποχή που ο Μολιέρος έγραψε το Πέτρινο Συμπόσιό του, παίρνοντας κι αυτό το θέμα δανεικό από έναν ακόμη παλιότερο ισπανικό ιπποτικό μύθο. Πιο πολύ ενδιαφέρον κοινωνιολογικά και τόνους πλάκα, θα είχε η αντιστροφή του σχήματος του δονζουανισμού, η μεταφορά του δηλαδή από το αρσενικό στο θηλυκό φύλο, αλλά μάλλον ο Marber δε το σκέφτηκε έτσι ακριβώς.

Φυσικά, η γλαφυρότατη και πολύ της πιάτσας μετάφραση του Θοδωρή Πετρόπουλου είναι το κύριο στοιχείο που επανατοποθετεί το θεατρικό στην κωμική του διάσταση, κάτι που άλλωστε σιγουρεύει η ύπαρξη του ρόλου πιστού υπηρέτη Σγαναρέλ –εδώ του αφοσιωμένου εργαζομένου Νταν-- που ζητάει ακατάπαυστα τους μισθούς του, μόνο για να μην τους πάρει ποτέ. Άφθαστη τεχνική εκ μέρους του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη –φάνηκε όμως να του λείπει ψυχή και να βαριέται λιγουλάκι. Τις εντυπώσεις κλέβει δίχως άλλο ο Κωνσταντίνος Παπαχρόνης ως Νταν και η μπριόζα Θωμαΐς Ανδρούτσου. Συγκινητικός και ο Χρήστος Πάρλας ως πατέρας του άσωτου υιού.

Πιο πολύ μας τράβηξε, για την ακρίβεια, το πρόγραμμα της παράστασης. Άνετα παίρνει το βραβείο του καλύτερου θεατρικού προγράμματος της σαιζόν που μας πέρασε, πιθανότατα και αυτής που διανύουμε, τόσο πλήρες είναι. Γεμάτο πληροφορίες, πάμπολλες οπτικές που εξετάζουν το φαινόμενο Δον Ζουάν και προπάντων βουτηγμένο σε δηκτικό χιούμορ. Απόψεις για το χαρακτήρα του Δον, ανάλυσή του υπό το πρίσμα του νιχιλισμού, του λιμπερτινισμού, ακόμη και με ψυχολογικούς όρους, όπως αυτός της ψυχοπάθειας. Οι οδηγίες ασυναγώνιστου φλερτ για επίδοξους Δον Ζουάν ίσως ήταν βέβαια πιο χρήσιμη από άλλες πληροφορίες. Ποιος είναι στα credits; Μόνο μια Τζωρτζίνα Κακουδάκη θα μπορούσε να κρύβεται πίσω από την επιμέλεια ύλης.

Τελευταίο: στα συν του καλλιτεχνικού οργανισμού CoYoT είναι η πρωτοφανής κοινωνική ευαισθησία του. Πρόσφατα εγκαινίασε το πρόγραμμα Χώρα για Όλους στόχος του οποίου είναι να διευρύνει το (ισχνό δυστυχώς) θεατρικό κοινό, εντάσσοντας σε αυτό νέους και άτομα με αναπηρίες εμπλουτίζοντας το πρόγραμμά του με ποικίλλες δράσεις και εκπαιδευτικά σεμινάρια καθώς και παραστάσεις με ακουστική περιγραφή για άτομα με προβλήματα όρασης.

Μετάφραση: Θοδωρής Πετρόπουλος
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
Σκηνικά: Γιώργος Γαβαλάς
Επιμέλεια Κοστουμιών: Μαρία - Χριστίνα Πολυμενάκου
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Μουσική: Μίνως Μάτσας
Παίζουν: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Κωνσταντίνος Παπαχρόνης, Εβίτα Ζημάλη, Θωμαΐς Ανδρούτσου, Δήμητρα Σιγάλα, Δημήτρης Λιόλιος, Χρήστος Πάρλας, Τηλέμαχος Κρεβάικας, Δημήτρης Ξανθόπουλος, Βαγγέλης Ψωμάς

Καλλιτεχνικός Οργανισμός CoYoT

Χώρα
Αμοργού 20, Κυψέλη, 210 8673945

24/1/08

Penetrator

του Anthony Neilson

Ο Anthony Neilson είναι Σκοτσέζος και μπλαζέ, βλέπει ελάχιστα θέατρο από φόβο μην επηρεαστεί από τις διάχυτες ιδέες των άλλων, αλλά πηγαίνει συχνά στον κινηματογράφο. Είναι από τους πρώτους που έκανε την παραφουσκωμένη σκληρότητα μέρος των θεατρικών του (τον ακολούθησαν κατά πόδας Kane, Ravenhill και πολλοί άλλοι), γι’ αυτό και συνδέεται με το In-Yer-Face theatre ως παππούς, προπομπός or something.

Γράφει με ζωντάνια και αμεσότητα, γεμίζει τα έργα του με μαύρο χιούμορ και τραγουδάκια –αν μπορεί να τα ταιριάξει κάπου-- αλλά το σημαντικότερο πράγμα που μας κάνει να τον αγαπάμε είναι ότι μισεί τα βαρετά έργα, άρα δε θα έγραφε ποτέ ένα απ’ αυτά. «Στο θέατρο, το να προκαλείς ανία στους θεατές είναι η μέγιστη αμαρτία», λέει, μιλώντας για τους καημένους θεατές που πληρώνουν αδρά για να ψυχαγωγηθούν μόνο για να αποφασίσουν τελικά να μην ξαναπατήσουν στο θέατρο. Επειδή από δω κι εμείς έχουμε τα ίδια αυστηρά κριτήρια –γιατί ο ευφυώς σαρκαστικός Neilson δεν παραλείπει να αναφερθεί και στα μακροσκελή θεατρικά, δίνοντας την εξής ριζική συμβουλή στους νέους συγγραφείς: «...πιάστε μια καρέκλα στο θέατρο όπου σκοπεύετε να ανεβάσετε το έργο σας και καθίστε εκεί κρατώντας ένα χρονόμετρο. Όταν θα νιώσετε μούδιασμα στον πισινό και πόνους στη σπονδυλική στήλη, πατήστε στοπ. Ο χρόνος που μεσολάβησε είναι ο ιδανικός για τη διάρκεια του θεατρικού σας. Οτιδήποτε παραπάνω είναι επίφοβο.», τον ανακηρύσσουμε επίσημα τον Πάπα της θεατρικής γραφής.

Ένα από τα τελευταία θεατρικά του σε μια πιο καραγκιοζλίδικη εκδοχή βέβαια, ανέβασε τα προηγούμενα χρόνια ο Πέτρος Φιλιππίδης, με ελληνικό τίτλο Ψέμα στο Ψέμα. Είναι το αγγλιστί The Lying Kind μια μαύρη χριστουγεννιάτικη φάρσα ολκής.

Το Penetrator είναι από τα θεατρικά που τον έκαναν γνωστό ίσως και εξαιτίας του προκλητικού και όχι συχνά υπό μελέτη θέματός του. Ο τίτλος ήδη μας προϊδεάζει με τον όχι ανεπαίσθητο σεξουαλικό υπαινιγμό του που εξηγείται καθαρά στη συνέχεια. Το θεατρικό έχει καθαρά αντρικό χαρακτήρα, η γυναικεία παρουσία απουσιάζει από τη σκηνή, αλλά παρουσιάζεται διασκεδαστικά μισογυνικά (τι μου θυμίζουν όλ’ αυτά ) σε κάθε αναφορά της. Ήδη η εξαιρετικά σκηνοθετημένη έναρξη, με μια παθιασμένη αντρική φωνή να περιγράφει μια περίεργη σεξουαλική του εμπειρία, που αποδεικνύεται τελικά ότι είναι το cheap story ενός πορνοπεριοδικού δίνει τον τόνο.

Η υπόθεση ευσύνοπτη με στιγμές έντονες: δυο συγκάτοικοι –και οι δυο μπακούρια, για διαφορετικούς όμως λόγους—σαχλαμαρίζουν και παίζουν x rated παιχνίδια με τα αρκουδάκια τους, όταν ένας φίλος από τα παλιά που μόλις τον έδιωξαν από το στρατό τους χτυπάει την πόρτα. Εξιστορεί τα παθήματά του που οι δυο τους αντιμετωπίζουν με δυσπιστία: οι penetrators ή διεισδυτές, μια μυστική υπο-οργάνωση μέσα στο στρατό, τον υπέβαλλαν σε σεξουαλικού τύπου βασανιστήρια μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Ομοφοβικά κόμπλεξ έρχονται στην επιφάνεια, η εριστική ατμόσφαιρα γίνεται επιθετική και ένα μαχαίρι μάχης βγαίνει από το στρατιωτικό σάκο για να δώσει στην ασαφή βία πιο συγκεκριμένη μορφή.

Ο καλύτερος στο 3-man show είναι και ο μικρότερος: ο Μάνος Κανναβός στο ρόλο του ευαίσθητου και σκεπτικιστή Άλαν κάνει πιστευτή με την ξανθή κώμη και το DSquared μπουφανάκι του την κατάστασή του ως απροστάτευτο κρυφο-γκέι. Ο Δημήτρης Λάλος είναι εξίσου καλός την περισσότερη ώρα, αλλά ο Στάθης Σταμουλακάτος ξένοιασε νομίζοντας ότι το ογκώδες παρουσιαστικό του είναι αρκετό για να δικαιολογήσει το ρόλο του ανεγκέφαλου τσαμπουκά που υποδύεται. Το σκηνικό είναι αρκούντως κλειστοφοβικό, και η φήμη του Penetrator εξαπλώνεται το ίδιο γρήγορα με τους ιούς και τα ζωύφια, αν κρίνω από την ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα του Επί Κολωνώ.

Μετάφραση - Σκηνοθεσία: Γιώργος Παλούμπης
Σκηνικά: Γιώργος Χατζηνικολάου
Φωτισμοί: Βασίλης Κλωτσοτήρας
Μουσική: Μάριος Στρόφαλης
Παίζουν: Δημήτρης Λάλος, Μάνος Κανναβός, Στάθης Σταμουλακάτος

Επί Κολωνώ

Ναυπλίου 12 & Λένορμαν, 210 5138067

14/1/08

Εγκλήματα και Εγκλήματα

του Αουγκούστ Στρίντμπεργκ

«Οι χαρακτήρες μου είναι μίγμα περασμένων και παρόντων πολιτισμικών επιπέδων, αποσπάσματα από βιβλία και εφημερίδες, κομμάτια ανθρώπινα, κουρέλια από πολυφορεμένα γιορτινά ρούχα –όπως ακριβώς είναι μανταρισμένη κι η ανθρώπινη ψυχή.» Έτσι μιλάει ο μέγας ανατόμος των ψυχών --κυρίως των γυναικείων-- για τους χαρακτήρες των έργων του και η περιγραφή ταιριάζει και στα Εγκλήματα, το όχι ιδιαίτερα γνωστό ούτε πολύ όμοιο με τα υπόλοιπα έργα του.

Αυτό το κείμενο που ισορροπεί ανάμεσα στο ρεαλισμό, το ψυχολογικό θέατρο, το ονειρόδραμα (και το διδαχτήκαμε ώρες πολλές από τον πρώτο που το ανέβασε πριν πολλά χρόνια στο Αμφι-Θέατρο, το Σπύρο Α. Ευαγγελάτο) δε ζητάει απαραίτητα καινοτόμες λύσεις, γιατί είναι από μόνο το παραφορτωμένο από νοήματα, συμβολισμούς και μπαρόκ αισθητική.

Ο σκηνοθέτης της ομάδας Όχι Παίζουμε, όμως, Γιώργος Σαχίνης είχε άλλη άποψη και αποφάσισε να εμπλουτίσει το κείμενο με τη βοήθεια του σωματικού θεάτρου. Έτσι, η πρωταγωνίστριά του Καρυοφυλλιά Καραμπέτη βρίσκεται πάμπολλες φορές στο στόμα...του λύκου, εχμ, της φάλαινας, στην οποία επίσης σκαρφαλώνει με ευλυγισία παρά τα δωδεκάποντα τακούνια της, φορώντας πανέμορφα πάλλευκα φορέματα. Εδώ μιλάμε για κόντρα ανάγνωση, εντωμεταξύ, γιατί η Ενριέτ που ενσαρκώνει είναι υποτίθεται η σκοτεινή γυναικεία φιγούρα του αφανισμού, που παρομοιάζεται και με την Αστάρτη, αλλά κυκλοφορεί επίμονα ντυμένη στα λευκά. Χρώμα που άλλωστε αγαπάει ο Σαχίνης (τις ίδιες λευκές κουρτίνες είχε κρεμάσει και στο Αίμα που Μαράθηκε). Ο Χατζησάββας μετά βίας βγαίνει αλώβητος (αν βγαίνει) από τη δίνη του πειραματισμού που τον αναγκάζει να παίζει κάπως ανάμεσα σε πνιγμένο στόμφο και απελπισμένο ζαμανφουτισμό και οι υπόλοιποι ντύνονται τα κοστούμια τους ωσάν στολές από τσίρκο χωρίς να ξέρουν γιατί.

Αναφορές στην καταπιεστική θρησκεία, τους όλο φρου-φρου και αρώματα ιερωμένους --ο ιερωμένος εδώ μεταμορφώνεται σε παχουλό αγγελάκι-υψίφωνο-- στη Ζαν ντ' Αρκ, στην αγνότητα και σε άλλα νεκρά σχήματα προσπαθούν να γεμίσουν με ουσία το απογυμνωμένο από το νόημά του θεατρικό.

Μάταιη προσπάθεια καταλήγει η νοηματοδότηση, αλλά στοιχεία όπως το οπτικό πανδαιμόνιο που προσφέρουν τα άψογα (almost) εκτελεσμένα ακροβατικά, η περιστρεφόμενη αρχετυπική φάλαινα, τα μοντέρνα κοστούμια και το spooky μακιγιάζ δίνουν μια κάποια ξεθυμασμένη ευχαρίστηση, τουλάχιστον για λίγο. Ύστερα, προσπαθούμε να ξεδιαλύνουμε, αφήνοντας το φαίνεσθαι κατά μέρος, τι σχέση έχουν τα διανοητικά με τα πραγματικά εγκλήματα, αν ο Μωρίς και το νέο του πάθος, πρώην ερωμένη του κολλητού του Ενριέτ φταίνε έστω και λίγο για το θάνατο του εξώγαμου του Μωρίς ανήμερα της πρεμιέρας του ως θεατρικός συγγραφέας και αν η παλιά φτωχο-γκόμενα Ζαν χρήζει λίγης από τη συμπάθειά μας. Επίσης, εστιάζουμε στο γυμνασμένο Χάμιλτον Μοντέιρο για να περάσει ευχάριστα η ώρα.

Μετάφραση
: Μαργαρίτα Μέλμπεργκ
Σκηνοθεσία: Γιώργος Σαχίνης
Χορογραφία - Συνσκηνοθεσία: Ειρήνη Αλεξίου
Σκηνικά -Κοστούμια: Γιάννης Σκουρλέτης
Μουσική: Κώστας Δαλακούρας
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανασούλα
Δραματουργική Έρευνα: Άρης Ασπρούλης
Παίζουν: Καριοφυλλιά Καραμπέτη, Μηνάς Χατζησάββας, Κώστας Φαλελάκης, Βέρα Λάρδη, Χάμιλτον Μοντέιρο, Βικτώρια Ταγκούλη

Θέατρο Προσκήνιο
Στουρνάρη & Καπνοκοπτηρίου 8, 210 8252242-3

10/1/08

Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα

του Μιχαήλ Μπουλγκακόφ

O Mikhail Bulgakov αν δεν είναι γνωστός για το υπόλοιπο έργο του (ας πούμε το θεατρικό έργο Η Ερυθρά Νήσος-The Crimson Island ή κάποιο από τα υπόλοιπα), είναι σίγουρα πασίγνωστος για το Μαιτρ και τη Μαργαρίτα. Το φανταστικό σατιρικό έργο του πέρασε από χίλια κύματα μέχρι να ολοκληρωθεί (κάπου το 1940) και εκδόθηκε αρχικά αποσπασματικά στη Ρωσία εξαιτίας της λογοκρισίας αρκετά χρόνια μετά το θάνατό του. Η υστεροφημία όμως είναι καλύτερη από την εν ζωή φήμη, οπότε ο Μπουλγακόφ χαίρει πλέον τη φήμη που αξίζει σε κάποιον που έγραψε ένα από τα σημαντικοτερα μυθιστορήματα του 20ου αιώνα.

Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα δεν είναι απλώς ένα απολαυστικό αφήγημα, αλλά και ένα έργο που απασχολεί συνεχώς εικονοκλάστες δημιουργούς με τις παράλογες και έντονες εικόνες του, αλλά η δυσκολία της μεταφοράς του με τη συνδρομή οποιασδήποτε από τις παραστατικές τέχνες είναι τεράστια. Όχι ότι δεν έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες διεθνώς, είτε στον κινηματογράφο είτε στο θέατρο, με τη ομώνυμη ρώσικη τηλεσειρά του 2005 να ανεβάζει τις πρωτόγνωρα τις θεαματικότητες.

Μεγαλεπήβολη κρίνεται λοιπόν εκ των πραγμάτων η προσπάθεια του Θεάτρου Παράθλαση να ανεβάσει το Μαιτρ (που υπάρχει online για τους τυχερούς αγγλομαθείς) στο στενάχωρο, υπόγειο στούντιό του στη Θεσσαλονίκη. Όμως το να κοιτάει κανείς ψηλά, κάθε άλλο παρά κατακριτέο είναι.

Τι γίνεται όταν ο Διάβολος εμφανίζεται ως Γερμανός καθηγητής στην κομουνιστική Ρωσία και ακούγοντας μια συζήτηση που τον αφορά έντονα –αφού περιστρέφεται γύρω από την ανυπαρξία του, πεισμώνει και του αποφασίζει να κάνει ζαβολιές; Ο Διάβολος –Woland παίρνει τη μορφή διασκεδαστή μάγου και αντί να διασκεδάσει τους Μοσχοβίτες, πάει να τους τρελάνει με ανεκδιήγητα μαγικά τύπου δημιουργία παραισθήσεων, εξαφάνιση ανθρώπων και άλλα ακόμη πιο περίεργα. Ο φτωχός Μαιτρ του τίτλου, πάλι, δεν είναι παρά ο συγγραφέας που γράφει ένα βιβλίο για τον Πόντιο Πιλάτο και τη συνάντησή του με τον Ιησού, αλλά δεν εκδίδεται ποτέ (εξαιτίας ενός κακιασμένου κριτικού λογοτεχνίας), τον οποίο ο ποιητής Bezdomny συναντάει στο τρελάδικο και αναλώνονται μαζί σε συζητήσεις για την ύπαρξη Θεού και Βελζεβούλ, εκτός των άλλων. Όσο για τη Μαργαρίτα, την αφοσιωμένη ερωμένη του Μαίτρ, είναι η μόνη που δέχεται το Διάβολο ως βοηθό της και χρησιμοποιώντας τις νεοαποκτηθείσες δυνάμεις της σώζει το Μαιτρ και καταδικάζει μερικούς από αυτούς που τον ταλαιπώρησαν.

Όχι ότι κανείς καταλαβαίνει και πολλά αν δε διαβάσει το βιβλίο, όμως η παράσταση είχε μια ευχάριστη πληρότητα και σου κρατούσε το χέρι στις κακοτοπιές. Ο πολυπληθής θίασος και κυρίως το υπόγειο που μύριζε κλεισούρα ίσως ήταν το πιο ταιριαστό για την αναπαράσταση ενός τόσο εκκεντρικού και σατανικά σαρκαστικού θέματος. Η προσέγγιση του μυθιστορήματος γίνεται κι εδώ –όπως και σε ανατολικές χώρες, όπου προτιμάται ενσωμάτωση μπαλέτου και λοιπής φαντασμαγορίας— με τη βοήθεια χορού και μουσικής, που δίνει απόκοσμη νότα στα συμβάντα. Ατμοσφαιρική μουσική και τραγούδια που ακούγονται σα να βγαίνουν λιγάκι από τις πύλες της κολάσεως, κίνηση από μέτρια έως καλή και κοστούμια από εξαιρετικά ευφάνταστα μέχρι υπολείμματα βεστιαρίου. Οι ηθοποιοί υποθέτω ότι είναι στην πλειονότητά τους οι μαθητές της δραματικής σχολής του θεάτρου Παράθλαση, και έτσι μόνο δικαιολογείται η όχι άψογη εκφορά του λόγου από ορισμένους, όπως και η τάση να φωνάζουν (και να overplay) και να μην υιοθετούν μια φυσική απόδοση του ρόλου.

Εξαιρετικές είναι οι στιγμές που χορωδία φωνών έρχεται ακριβώς πίσω και κάτω από τους θεατές, όταν οι ηθοποιοί χώνονται ανάμεσα στα σίδερα που συγκρατούν την ξύλινη κατασκευή της αμφιθεατρικής εξέδρας-χώρο καθισμάτων, όπως και η στιγμή που η Μαργαρίτα πετάει ολόγυμνη στον ουρανό της Μόσχας. Η γκρι απολιθωμένη ζωή που αποτελεί το σκηνικό είναι από τις πιο έξυπνες και με εύστοχο συμβολισμό επιλογές για μια low-budget παραγωγή. Που συγκεντρωτικά, μόνο ότι ξεπέρασε τον εαυτό της μπορούμε να της καταλογίσουμε, χωρίς διόλου να σταθούμε στις όποιες ατέλειές της. Θαρσείν χρη.

Απόδοση-Διασκευή: Μόνα Κιτσοπούλου – Γιώργος Γκασνάκης
Σκηνοθεσία: Μόνα Κιτσοπούλου
Μουσική: Αλέξανδρος Ραΐδης
Στίχοι: Γιώργος Γκασνάκης
Χορογραφίες-Κίνηση: Γιάννης Μαργαρώνης
Σκηνικά-Κοστούμια: Νίκος Καλαϊτζίδης
Φωτισμοί: Δημήτρης Τσιγγογιάννης
Παίζουν: Γιώργος Γκασνάκης, Σωτήρης Κανταρτζής, Γιούλη Αθουσάκη, Πάνος Δεληνικόπουλος, Θωμάς Αμαξόπουλος, Ελένη Μπέλα, Κώστας Ταρπατζής, Μίκα Στεφανάκη, Αλεξάνδρα Νικολαΐδου, Ευρώπη Αργυροπούλου, Πασχάλης Αραμπατζής, Στεφανία Κουφοπούλου, Ανδρέας Μαυραγάνης, Δήμητρα Τσενεσίδου, Αλέξανδρος Παπαγγέλου, Ελένη Συμεωνίδου, Δήμητρα Μιχαηλίδου, Ελένη Καραμεσίνη, Αφροδίτη Λαμπρακοπούλου, Χρύσα Γραμμένου, Αμαλία Ζαγοριανού, Δήμητρα Γρηγοριάδου, Παντελίτσα Μαυρογιάννη, Ιωάννα Τζίκα, Αφροδίτη Τράντα, Μίκα Στεφανάκη

Studio Παράθλαση
Κασσάνδρου 132, Θεσσαλονίκη, 2310 216 567

4/1/08

Παρακαλώ, ας μείνει μεταξύ μας

των Αλέξανδρου Ρήγα και Δημήτρη Αποστόλου


Είναι φυσικό και επόμενο μια μεγάλη πρωταγωνίστρια του θεάτρου που φλερτάρει έντονα με την τηλεόραση χρόνια τώρα (από τότε που υπήρχε η Λάμψη), να είναι αρκούντως ανοιχτόμυαλη ώστε να ανεβάσει έργο των κατεξοχήν τηλεοπτικών Ρήγα-Αποστόλου και μάλιστα λόγω της συνετής διανομής του καστ και των συντελεστών κανείς να μην μπορεί να την κάνει με τα κρεμμυδάκια. Σε μια πιο προσεκτική ματιά, το εγχείρημα όχι μόνο δε χωλαίνει στην ολότητά του, αλλά αποδεικνύεται περίτρανα σε ναό του μεταμοντερνισμού και των άκρατων αξιώσεων της εποχής να επανεφεύρουμε τον εαυτό μας μέσα από αναφορές στις πολλαπλές παγιωμένες κατά καιρούς εικόνες μας, να παλέψουμε σώμα με σώμα με αυτόν, να αντικρύσουμε τα ελαττώματά μας κατά πρόσωπο, να αυτοχλευαστούμε, αλλά να βγούμε τελικά νικητές.

Βέβαια, το περίεργο είναι ότι αυτή που μπορούμε να συγχαρούμε για την ατρόμητη επιλογή της και την παραγωγή της παράστασης, δεν μπορούμε να της δώσουμε τα ανάλογα εύσημα για την προσέγγιση του πρωταγωνιστικού ρόλου, που είναι ούτως ή άλλως γραμμένος (κατά παραγγελία;) άτολμα, όσο άτολμη είναι και αυτή όταν της ζητούν να αφήσει την κωμική της φλέβα να ξεχυθεί. Ενώ λοιπόν περιμέναμε μπρίο και στραπατσάρισμα εικόνας, όπως είναι φυσικό, από το ρόλο θιασάρχη που επιμένει σε εναλλακτικό ρεπερτόριο με αποτέλεσμα οι παραστάσεις της να πατώνουν, ώσπου αποφασίζει να ανεβάσει ανάλαφρο σαπουνοπερίστικο έργο γραμμένο από τρομερό δίδυμο με θητεία στην T.V., το μόνο που είδαμε ήταν μια αμήχανη, διεκπεραιωτική Κάτια.

Αντίθετα, είδαμε το Γιώργο Μαρίνο να αναλαμβάνει ρόλο κομπέρ (σε εκδοχή πιο ανάλαφρη από τον κομπέρ στη Λούλου), ρόλο ντέντεκτιβ που πασχίζει να εξιχνιάσει το φόνο στη δεύτερη πράξη, ρόλο αλλοδαπής υπηρέτριας με ωραία πλάτη και να τα κάνει όλα φρέσκα και μοναδικά, όπως μόνο αυτός ξέρει. Η Κατιάνα Μπαλανίκα ως στρίντζω υπεύθυνη θεάτρου ταγμένη στο ποιοτικό ρεπερτόριο είναι τόσο άμεση και ξεκαρδιστικά βιτριολική όσο ενίοτε και η τηλεοπτική της περσόνα, αλλά η έκπληξη της παράστασης ήταν ο Κώστας Σπυρόπουλος που μπήκε στο πετσί του κόντρα-ρόλου του, ενός χύμα τηλεοπτικού συγγραφέα της ευκολίας που ενδιαφέρεται μόνο να καπνίζει μπάφους και να συναναστρέφεται με προσοντούχες wannabe.

Όσο για το θεατρικό, ο απύθμενος αυτοσαρκασμός του και η γενικότερη σατιρική διάθεση που το διακρίνει το σώζουν από τις πιθανές κατηγορίες ρηχότητας, χωρίς βέβαια να μπορούν να εξηγήσουν το ασύμφορο μήκος του και το υπερβολικά μελό δεύτερο μισό του. Οι χιουμοριστικές στιχομυθίες πάντως βολιδοσκοπούν το κοινό με εξαιρετικό ρυθμό, τα βιντεάκια που προωθούν τη δράση δίνουν αρχικά έναν ευπρόσδεκτο multimedia τόνο, αλλά στη συνέχεια το παρακάνουν και οι βοηθητικοί χαρακτήρες δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν το διακοσμητικό τους ρόλο. Η μουσική και τα τραγούδια του Κραουνάκη δίνουν και αυτά το χαρούμενο τόνο τους, αν και σκηνοθετικά μένουν κάπως ασύνδετα με το υπόλοιπο στήσιμο.

Ο μόνος λόγος βέβαια που περνάμε την γενικά αξιοπρεπή παράσταση από τέτοιο κόσκινο, είναι για να δούμε αν τίθεται καθόλου θέμα βεβήλωσης της μνήμης του Μάριου Πλωρίτη (αιωνία του η μνήμη). Ε, λοιπόν, επειδή ο δάσκαλος είχε οξεία αίσθηση του χιούμορ, σίγουρα θα διασκέδαζε με την παράσταση όσο και εμείς.

Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Ρήγας
Σκηνικά: Μανόλης Παντελιδάκης
Κοστούμια: Κατερίνα Δαφίνη
Μουσική - τραγούδια: Σταμάτης Κραουνάκης
Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκό
Παίζουν: Κάτια Δανδουλάκη, Γιώργος Μαρίνος, Κατιάνα Μπαλανίκα, Κώστας Σπυρόπουλος, Αλέξανδρος Μπουρδούμης, Γρηγόρης Σταμούλης, Ζώγια Σεβαστιανού, Λευτέρης Λαμπράκης, Βασίλης Παλαιολόγος, Κατερίνα Θεοχάρη, Ολυμπία Σκορδίλη

Θέατρο Κάτια Δανδουλάκη
Αγ. Μελετίου 61Α, 210 8640414 & 452

23/12/07

Ήρωες | Video Report

της Ελένης Γκασούκα


Οι Ήρωες της Ελένης Γκασούκα ξεκίνησαν δυο χρόνια πριν από το Ζυγό, μεταφέρθηκαν με αλλαγές στο Μικρό Παλλάς και...έμειναν. Αντικαταστάσεις ηθοποιών, ελαφρύ ρετουσάρισμα των κειμένων και η ομάδα φέτος συνεχίζει να πετάει γεμίζοντας το θέατρο Δευτερότριτα. Φυσικά, θα συνεχίσει δριμύτερη και το '08 με ανανεωμένα κείμενα. Ισχυρότερο είναι το ανδρικό λόμπυ που κρατάει τα νούμερα που κάνουν το μεγαλύτερο γκελ στο κοινό: ο κομπέρ με το Ne me quitte pas (Κωνσταντινίδης), η ρωσίδα ευγενής Νατάλια Μπρατούσκα Σεϊτανίδη Αλεξέγεβνα που την έχει χτυπήσει το χτικιό (Αλευράς) και τα σκετς του Πάνου Μουζουράκη (ο Τζάμπα των τηλεοπτικών Singles) που είναι ειδική κατηγορία από μόνος του. Ανάμεσα σε γέλια και χαρές, ατμόσφαιρα κάτι μεταξύ βαριετέ και stand up comedy με τραγούδια που κάνουν το κέφι να φουντώνει (ναι, είναι κι αυτό υποκατηγορία θεάτρου) σας ευχόμαστε Καλές Γιορτές!

Ιδέα-κείμενα-σκηνοθεσία: Ελένη Γκασούκα
Ενορχήστρωση-μουσική επιμέλεια: Απόστολος Καλτσάς
Σκηνογραφική Επιμέλεια: Σπύρος Κωτσόπουλος
Ερμηνεύουν: Θανάσης Αλευράς, Πάνος Μουζουράκης, Ανδρέας Κωνσταντινίδης, Κωνσταντίνος Κωτσαδάμ, Βίκυ Καρατζόγλου, Χριστίνα Μητροπούλου, Ζωή Ξανθοπούλου
Mουσικοί: Απόστολος Καλτσάς, Σάκης Βαργεμτζίδης, Σωτήρης Καστάνης, Τάσος Πέππας, Μάριος Βαληνάκης

Μικρό Παλλάς,

Στοά Σπυρομήλιου & Αμερικής 2 (Citylink), 210-3210025

20/12/07

Η γυναίκα με τα μαύρα

του Stephen Mallatratt

Έχετε αναρωτηθεί ποτέ αν σας αρέσει περισσότερο το θέατρο από το σινεμά; Γι' αυτούς που στο εν λόγω δίλημμα είναι αδιαπραγμάτευτα υπέρμαχοι του κινηματογράφου, το Θέατρο Μέλι προσφέρει μια αφορμή λουκούμι για να αναθεωρήσουν την κάπως αδιάλλακτη στάση τους. Η γυναίκα με τα μαύρα είναι έργο του Stephen Mallatratt, βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Susan Hill και μάλλον έχει "στοιχειώσει" την ζωή του Δάνη Κατρανίδη. 13 (!) χρόνια ακριβώς μετά τη μεγάλη επιτυχία των παραστάσεων του 92' - 94' με τον Αλέκο Αλεξανδράκη τότε -καθώς παρακολουθείς την παράσταση φαντάζεσαι ότι το έργο θα πήγαινε στον Αλεξανδράκη γάντι- ο Δάνης Κατρανίδης επιστρέφει υποκριτικά αλλά και σκηνοθετικά αυτή τη φορά στον τόπο του εγκλήματος.

Η παράσταση ξεκινά όταν ο Άρθουρ Κιπς - Γιώργος Κέντρος με σκοπό να αφηγηθεί στα δικά του πρόσωπα το βιβλίο που συνέγραψε προκειμένου να ξορκίσει την ανατριχιαστική ιστορία που σημάδεψε τη ζωή του, ζητά τη βοήθεια ένος επαγγελματία ηθοποιού - Δάνη Κατρανίδη για να τον διδάξει να αναπαραστήσει το δράμα του. Με ασαφή τα όρια ανάμεσα στο θέατρο και τη ζωή η ιστορία της γυναίκας με τα μαύρα θα μπλέξει τους δύο άντρες αλλά και το κοινό σε μια καθηλωτική αγωνιώδη θεατρική περιπέτεια κλιμακούμενη μέχρις εσχάτου δευτερολέπτου της παράστασης. Δεν είναι τυχαίο ότι η συγκεκριμένη παράσταση παίζεται με αμείωτη επιτυχία στο Λονδίνο τα τελευταία 20 χρόνια.

Βασισμένοι σε μία εξαιρετική απόδοση από την Έλενα Ακρίτα τόσο ο Δάνης Κατρανίδης - αν και η ταχυλογία του πότε - πότε προδίδει την άρθρωσή του- όσο και κυρίως ο Γιώργος Κέντρος με την ευελιξία των "ρόλων" του μας χαρίζονται με δύο πραγματικά μαγευτικές και υποβλητικές ερμηνείες. Αυτό είναι και το μεγάλο στοίχημα ειδικά για το συγκεκριμένο έργο: πώς θα συνεπάρουν το κοινό οι ηθοποιοί στη φαντασία τους. Ωστόσο, η συνδρομή ενός κινηματογραφιστή σκηνοθέτη, όπως για παράδειγμα ο Μαυρίκιος, θα απογείωνε αναμφίβολα την παράσταση. Στην Γυναίκα με τα μαύρα ανατριχιάζεις και ανατριχιάζεις ειλικρινώς κι αυθεντικά, δεν φοβάσαι ωστόσο. Και αυτή η καθαρότητα των πρωτογενών συναισθημάτων εδώ ειδικά, θα είχε την καθοριστική σημασία της.

Σκηνοθεσία: Δάνης Κατρανίδης
Απόδοση: Έλενα Ακρίτα
Σκηνικά: Γιώργος Πάτσας
Κοστούμια: Τότα Πρίτσα
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Παίζουν: Δάνης Κατρανίδης, Γιώργος Κέντρος

Αριστοτέλους 87 και Φωκαίας, 210 8223160, 210 8221111

19/12/07

Η Κασετίνα

του Καρλ Στέρνχαϊμ

Ούτε με μεταμοντέρνο pastiche ούτε με μουντό ανέλπιδο τοπίο δεν έχει σχέση η επιλογή του Εθνικού για το θέατρο Κάππα στην Κυψέλη, πράγμα που την κάνει περισσότερη προσιτή σε ποικίλο κοινό. Ένας συγγραφέας που χειρίζεται τα τερτίπια του λόγου και της θεατρικής σύμβασης με ρηξικέλευθο τρόπο και βάζει το θεατή να γνωρίζει από πολύ νωρίς κρυφές λεπτομέρειες που οι πρωταγωνιστές του έργου ούτε ξέρουν πότε θα τους αποκαλυφθούν, ο Carl Sternheim, όχι ιδιαίτερα γνωστός στην Ελλάδα (ο Χουβαρδάς είναι αυτός που πρωτοανέβασε Το Βρακί στο Αμόρε το ’98 και συνεχίζει να ενδιαφέρεται για το έργο του), περιγράφει την απληστία και τη φιλοχρηματία της αστικής τάξης. Η Κασετίνα/Die Kassette ανήκει στον κύκλο έργων που έγραψε τη δεκαετία 1911-22 με τον τίτλο Ο ηρωικός βίος των μικροαστών και η τωρινή σκηνοθεσία ακολουθεί μια γραμμή υπερβολής στο παίξιμο και μια καρικατουρίστικη διαγραφή των ρόλων (κόντρα παίξιμο το ονόμασαν) παρόλο που οι καταστάσεις που περιγράφει δεν έχουν απαραίτητα χιουμοριστική χροιά.

Όμως, αυτή ακριβώς η σκηνοθετική επιλογή είναι που κάνει αυτή τη σάτιρα ηθών φρέσκια και διασκεδαστική, εκεί που θα μπορούσε να την κάνει ακόμη ένα βαρύ θεατρικό από αυτά που μας προτρέπουν να τα δέσουμε στο λαιμό μας και να πέσουμε στη θάλασσα, με την υπόσχεση ότι θα μας πάνε κατευθείαν στον πάτο. Η μουσική δημιουργία που συνοδεύει την παράσταση είναι η πιο έξυπνη και καλύτερα δικαιολογημένη γι’ αυτή τη σαιζόν τουλάχιστον: ο Βόμβολος έχει συνθέσει ανθρώπινες φωνές (αναστενάγματα, επιφωνήματα, ροχαλητά) σε ρυθμό τριών τετάρτων (που κάποτε, λέει, ήταν ο μόνος επιτρεπόμενος ρυθμός, για να θυμίζει την Αγία Τριάδα), δηλαδή σε βαλσάκι, και φαντάζεται ότι αυτοί οι ήχοι ακούγονται μέσα από ένα μουσικό κουτί, με το οποίο παρομοιάζεται η οικία των Κρουλ –εφόσον οι χαρακτήρες και δη οι αντρικοί λειτουργούν με ένα συγκεκριμένο μηχανικό τρόπο υπό την επήρεια των μετοχών που η θεία- Έρση Μαλικέντζου κρατάει υπό την κατοχή της.

Είναι ένα από αυτά τα θεατρικά που οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες δε γίνονται ιδιαίτερα συμπαθείς, μας κερδίζουν όμως οι δεύτεροι χαρακτήρες. Η μόνιμη εξωστρέφεια και υπερκινητικότητα του Κλέωνα Γρηγοριάδη εδώ συνάδει με το ρόλο του, η βλοσυρή Μαλικέντζου είναι το τέλειο αντίθετο της αισθησιακής Εύας Σαουλίδου και η σκηνογραφική σύμπτυξη στην υποτιθέμενη κεντρική σάλα του αστικού σπιτιού με τους χαρακτήρες να κρυφακούν ή να παραμονεύουν πίσω από τις έξι πόρτες χαρίζει έξοχες δραματικές και χιουμοριστικές στιγμές, χωρίς βέβαια να μας χαριστεί στο τέλος, όταν όλοι μαζεύονται στην αρένα και παγιδεύονται μέσα σε ένα και μόνο δίχτυ: την ξύλινη κασετίνα που αντιπροσωπεύει τη μόνη κυρίαρχη δύναμη και ασφάλεια της κοινωνικής τους τάξης.

Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία: Βίκτωρ Αρδίττης
Σκηνικά-κοστούμια: Λιλή Κεντάκα
Μουσική-ήχος: Κώστας Βόμβολος
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Παίζουν: Έρση Μαλικέντζου, Ταξιάρχης Χάνος, Κλέων Γρηγοριάδης, Εύη Σαουλίδου, Σύρμω Κεκέ, Έμιλυ Κολιανδρή, Θανάσης Δήμου

Εθνικό Θέατρο
- Θεάτρο Κάππα
Κυψέλης 2, 210 8831068

13/12/07

Δύο τρελοί-τρελοί Παραγωγoί

του Mel Brooks

Το musical του Mel Brooks που άνοιξε στο Broadway στις 19 Απριλίου 2001, κέρδισε 12 βραβεία Tony, μεταφέρθηκε στο West End επίσης με μεγάλη επιτυχία, έγινε ταινία με την Uma Thurman και τώρα παίζεται και στην Αθήνα σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή δεν ήρθε από το πουθενά. Βασικά, το The Producers έχει μεγαλύτερη σχέση με την Ελλάδα απ’ ότι φαντάζεστε. Στην αρχική του μορφή, δηλαδή την ομώνυμη ξέφρενη κωμωδία του 1968 ο Ανδρέας Βουτσινάς (σε εποχή έξαρσης οικειότητας με τη νεαρή Jane Fonda) έπαιζε το ρόλο του βοηθού χορογράφου Carmen Ghia (τον οποίο στη δική μας εκδοχή παίζει ο Παντελής Καναράκης) με ιδιαίτερο τρόπο και παρουσιαστικό. Η ταινία, αντίθετα με το musical, έχει μπόλικες σκηνές εξωτερικού χώρου, πρωταγωνιστές με ιδιαίτερα κακόμοιρες φάτσες, τρομαχτική εμμονή στις γριούλες-επενδυτές του Bialystock και ένα χαριτωμένο τέλος στης φυλακής τα σίδερα.

Όμως Broadway σημαίνει τραγούδια και χαρές και φυσικά γυναίκες, οπότε ο ρόλος της Ulla μεγάλωσε αισθητά –γιατί ποιος έχει όρεξη να βλέπει δυο ξοφλημένους να πηγαινοέρχονται στη σκηνή και να προσπαθούν να βγάλουν λεφτά παράνομα ανεβάζοντας ένα musical που θα είναι σίγουρη αποτυχία; Όσο για την ερώτηση, αν σας δημιουργηθεί, πως του ήρθε άραγε του Brooks να θεωρήσει ότι το πιο αστείο και αποτυχημένο musical θα ήταν κάποιο που τιτλοφορείται Springtime for Hitler και θα το έχει γράψει ένας πρώην ένδοξος Ναζί που υπηρέτησε κοντά στο Φύρερ και τον θαύμαζε, η απάντηση είναι η προφανής: ο Brooks με πολωνο-εβραϊκές ρίζες συνηθίζει να έχει κάπως «εβραϊκό» χιούμορ, κάτι που ίσως να περιόρισε την καριέρα του σε spoof ταινίες και όχι σε κάποιο άλλο είδος.

Όπως και να ‘χει το musical ξεχειλίζει από χιούμορ και κάθε άλλο παρά άνοστο, σας διαβεβαιώ. Ειδικά όταν τις αστείες εξαρχής και καλομεταφρασμένες ατάκες ανταλλάσσουν κωμικοί ηθοποιοί διαμετρήματος Χαϊκάλη και Λουδάρου που είναι το πληθωρικό δίδυμο του τίτλου. Την ίδια ευχάριστη διάθεση διατηρήσαμε και κατά τη διάρκεια των χορευτικών και τραγουδιστικών μερών του μιούζικαλ, αλλά πιο πολύ λόγω συμπάθειας παρά λόγω επάρκειας. Το σίγουρο είναι ότι ο Λουδάρος και η καλλίφωνη, ευκίνητη ομάδα όμορφων κοριτσιών και αγοριών που πλαισίωναν τους πρωταγωνιστές (και που δεν χαίρουν ούτε μιας ομαδικής φωτογραφίας έξω από το θέατρο) έκλεβαν την παράσταση όταν άρχιζε η μουσική. Οι υπόλοιποι εμφανώς προσπαθούσαν να ανταποκριθούν, αλλά τι να σου κάνει όταν η μουσικοχορευτική παιδεία στις δραματικές σχολές είναι ελλιπής; Άσε που στο West End οι συντελεστές των musicals έχουν φοιτήσει σε εξειδικευμένες σχολές που μαθαίνουν κυρίως αυτό: να τραγουδούν και να χορεύουν. Εδώ δεν υπάρχουν courses στο musical theatre όπως αλλού, οπότε όπως μπορεί καθείς, πορεύεται.

Η Βίκυ Καγιά, πάλι, (When you've got it, flaunt it) είχε προσαρμοστεί άριστα στο νέο της ρόλο και φάνηκε να διαθέτει αρκετό ταλέντο ( τώρα που ξεπέρασε το δύσκολο βάπτισμα του πυρός στις Σειρήνες στο Αιγαίο που όσοι τη θυμούνται εκνευρίζονται). Χαμογελαστή με σωστή κίνηση και αμείωτη λάμψη ήταν μια Ulla με τα ούλα της. Αυτός που θα μπορούσε άνετα να λείπει ήταν κατά γενική ομολογία ο Απόστολος Γκλέτσος και αυτό που θα μπορούσε να βελτιώσει τα πράγματα από χωροταξικής άποψης θα ήταν μια πιο ευρύχωρη σκηνή -- η επιλογή του θεάτρου Αλίκη για musical (λαμβάνοντας υπόψιν και την περσινή Τσινετσιτά) μάλλον δεν είναι η καλύτερη δυνατή. Το clue της φανερά προχωρημένης παράστασης (και εξαιτίας αυτού) είναι ο πρώτος (και άψογος) έγχρωμος χορευτής που έχουμε δει σε ελληνική σκηνή ever. Πάντως, δεδομένης της μοναδικότητας του εγχειρήματος το Producers παραμένει μια καλή πρόταση για θεατρική έξοδο, όπως φυσικά και για DVD στο σπίτι σε οποιαδήποτε εκδοχή.

Απόδοση κειμένου: Σταμάτης Φασουλής, Θοδωρής Πετρόπουλος
Απόδοση στίχων: Αφροδίτη Μάνου
Σκηνοθεσία: Σταμάτης Φασουλής
Σκηνικά: Γιώργος Πάτσας
Κοστούμια: Ντένη Βλαχιώτη
Χορογραφίες: Δημήτρης Παπαζογλου
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Ενορχήστρωση: Αλέξιος Πρίφτης
Παίζουν: Παύλος Χαϊκάλης, Αντώνης Λουδάρος, Γιάννης Βούρος, Παντελής Καναράκης, Απόστολος Γκλέτσος, Βίκυ Καγιά κ.α.

Θέατρο Αλίκη
Citylink, Αμερικής 4, 210-3210021

12/12/07

Το Αμάρτημα της μητρός μου

του Γεωργίου Βιζυηνού

Τον Ηλία Λογοθέτη τον γνωρίζουμε κατά βάση ως κωμικό ηθοποιό. Η ιδιαίτερη φυσιογνωμία του και αρκετοί κινηματογραφικοί- τηλεοπτικοί του ρόλοι συνηγορούν σ' αυτό, όμως στο σανίδι έχουμε συνήθως πρόσβαση σε μια ποικιλόμορφη εικόνα του. Η Νεκρή Ζώνη του Harold Pinter (το 2000 σε σκηνοθεσία Αντύπα) ήταν η αποκαλυπτική παράσταση που μου επέτρεψε να δω την σοβαρή, ήρεμη πλευρά του, που η μαγεία της είναι πολύ μεγαλύτερη από την κωμική του (όχι βέβαια ότι θα εκλείψουν ποτέ οι ρόλοι στους οποίους τον έχουμε συνηθίσει, όπως σε μια νέα τηλεοπτική σειρά, τον Ομφάλιο Λώρο).

Εν πάσει περιπτώσει, η ενασχόληση του Ηλία Λογοθέτη με το Γεώργιο Βιζυηνό είναι ακόμη μια άκρως ενδιαφέρουσα πτυχή του. Ύστερα από το ρόλο του στην πολυβραβευμένη ταινία Το μόνον της ζωής μου ταξίδιον (2001) του Λάκη Παπαστάθη πρωταγωνιστεί στη θεατρική μεταφορά του εξίσου γνωστού διηγήματος Το Αμάρτημα της μητρός μου. Η ρεαλιστική αγροτική ηθογραφία του Γεωργίου Βιζυηνού, όσο κι αν ακούγεται σαν παλιά ιστορία, δε χάνει ποτέ τη θέση της στις πολιτιστικές μας αναζητήσεις, γιατί ο γλαφυρός λόγος του πεζογράφου που τέλειωσε τη ζωή του στο Δρομοκαίτειο και στον οποίο χρωστάμε την έκφραση «άρες, μάρες, κουκουνάρες» είναι πάντα δροσερή πνοή για τους φιλολογίζοντες.

Παρόλη την άκρα λιτότητα (που αγγίζει την προχειρότητα) του σκηνικού χώρου, η δεσπόζουσα μορφή του Λογοθέτη στο ρόλο του γιου που με αφορμή ένα τυχαίο περιστατικό χάνεται σε φλας-μπακ στις παιδικές και νεανικές του αναμνήσεις και τις διηγείται στο κοινό, κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο, τόσο που σχεδόν η βοηθητική παρουσία των υπόλοιπον ηθοποιών περνάει σε δεύτερη μοίρα. Ακόμη και της μητέρας, που η εμμονή της με τα κοράσια και ο κρυφός πόνος της είναι στην ουσία η αιτία της διήγησης.

Με εκφορά του λόγου που κάνει το κράμα δημοτικής και καθαρεύουσας ξεκάθαρο και εύληπτο ο Λογοθέτης ζωντανεύει το κείμενο αφήνοντας να διαφανεί εκτός από τα βασανισμένα βάσανα και ο χιουμοριστικός τόνος του διηγήματος, και θυμίζει το πλέξιμο της γλώσσας, ώστε να βγει απ' αυτήν όχι μια στεγνή διήγηση, αλλά μια που μοιάζει λίγο με κέντημα. Αυτό όμως για όσους έχουν αδυναμία στην πορεία της ελληνικής γλώσσας και εξοικείωση με τα διάφορα στάδιά της.

Σκηνοθεσία: Κωστής Καπελώνης
Σκηνογραφία: Νίκος Αλεξίου
Μουσική: Σταύρος Σιόλας
Παίζουν: Ηλίας Λογοθέτης, Μαρία Ζαχαρή, Κώστας Βελέντζας, Μιχάλης Κοιλάκος, Εύα Οικονόμου, Βάλια Παπακωνσταντίνου, Διονύσης Κλάδης

Θέατρο Τέχνης - Κάρολος Κουν-Υπόγειο
Στοά Πεσμαζόγλου, 210 3228706