Σελίδες

22/6/08

Ανδρομάχη

του Ευριπίδη


Αστείο (επιμορφωτικό) παιχνίδι μας παίζει ο προγραμματισμός του Φεστιβάλ Αθηνών σχετικά με τις παραστάσεις της Ανδρομάχης: πέρυσι την είδαμε σε εκδοχή του Γάλλου κλασικιστή Ρακίνα σκηνοθετημένη από το Δημήτρη Μαυρίκιο και μεταφρασμένη από τον ίδιο στα ελληνικά στην Επίδαυρο, ενώ φέτος τη βλέπουμε στο Σχολείον, σε ουδέτερο, αμφιθεατρικό χώρο στην αυθεντική ευριπίδεια εκδοχή, αλλά σκηνοθετημένη από το Γάλλο, Jean-Christophe Sais άρα και στη γαλλική γλώσσα!

Η παράσταση είχε προγραμματιστεί να παρουσιαστεί στη Λυών, την ιδιαίτερη πατρίδα του Sais πριν και στη Βαρκελώνη μετά το αθηναϊκό ανέβασμα και έχει μια έξτρα σχέση με τη Δαμασκό, απ' όπου προέρχονται τα μέλη του χορού, οι Τρωαδίτισσες γυναίκες, που μιλούν μάλιστα και αραβικά για να δηλώσουν πιο απτά τη διάσταση Ανατολής-Δύσης καθώς και same and other (τόσο αγαπημένη μας θεματική από 'δω). Αυτές άλλωστε οι Τρωαδίτισσες σκλάβες είναι από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία του ανεβάσματος.

Η ίδια η Ανδρομάχη είναι Σύρια με accent και εξωτερική εμφάνιση σε χτυπητή αντίθεση με την Ερμιόνη --που δεν είναι άλλη από τη Valerie Lang (κόρη του Jack Lang βεβαίως βεβαίως)-- πράγμα μεγαλοφυές. Η απόλυτη οπτικοποίηση αντιθετικών στοιχείων είναι συνήθης στον κινηματογράφο, αλλά λιγότερο αισθητή στα θεατρικά πράγματα (απόρροια της απουσίας δυνατότητας του gros plan-zoom κατά τη γνώμη μου) και πολύ ευπρόσδεκτη και θεμιτή, όπου αξιοποιείται.

Εκτός από την υποτονική παρουσία του Μενέλαου και την κατά στιγμές πομπώδη ερμηνεία ορισμένων το αποτέλεσμα ήταν ενδιαφέρον και με εξαιρετικό ρυθμό, δεδομένης και της ξένης γλώσσας. Σημείο που θα σταθούμε είναι βέβαια η μετάφραση, σε απόλυτα καθημερινή και ζουμερή γαλλική γλώσσα. Στο άκουσμα λέξεων όπως putain, demon de l'extermination, chienne το κείμενο αποκτάει μια εξ' ολοκλήρου διαφορετική δυναμική και ικανότητα παλιμψήστου (φέρνοντας αβίαστα στο νου αναφορές από τη γαλλική κινηματογραφία).

Η μουσική και οι έντονες φωτοσκιάσεις εναρμονίζονται με τα ευμετάβολα συναισθήματα των ηρώων, η σκηνή με τη χρυσόσκονη να τρέχει μέσα από τα δάχτυλα του αγγελιοφόρου καθώς και η εξαγγελία του για το θάνατο του γιου του Αχιλλέα και στη συνέχεια ο από μηχανής θεός, η Θέτιδα, χρειάζεται ιδιαίτερη μνεία, όπως και η πυρωμένη ερμηνεία του Πηλέα.

Μια από τις λιγότερο παιγμένες τραγωδίες, θεωρούμενη όχι και τόσο digne, εξαιτίας των ερωτικών δολοπλοκιών και της πρωτόγνωρης ζηλοτυπίας, στην ουσία μέσα από το προσωπικό επίπεδο πλέκει παραλλήλους με το δημόσιο: καταδικάζει τη βία, την ξενοφοβία, τον πόλεμο που παρουσιάζει στον οικογενειακό μικρόκοσμο. Καλή ευκαιρία να διευρυνθούν οι ορίζοντές μας αναφορικά με την παρουσίαση της τραγωδίας εκτός των συνόρων.

Σκηνοθεσία: Jean-Christophe Sais
Μετάφραση στα γαλλικά: Jean και Mayotte Bollack (εκδ. Minuit)
Σκηνικά:
Jean-Christophe Sais, Jean Tartaroli
Φωτισμοί:
Jean Tartaroli
Κοστούμια:
Montserrat Casanova
Μουσική:
Gilbert Gandil
Ερμηνεύουν:
Louez Ali, Raghad Almakhlouf, Thierry Bosc, Nisrin Fendi, Mathieu Genet, Kouzit Al-Hadad, Lama Hakim, Amira Hdife, Gaëlle Héraut, Valerie Lang, Daniel Martin, Kamel Najma, Hala Omran, Iman Oudeh

Ελληνικό Φεστιβάλ
Το Σχολείον, Χώρος Α, Πειραιώς 52, Μοσχάτο, 210 3272000

17/6/08

Ο ουρανός κατακόκκινος

της Λούλας Αναγνωστάκη


Από σήμερα και μέχρι τις 21 στο Σχολείον σε μια λιτή εξέδρα με σκάλες και επίπεδα που ανυψώνουν ή καταβαραθρώνουν την ηρωίδα, ανάλογα με την περίσταση η Ρένη Πιττακή με αδούλωτο πνέυμα, όσο κι αν η ζωή την έχει τσαλακώσει, υποδύεται μια δασκάλα Γαλλικών έξω από τα σαλόνια, που μόνο la vie en rose δεν έζησε, κι όμως, αντέχει ακόμη να θυμάται. Ο μονόλογος που έκανε πρεμιέρα προ δεκαετίας στο Εθνικό Θέατρο με τη Βέρα Ζαβιτσιάνου, ανανεώνεται και ζητάει να μιλήσει στο ετερόκλητο κοινό του φεστιβάλ.

Δηκτική ειρωνεία και μεστός αυτοσαρκασμός είναι τα μόνα όπλα της μεσήλικης αστής, που η εμφάνισή της σε τίποτα δεν προδίδει τον εσωτερικό της αναβρασμό ή την ακατάσταση, δύσβατη ζωή της. Με ατσαλάκωτο ταγέρ, καλοχτενισμένη κώμη που μόνο οι ρίζες αφήνουν να φανεί υποψία γκρίζου, παπούτσι παλιότερης μόδας που το τακούνι της τονίζει την αγέρωχη στάση της βγαίνει μέσα από την κρυψώνα της στην κατάφωτη με σκληρούς ηλεκτρικούς τόνους σκηνή η Σοφία Αποστόλου. Ο χώρος μοιάζει γιαπί, σαν τη ζωή της που στέκει ακόμη μισή, σαν εργοτάξιο που συνέχεια προστίθενται σπασμένα δομικά υλικά που αντί να το ολοκληρώνουν, του δίνουν πιότερη ώθηση στην μελλοντική του διάλυση.

Ο κατά έξι χρόνια μικρότερος και κομμουνιστής σύζυγός της έφυγε άκαιρα, και την άφησε να καμαρώνει μόνη τον άσχημο και ανίκανο γιο της που το μόνο που κατάφερε να κάνει στη ζωή του --αντί να αγοράσει τη Mercedes που ονειρευόταν-- είναι μια γκάφα που τον έριξε στη φυλακή για δέκα χρόνια. Μια καθηγήτρια Γαλλικών "με ροπή προς το κακό", όχι αρκετά καθώς πρέπει για τη θέση της στο σχολείο λόγω αλκοολισμού, η Σοφία Αποστόλου, όπως και άλλοι ήρωες της Λούλας Αναγνωστάκη αποζητάει να είναι ξεχωριστή, ασυμβίβαστη. Η δική της επανάσταση ενάντια στον κλοιό του συστήματος είναι η περηφάνια της, η αξιοπρέπεια, η απόλυτη επίγνωση της κατάστασής της. "Δεν θέλω να είμαι μέσος όρος!", δηλώνει, και αισθάνεται ξεχωριστή, δυνατή, γιατί ούτε λάκισε, ούτε ντράπηκε για τίποτα. "Κάθομαι και σκέφτομαι τη ζωή μου και τους γονείς μου. Και τους παλιούς μου γνωστούς κι όσους τυχαία είδα να περνούν και καμιά, καμιά ζωή δε ζηλεύω. Αντίθετα, είμαι περήφανη για τη ζωή μου. Τίποτ’ απ’ ό,τι έχουν αυτοί δεν με συγκινεί. Νεκροί είναι όλοι. Πεθαμένοι."

Κάτω από το σκληρό φως που δεν της χαρίζεται, με τις ρυτίδες σαν παράσημα να ενισχύουν την έκφρασή της, με ένα στραβό χαμόγελο να της ξεφεύγει συχνά καθώς ξεδιαλύνει μνήμες και μια γαλήνη να φαίνεται αχνά όταν τραγουδάει στα γαλλικά, η Σοφία Αποστόλου έχει βγει θαρρετά μπροστά μας, στην πρόχειρα στημένη εξέδρα που είναι ίδια η ταράτσα της απέναντι από τις φυλακές Κορυδαλλού, στην πολυκατοικία που έγινε το νέο της σπίτι, και υπερασπίζεται σθεναρά κάθε επιλογή της. Η ζωή της είχε τα πάνω και τα κάτω της, και αυτή τα δέχτηκε χωρίς να την υποδουλώσουν, χωρίς να την κάμψουν. Γι' αυτό και απολαμβάνει τον ουρανό κατακόκκινο από την ταράτσα του σπιτιού της, κι αυτή η απόλαυση της αρκεί.

Ομολογουμένως, ο πολυεπίπεδος μονόλογος έχει και πολιτικές προεκτάσεις, που θεωρώ ότι αφέθηκαν λίγο στη γωνιά τους, δεδομένων των καιρών. Ο Νίκος Χατζόπουλος θέλησε μια δωρική λιτότητα στην κίνηση, στη φωνή και στο χώρο, ώστε ο θεατής να εστιάσει στην ουσία και όχι στις έυκολες τσαχπινιές συγκίνησης. Η συνάντηση της Αναγνωστάκη με την Πιττακή είναι, για τους παλιότερους, άλλη μια σημαντική διάσταση της παράστασης: οι δυο τους πρωτοσυναντήθηκαν στο Υπόγειο του Κουν και, όπως φαίνεται, συνεχίζουν ακόμη τη δική τους απρόσιτη επανάσταση. Εν κατακλείδι: είτε κατηφορήσετε την Πειραιώς για το κείμενο, είτε για την πρωταγωνίστρια, θα φύγετε ικανοποιημένοι. (αν και οι πληροφορίες μου λένε ότι η παράσταση είναι ήδη sold out...)

Σκηνοθεσία: Νίκος Χατζόπουλος
Σκηνικά – κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Παίζει: Ρένη Πιττακή

Ελληνικό Φεστιβάλ
Σχολείον-Χώρος Β’
Πειραιώς 52, Μοσχάτο, 210 3272000

7/6/08

Theseum Ensemble: Πεθαίνω σαν χώρα

του Δημήτρη Δημητριάδη


"Μισώ αυτή τη χώρα
μου έφαγε τα σπλάχνα"

Με αυτά τα λόγια τελειώνει η Μπέμπα Μπλανς, κι εμείς την καταλαβαίνουμε απόλυτα, όχι όμως και οι κυρίες της αστικής τάξης που κάθονται στη σειρά μου, ούτε αυτές της μπροστά σειράς. Όπου φύγει-φύγει, καπνός έγιναν όσοι δεν μπορούσαν την ανόσια συμπεριφορά στην πατρίδα, αυτή που όλοι μας την ανεχόμαστε χωρίς ποτέ να καταλαβαίνουμε για ποιο λόγο ακριβώς.

Για δεύτερη χρονιά η performance που κάνει κόκκαλα να τρίζουν παρουσιάστηκε στο Ελληνικό Φεστιβάλ μέσα σε κοινό μάλλον χλιαρό. Αρκετά λογικό, δεδομένου ότι πολλοί από το κοινό του Φεστιβάλ αγαπούν με πάθος αυτή την χώρα, γιατί τους βολεύει, ενώ ο Δημητριάδης την οραματίστηκε πηγμένη σε έναν κατήφορο δίχως τελειωμό. Σημαντικό κρίνεται το να ξέρει τι πάει κανείς να παρακολουθήσει και να είναι ανοιχτός σε κάθε λογής προτάσεις, γιατί όσοι λάτρεις της πατρίδας, της σεμνοτυφίας και των comme il faut εκδηλώσεων παρευρέθησαν, δυσφόρησαν δίχως άλλο. Μια ουρά πολύχρωμη και παλλόμενη, μια ουρά ανθρώπων κάθε ηλικίας, εθνικότητας, κοψιάς πήρε θέση στους διαδρόμους και στη σκηνή για να στηρίξει το λόγο του Δημητριάδη, να τον ζωντανέψει. Δεκάδες σελίδες ξεπήδησαν βίαια προς τον έξω κόσμο με τα σκηνοθετημένα τρεχαλητά του Μαρμαρινού, τη βραχνή φωνή της Τζήμου, τα λόγια των ξένων που κληθηκαν να μιλήσουν για ένα θέμα τόσο δικό μας. Για μια χώρα που καταρρέει, μια συγκεκριμένη χρονιά που όλα πήγαν λάθος, που ο πόλεμος δεν σταματούσε και όλοι είχαν πάρει μέρος στην επιστράτευση, που οι γυναίκες δεν έπιαναν παιδιά και οι άντρες προτιμούσαν να αγκαλιάζονται μεταξύ τους, για μια χρονιά που στα στρατόπεδα όλοι έκαναν απόπειρες αυτοκτονίας και φώναζαν συνθήματα του τύπου: Δώστε στην πατρίδα του θανάτου το φιλί.

Ένα φωτοτυπικό που θυμίζει τους δαιδάλους της γραφειοκρατίας μας, ένα βιολοντσέλο που θα χρησιμεύσει για να παίξει live μουσική κάποια στιγμή της παράστασης, ένα βουνό από εφημερίδες και άλλα αντικείμενα που ρακοσυλλέκτες θα μάζευαν, ένα γραφείο στο οποίο είναι εγκατεστημένος κατά περίσταση ένας
κλητήρας, που κάνει όλες τις δουλειές του ποδαριού και στο τέλος θα αρχίσει να καθαρίζει με το λάστιχο τα θολωμένα παράθυρα για να μας αποκαλύψει από πίσω φιγούρες που κινούνται αλαλιασμένες, ένα καθιστικό που φιλοξενεί διάφορους πονεμένους και ένα μικρόφωνο και ύστερα άνθρωποι με ρούχα πολύχρωμα, ένταση και φωνή όλο άρνηση για τη χώρα που θα 'θελαν, αλλά δεν τους προστρέχει, αυτά αποτελούν όλα κι όλα το σκηνικό της performance της παρέας του Μιχαήλ που όλη τη χρονιά απολαμβάναμε στο καφκικό σύμπαν.

Μουσική εκφραστική, έντονη ή διακριτική, φωνές που ουρλιάζουν, θυμούνται, εξανίστανται, ένα λαϊκό θέαμα που για να ολοκληρωθεί εθελοντές της πόλης μας έδωσαν τις ώρες τους στις πρόβες και τις παραστάσεις (νέοι και γέροι, ακόμη κι ένα μωρό με τη μαμά του στάθηκαν περήφανα στην ουρά), αυτή η δουλειά του Μαρμαρινού ήταν σε απόλυτη αρμονία με την πολιτική κατάσταση των ημερών. Ο Στάθης Αναστασίου κινηματογράφησε ευαίσθητα όσους προσέφεραν την οντότητά τους γι' αυτή την παράσταση, κι εμείς δεν τους βλέπαμε μόνο κατά την είσοδό μας στη σκηνή, αλλά και στον τοίχο πίσω από τους ερμηνευτές. Μια εμπειρία που σωστά αναπαράχθηκε ξανά για το κοινό που αγαπάει τα νέα πράγματα και για όσους περιμένουν στην ουρ
ά για δικούς τους ο καθένας λόγους, καθώς και για να μας θυμήσει ένα κείμενο συλλήβδην ξεχασμένο που μας βυθίζει σε "ένα παραισθησιογενές σύμπαν" και βοηθάει στη "σφοδρή εκτόξευση ενός εθνικού υποσυνείδητου προς το μηδέν". Είναι κι αυτό μερικές φορές χρήσιμο.

Σκηνοθεσία: Μιχαήλ Μαρμαρινός
Δραματουργική Επεξεργασία: Μιχαήλ Μαρμαρινός, Μυρτώ Περβολαράκη
Σκηνικά: Kenny MacLellan
Κοστούμια: Ντόρα Λελούδα
Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός
Κίνηση: Βάλια Παπαχρήστου
Κινηματογραφική Σκηνοθεσία: Στάθης Αναστασίου
Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος
Ηχητικός σχεδιασμός: Studio 19
Συμμετέχουν: Μπέμπα Μπλανς, Νίκος Αλεξίου, Γιώργος Ζιόβας, Γιάννης Νταλιάνης, Θεοδώρα Τζήμου, Σμαρώ Γαϊτανίδου, Kim Soο-Jin, Adrian Frieling, Πέτρος Αλατζάς, Ilias Algaer, Ρένα Ανδρεαδάκη, Μελίνα Αποστολίδου, Μαρίσκα Αρβανιτίδη, Γιώργος Βρόντος, Αναστασία Έδεν, Μαργαρίτα Κάλκου, Ρόζα Καλούδη, Βιργινία Κατσούνα, Ιλάν Μανουάχ, Τηλέμαχος Μούσσας, Αλεξάνδρα Παυλίδου, Βασίλης Σπυρόπουλος, Άρης Τσαούσης, Λάμπρος Φιλίππου, Ρένα Φουρτούνη, Μιχάλης Χατίρης

Ελληνικό Φεστιβάλ
Πειραιώς 260, Χώρος Δ

5/6/08

Mikrosprigkipas_B612 | Video Report

Antoine de Saint – Exupéry



Ο Μικρός Πρίγκιπας είναι τόσο αγαπητός σε όλους, που δε θα 'ταν υπερβολή να πω ότι δεν υπάρχουν πολλοί χωρίς το βιβλίο ή ένα αντικείμενο που τον απεικονίζει στην κατοχή τους. Κονκάρδες, τετραδιάκια και τσαντούλες με το ξανθό αγοράκι, τον μικρό πλανήτη του και το αγαπημένο του τριαντάφυλλο κυκλοφορούν αφειδώς τα τελευταία χρόνια εξαργυρώνοντας τη φήμη του. Η μεταφορά του αθώου αγοριού λειτούργησε εξαιρετικά και όντας παιδιά ποτέ δεν καταλάβαμε ότι ο μικρούλης είναι το alter-ego του αεροπόρου Antoine και το ρόδο δεν είναι άλλο παρά η αγαπημένη του Consuelo. Πλέον η ιστορία αγάπης τους καταγράφηκε και από τη δική της πένα, ενώ συνεχώς αποκαλύπτονται νέες πτυχές της πραγματικής ιστορίας: ο πιλότος Horst Rippert κατονομάστηκε ως αυτός που κατέρριψε το αεροπλάνο τα συντρίμμια του οποίου μαζί με ένα βραχιόλι χαραγμένο με τα ονόματα του ζευγαριού βρέθηκαν στη Μεσόγειο και η ρομαντική τους ιστορία τελειωμό δεν έχει.

Εμείς επισκεφθήκαμε τις πρόβες της νεοσύστατης και φιλόδοξης ομάδας Asomo4 που πήρε την έμπνευσή της εξολοκλήρου από αυτή την never-ending ιστορία αγάπης και βρεθήκαμε να πετάμε στο άπειρο κρατώντας την ουρά ενός αστεροειδούς. Λίγο η μουσική του Θέμη Καραμουρατίδη, λίγο ο χαμηλός φωτισμός με έντονες πορτοκαλοκόκκινες αποχρώσεις να παραπέμπει ευθέως στα ηφαίστεια του πλανήτη του μικρού πρίγκιπα, λίγο η ήρεμη κίνηση μάγεψαν προς στιγμήν τις γεμάτες βουή μεγαλούπολης μέρες μας.

Την παράσταση παρακολουθείτε από 6 έως και 9 Ιουνίου στις 9.30, σε φιλική τιμή ( €12 και €8, για κρατήσεις καλείτε: 6979550789, 6970832922 ). Θα σας δούμε εκεί.

Δραματουργική επεξεργασία - Σκηνοθεσία: Asomo4, Σοφία Κάσσαρη
Χορογραφία: Μόνικα Κολοκοτρώνη
Σκηνικά - κοστούμια: Αλίκη Αρναούτη
Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης
Φωτισμοί: Νίκος Κουλοχέρης
Παίζουν - χορεύουν: Έλενα Άρνο, Εύα Μάρη, Σωτήρης Σταθακόπουλος, Ματθαίος Τσακίρης, Μυρτώ Χαλινά

Θέατρο Σημείο
Χαριλάου Τρικούπη 10 (πίσω από το Πάντειο), 210 9229579

3/6/08

Ο πρίγκιπας του Χόμπουργκ

του Χάινριχ Φον Κλάιστ

Η παλιότερη, έμμετρη μετάφραση του Κώστα Καρθαίου που εκδόθηκε στην ιστορική σειρά Θεατρική Βιβλιοθήκη της Εταιρείας Σχολής Μωραίτη το 1974 μου προσέφερε την πρώτη πλούσια επαφή με το έργο και την πίστη ότι η σκηνική παράστασή του δε θα μπορούσε παρά να είναι εκπληκτική.

Υπερβολικά ρομαντικός και αιθεροβάμων, αυθόρμητος και ονειροπόλος ο πρίγκηπας του Χόμπουργ (εγώ τον έχω στη βιβλιοθήκη μου χωρίς το καταληκτικό κ) δε μπορεί παρά να συγκινήσει όσους του μοιάζουν και να ξενίσει κατάφωρα τους σημερινούς ρασιοναλιστές. Χαρακτήρας που θα μπορούσε να είναι το alter-ego του Κλάιστ --και ο ίδιος ο συγγραφέας πολέμησε για την πατρίδα του χωρίς να βρει εκεί τη γαλήνη, υπνοβατούσε και ονειρευόταν ατέρμονη δόξα την οποία δεν κέρδισε τελικά παρά μόνο μετά θάνατον (άλλη μια περίπτωση ρομαντικού αυτόχειρα, συναντούμε αρκετούς τελευταία)-- ο Χόμπουργκ δειλιάζει στιγμιαία, ίσα-ίσα για να ενταθούν τα πνεύματα και να υπάρξουν οι κατάλληλες κορυφώσεις στην πλοκή, μέχρι να επανακτήσει το θάρρος του και να αποζητήσει το θάνατο, αναμένοντας πάντα την ηρωοποίηση. Η χάρη τελικά θα του δοθεί, αφού η ποινή θανάτου για την απείθειά του στις στρατιωτικές εντολές κατά τη διάρκεια της μάχης δε θα εκτελεστεί, δικαιώνοντας την αγωνία και τα κλάματα όλων των παλατιάνών.

Πίστη σε άυλες ιδέες όπως η αθανασία (με την έννοια της υστεροφημίας) μαρτυρούν στίχοι όπως οι παρακάτω (πάντα σε μετάφραση Καρθαίου),

Τώρα, ω αθανασία, είσαι δική μου!
Φέγγεις μεσ' απ' το δέμα των ματιών μου
χίλιες φορές λαμπρότερο από τον ήλιο!

την οποία ο Νίκος Κουρής κατάφερες να την αποδώσει με τον πιο πειστικό τρόπο. Τόσο, που δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι ο χαρακτήρας του υπάρχει ή υπήρξε κάποτε, αφού εμείς τουλάχιστον δεν έχουμε το σωστό πλαίσιο για να οραματιστούμε τις ιπποτικές εποχές. Ο Λευτέρης Βογιατζής διάλεξε να βάψει πάλλευκο το σκηνικό, με τη γερμανική βαρυχειμωνιά να διαρκεί και τη σκηνή να μοιάζει με γυάλινη μπάλα που όταν την αναδεύεις χιονίζει ήρεμα και καρτερικά. Κάποια χαλάρωση δεν έλειψε πάντως στην αρχή, όταν γινόταν η προετοιμασία της μάχης και μέχρι οι κλαγγές των ξίφων να πάψουν --υπήρχαν σίγουρα περιθώρια πιο δυναμικής σκηνοθεσίας σε αυτό το σημείο. Γενικά, ο Βογιατζής σκηνοθέτησε με μια ήρεμη δύναμη και κατάφερε να δώσει στη συγκίνηση ουσιαστική διέξοδο, κυρίως με την αριστοτεχνική διδασκαλία του πρωταγωνιστή του.

Μάνα και κόρη, πάντως, δεν έχουν ούτε την υποτυπώδη διαφορά ηλικίας στην έκτακτη -- ύστερα από την αποχώρηση της Φωτοπούλου-- διανομή, με τη Γουλιώτη γριά και την Κόλιανδρη κόρη, και ενώ η πρώτη θέλησε φιλότιμα να μοιάσει κάπως στην Αμαλία Μουτούση, στη δεύτερη εντοπίζουμε κυρίως κωμικό ταλέντο. Ο Νίκος Αρβανίτης ως συνταγματάρχης Κότβιτς και ο Γιάννης Τσορτέκης αναδεικνύονται στους πιο καθηλωτικούς δεύτερους ρόλους, ενώ ο αγαπημένος Λιγνάδης παρά το όχι ιδιαίτερα εκφοβιστικό παράστημα κατάφερε να μεταδώσει τη σκληρότητα και την εμμονή στην έννομη τάξη ως άλλος Κρέοντας, όχι δίχως να του ξεφεύγουν στιγμές άκαιρης ειρωνείας. Οι αρχαίοι τραγικοί τα είπαν όλα αυτά πολύ καλύτερα, επιμένει πάντως ο koudounas, ενώ εγώ βρίσκω στον άφρονα Χόμπουργκ ομοιότητες με το Σιγισμούνδο (τον έτερο αγαπημένο ήρωα του Η ζωή είναι όνειρο) κυρίως ως προς την ακανόνιστη μετάβασή τους από την πραγματικότητα στο όνειρο ή μάλλον της αίσθησης που δίνουν ότι η πραγματικότητα είναι κατεξοχήν ρευστή.

Υπήρχαν κάποιοι που τίποτα από όλη αυτή την ιστορία δεν τους άγγιξε και δε το θεωρώ καθόλου περίεργο. Άλλα ήθη, άλλες εποχές. Εγώ βρήκα σίγουρα αυτό που με τράβηξε στις σελίδες του κιτρινισμένου αντιτύπου μου, πάντως. Και παρότι η παράσταση κατέβηκε την Κυριακή, θα πρότεινα ανεπιφύλακτα να τη ζήσει κάθε τολμηρός ακολουθώντας τα σημάδια του πόνου και της πένας του Heinrich von Kleist.

Μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη
Σκηνοθεσία: Λευτέρης Βογιατζής
Σκηνικά - κοστούμια: Γιώργος Πάτσας
Μουσική σύνθεση - ήχοι: Δημήτρης Καμαρωτός
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Παίζουν: Νίκος Αρβανίτης, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Στεφανία Γουλιώτη, Θανάσης Δόβρης, Δημήτρης Καρτόκης, Θοδωρής Κατσαφάδος, Παναγιώτης Κλίνης, Έμιλυ Κόλιανδρη, Γιάννης Κότσυφας, Νίκος Κουρής, Δημήτρης Λιγνάδης, Στράτος Μενούτης, Δημήτρης Ντάσκας, Νικόλας Παπαγιάννης, Όμηρος Πουλάκης, Γιάννης Τσορτέκης, Λυδία Φωτοπούλου, Μενέλαος Χαζαράκης, Γιάννης Χαρτοδιπλωμένος

Εθνικό Θέατρο - Rex / Κοτοπούλη
Πανεπιστημίου 48, Αθήνα, 210 3305074
Κρατήσεις 801-11-60000 (από σταθερό) & 210 6786000 (από κινητό)

29/5/08

Νύχτες Χαμένων Ερώτων

του Γιούκιο Μισίμα

Το ενδιαφέρον της παλαίμαχης Πέπης Οικονομοπούλου για τις χώρες της Άπω Ανατολής δεν είναι καινούργιο. Η Κίνα και Ιαπωνία τη γοητεύουν τόσο, που της πρώτης μαθαίνει τη γλώσσα και της δεύτερης αναζητάει τα πιο ενδιαφέροντα γραπτά για να τα αναδείξει θεατρικά. Ήδη παλιότερα έχει ανεβάσει έργο του λιγότερο γνωστού Ιάπωνα Yasushi Inoue, ενώ φέτος επανήλθε με τον μυστηριώδη στυλίστα του λόγου Yukio Mishima που η συγγραφική του δραστηριότητα συνοδευόταν από τη λιγότερο επιτυχημένη στρατιωτική του καριέρα, που τον οδήγησε στην αυτοκτονία.

Οι νύχτες χαμένων ερώτων είναι ο γενικός τίτλος τριών μονόπρακτων: Νυχτερινή επίσκεψη, Το κορίτσι με τη βεντάλια και Εκατοστή νύχτα ονομάζονται τα μονόπρακτα που παραστάθηκαν στη χώρα τους με εντελώς διαφορετική φυσικά τεχνοτροπία, αυτή του Θεάτρου Νο, του οποίου την αργή τελετουργική κίνηση προσπάθησε να προσεγγίσει σε μια πιο ευρωπαϊκή και ανάλαφρη μορφή η Οικονομοπούλου στη σκηνοθεσία της. Το παίξιμό της ήταν σωστή μίξη των παραπάνω στοιχείων, κάτι που δεν πέτυχαν απαραίτητα όλοι οι ηθοποιοί της παράστασης, αλλά η δύναμη της ποιητικής πρόζας του Μισίμα τραβούσε την προσοχή μακριά από τις κακοτοπιές.

Τρεις ιστορίες με χαρακτήρες βαθιά χαραγμένους από τις αναμνήσεις τους: μια βρώμικη γριά, πάλαι ποτέ εκπάγλου καλλονής, μαγεύει με την περιγραφή της ξεπεσμένης ομορφιάς της έναν περαστικό, το φάντασμα μιας παλιάς ερωμένης ζητάει πίσω τον εραστή από το προσκέφαλο της άρρωστης συζύγου του και ένα κορίτσι κάθεται σε ένα παγκάκι κρατώντας μια αντρική βεντάλια περιμένοντας μάταια τον ιδιοκτήτη της. Τα σχεδόν αχρονικά κοστούμια έδωσαν απροσδιόριστη διαχρονικότητα, ο περιπλανώμενος στο εγκαταλελειμμένο θέατρο ποιητής-αφηγητής έδεσε τις τρεις ιστορίες, αλλά αντί για διάλειμμα ανάμεσα στα μονόπρακτα ολιγόλεπτη σιωπηρή συσκότιση της σκηνής θα λειτουργούσε ίσως ακόμη πιο μαγευτικά.

Μετάφραση : Έφη Σταμούλη
Σκηνοθεσία : Πέπη Οικονομοπούλου
Σκηνικά-Κοστούμια : Μαργαρίτα Χατζηϊωάννου
Φωτισμοί : Γιώργος Ταρκάσης
Παίζουν : Πέπη Οικονομοπούλου, Γιώργος Σμπυράκης, Γιώργος Παναγιώτου, Αγγελική Καρυστινού, Ελένη Χατζή

Θίασος Καθρέφτης

Θέατρο Οδού Αντιοχείας
Αντιοχείας 1 και Πιπίνου, Κυψέλη, 210 8832050

23/5/08

Σκουίκ

των Νικόλα Μαραγκόπουλου και Γεωργίας Γεωργαντοπούλου

Σκουίκ είναι ο ήχος που ακούγεται όταν κάτι τρίβεται ή πιέζεται, κάπως έτσι χαριτωμένα πιέζεται και η παράσταση να αποδώσει το αναρχικό, αλλά ελάχιστα τα καταφέρνει. Εγώ αυτό που είδα ήταν η έξοχα δραματοποιημένη φιλοδοξία του Μαραγκόπουλου και της Γεωργαντοπούλου να διηγηθούν ένα αναρχικό παραμύθι. Μόνο που στα παραμύθια σπάνια βαριέται τόσο κανείς, κι όσο για το αναρχικό…δεν ξέρω αν από τους παρευρισκόμενους θύμωσαν περισσότερο οι δια βίου αναρχικοί ή έστω οι γνώστες της αναρχικής θεωρίας ή οι παντελώς άσχετοι με τον εν λόγω τρόπο ζωής.

Πρόκειται για μια τελείως επιδερμική προσέγγιση στον τρόπο ζωής και κυρίως στην ιδιοσυγκρασία του αναρχικού. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να δουλεύει, δεν πρέπει να κατασκευάζει μηχανές να δουλεύουν γι’ αυτόν και να ‘χει χρόνο να αγαπάει το σύντροφό του και να κάνει όσα του αρέσουν στη ζωή, ο θεός δεν υπάρχει οπότε καθένας είναι ο καθ’ όλα υπεύθυνος για τον αυτοπροσδιορισμό και την εξέλιξή του και ο θάνατος…ένα νούφαρο που όσο κι αν το φοβίζεις με άλλα λουλούδια δε φεύγει. Και τελικά δεν είναι μόνο το ρηχό του περιεχομένου του γραφικού εγχειρήματος, αλλά και η άχαρη χρήση του λόγου, αφού ως γνωστόν δεν έχει σημασία αν κάτι έχει ξαναειπωθεί εφόσον ειπωθεί με ενδιαφέροντα τρόπο κι αφού επίσης το κατά περίπτωση devised δε μπορεί πάντα να σώζει από την έλλειψη συνοχής και έμπνευσης.

Δυστυχώς, ούτε οι ερμηνείες δε μπόρεσαν να σώσουν το κακό κείμενο. Μέτριες έως κακές γέμιζαν με μια υπερβολή τα δρώμενα, μήπως και υποβληθεί ο θεατής στη σκέψη «χμ, πρέπει τελικά να υπάρχει κάποιος λόγος που είμαι εδώ». Υπήρχαν βέβαια και κάποιες έντονες στιγμές στο έργο, εκεί όπου παρακολουθεί κανείς ανθρώπους να ξορκίζουν το κακό με το καλό, να παλεύουν κόντρα στο θάνατο με τη ζωή και την πίστη. Ώσπου το μέταλλο της κάνης του όπλου τις κάνει ν’ ανθίσουν, ώσπου η αγάπη να σκοτώσει για να σώσει κι ώσπου να αντιληφθούμε --όσοι θεατές βρισκόμαστε ακόμα σε επίπεδο εγρήγορσης-- την ύλη στο τέλος να παίρνει κάτι από μέσα μας και να γίνεται η μορφή του νιώθω και του προσανατολισμού μας.

Σκηνοθετικά η παράσταση είχε πάντως αρκετό ενδιαφέρον και τα σκηνικά η μουσική και οι φωτισμοί ήταν αξιοπρεπή. Εμφανής και η συμβολή του Κοσμίδη στην πολύ καλή, εν αντιθέσει με το υπόλοιπο πακέτο, κίνηση των ηθοποιών. Το όλο εγχείρημα μονολογούσε πάνω στη σκηνή πως ήταν αυτό: μια μεγάλη, ίσως ρομαντική φιλοδοξία και που παραμένει φιλοδοξία γι’ αυτό το καλοκαίρι τουλάχιστον. Ας ελπίσουμε του χρόνου που θ’ ανέβει ξανά να έχει διορθωθεί λίγο το κείμενο ως προς τη δυναμική του και να μάθουμε όλο και περισσότεροι πως όταν αποφασίζουμε να κοινωνήσουμε τις φιλοδοξίες μας αναλαμβάνοντας τα σχεδόν όλα από σκηνογραφία μέχρι το παίξιμο πρέπει να είμαστε λίγο πιο προσεκτικοί, ιδίως όταν πρόκειται για παραμύθια.

Κι ας ελπίσουμε επίσης ( για το αναρχικό και το μαγιάτικο του πράγματος):

"The day will come when our silence will be more powerful than the voices you are tomorrow and today".

Σκηνοθεσία -σκηνογραφία- μουσ. επιμέλεια: Ν. Μαραγκόπουλος, Γ. Γεωργαντοπούλου
Φωτισμοί: Γιώργος Κιμούλης
Επιμέλεια Κίνησης: Κυριάκος Κοσμίδης
Παίζουν: Ν. Μαραγκόπουλος, Γ. Γεωργαντοπούλου, Δημοσθένης Φίλιππα, Άννα Βασιλείου, Ηλίας Γκογιάννος, Γιάννης Κοτσαρίνη, Έρση Νιαώτη, Γιώργος Βουρδαμής, Νίκος Αξιώτης

Θέατρο της Άνοιξης
Γερμανικού 20, 210 5238870

Credits: Την τελευταία παράσταση του Σκουίκ παρακολούθησε η azar vagabonde, της οποίας και τη γνώμη δημοσιεύουμε

19/5/08

Παις Όπερα

Για το κοινό της Θεσσαλονίκης που είναι "εκλεκτό, πνευματικά καταρτισμένο και απαιτητικό" και "έχει αποδείξει την αγάπη του για την Όπερα" σύμφωνα με τα λεγόμενα της Λίζας Ξανθοπούλου Καλλιτεχνικής Διευθύντριας της Όπερας Θεσσαλονίκης, διοργανώθηκε για δεύτερη χρονία φέτος το 2ο Φεστιβάλ Παις Όπερα, διάρκειας μιας ολόκληρης ημέρας γεμάτης events, παιχνιδιών, εκθέσεων και πολλών πολλών μπαλονιών και stickers μουσικών οργάνων. Ενώ πέρυσι το Φεστιβάλ έλαβε χώρα στους ενήλικους χώρους του Μύλου, φέτος προσανατολίστηκε πιο ευάερα και ευήλια, στο καλοσχεδιασμένο και indeed ηλιόλουστο Κέντρο Διάδοσης Επιστημών και Μουσείο Τεχνολογίας Νόησις έναν φουτουριστικό (sic) πολυχώρο στο 6ο χλμ. Θεσσαλονίκης - Θέρμης.

Η Όπερα Θεσσαλονίκης που δεν έχει αυτονομηθεί ακόμη εντελώς και υπάγεται πρακτικά στο Κ.Θ.Β.Ε. , είναι αρκετά δημιουργική και με πιο μοντέρνα κατεύθυνση από τον αργοκίνητο πατρικό φορέα του, προσπαθεί τα τελευταία χρόνια να αναλάβει εκτός των άλλων και έντονη εκπαιδευτική δράση. Αυτής της διάθεσης για χτίσιμο ουσιαστικής σχέσης μεταξύ των παιδιών και της Όπερας αποτέλεσμα είναι και το παρόν Φεστιβάλ και αν κρίνουμε από την προσέλευση του κοινού το εκπαιδευτικό πρόγραμμα τα πάει μια χαρά. Αφού πρώτα τα παιδάκια έπαιξαν κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς με θέματα οπερατικών έργων σε ειδικές εκπαιδευτικές εκδηλώσεις, τώρα κλήθηκαν να κάνουν μια ολοήμερη εξόρμηση στην εξοχή γεμάτη ήχους και χρώματα.

Το υπερ-πλήρες πρόγραμμα που θα μπορούσε να καλύψει και ολόκληρο το Σαββατοκύριακο (αλλά για οικονομικούς κυρίως λόγους περιορίστηκε μόνο στην Κυριακή) ικανοποίησε άνετα και τους συνοδούς των μικρών επισκεπτών καθώς και τους λάτρεις της παιδικής Όπερας κατεξοχήν. Ειδικά αυτοί οι τελευταίοι είχαν την απρόσμενη χαρά να παρακολουθήσουν το Διαγωνισμό σύνθεσης και σκηνοθεσίας παιδικής Όπερας. Με λιμπρέτο βασισμένο στο βιβλίο του Ευγένιου Τριβιζά Ποιος έκανε πιπί στο Μισισιπή έξι συνθέτες που επιλέγησαν μεταξύ 35 περίπου προτάσεων είχαν την ευκαιρία να δουλέψουν με μια ομάδα τραγουδιστών και επαγγελματιών της θεατρικής τέχνης και δουν την μουσική τους σύνθεση να μετατρέπεται σε εικοσάλεπτη όπερα. Ενώπιον της κριτικής επιτροπής διαγωνίσθηκαν οι συνθέσεις των Λ. Τόνια, Σ. Δήμου, Ε. Ρηγάκη, Γ. Καρακάση, Ι. Βαλέτ, Ι. Παπαδάκη σε μουσική διεύθυνση της Κωνσταντίας Γουρζή και μουσική προετοιμασία των τραγουδιστών του Jean – Christoph Charron. Το ποταμόπλοιο και τα παπιά-επιβάτες είχαν ομολογουμένως πολύ πλάκα και ξεχώρισα προσωπικά τη Μαρισία Παπαλεξίου στο ρόλο του κατεργάρικου παπιού και τον Κωνσταντίνο Ντότσικα στο ρόλο του συγχωρητικού καπετάνιου. Οι διεθνείς συντελεστές του εγχειρήματος έδωσαν μια ευρωπαϊκή essence στο διαγωνισμό.

16/5/08

Πάπισσα Ιωάννα

του Εμμανουήλ Ροΐδη

Εξαιτίας του ιδιαίτερου ενδιαφέροντός μου για απαγορευμένα βιβλία (ανεξαρτήτως λόγου που τα καταδίκασε σ’ αυτή την κατηγορία σε κάποια στιγμή της ζωής τους) από μικρή ηλικία, και παίρνοντάς τα με τη σειρά, από τους Σατανικούς Στίχους του Salman Rushdie μέχρι τον Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι του Laurence, έπεσα νωρίς πάνω στην Πάπισσα Ιωάννα. Με τις πρώτες αράδες κατάλαβα ότι δεν ήταν αυτό που περίμενα: ήταν υπερβολικά διασκεδαστικό για να έχει κάποιος ψυχή να το απαγορέψει, και χιουμοριστικά πηγαίο για να προσβληθεί κανείς απ’ αυτό. Είναι σα να απαγόρευε το αθώο γέλιο όσων δεν πηγαίνουν και πολύ το εκκλησιαστικό καταστημένο και την υποκρισία του, τι, δεν είχαν κι αυτοί το δικαίωμα να κοροϊδέψουν λιγάκι;

Τότε όμως ακόμη η εκκλησία είχε πολύ εξουσία (μην τάχα δεν έχει ακόμη, αφού η συζήτηση του πολυπόθητου διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας μπαίνει συνέχεια στο ψυγείο;) και ειδικά το θεσμό του Παπισμού τον είχαν όλοι περί πολλού. Να γιατί το πόνημα του Ροΐδη ξεσήκωσε θύελλες το 1866, απασχόλησε την Ιερά Σύνοδο και του στοίχισε τον αφορισμό. Το μυθιστόρημα υποτίθεται ότι είναι φανταστικό, αλλά, εκτός των αναρίθμητων πηγών από τους μεσαιωνικούς χρόνους ακόμη και πρόσφατα ο Peter Stanford υποστήριξε την πιστότητα του γεγονότος, χωρίς βέβαια να έχει υπόψιν του πραγματικές αποδείξεις, αλλά βασιζόμενος στην ευρύτητα του φαινομένου της παρενδυσίας στους εκκλησιαστικούς κύκλους κατά τα χρόνια του Μεσαίωνα. Εξαιτίας της δύσκολης ζωής οπουδήποτε αλλού, πολλοί ήταν αυτοί που κατέφευγαν στα μοναστήρια και αρκετές γυναίκες επέλεγαν να ντυθούν άντρες, ώστε να έχουν πρόσβαση στα ανώτατα αξιώματα του εκκλησιαστικού στερεώματος, κάτι που συνήθως δεν αποκαλυπτόταν πριν από το θάνατό τους κατά την προετοιμασία για την ταφή.

Ανάκατες φήμες τέτοιων ιστοριών προφανώς ενέπνευσαν το Ροΐδη και έπλασε την Πάπισσα Ιωάννα που ο πατέρας της ήταν Άγγλος μοναχός. Ευφυής και χαριτωμένη, συσσώρευε γνώσεις από τη διδασκαλία του πατέρα της και μέσω της ανάγνωσης, μέχρι που πηγαίνοντας ως υπεύθυνη βιβλιοθήκης σε ένα γυναικείο μοναστήρι, ερωτεύτηκε τον προσκεκλημένο καλόγερο Φρουμέντιο, τον οποίο ακολούθησε ντυμένη άντρας σε μια αντρική μονή. Τα χρόνια πέρασαν και η Ιωάννα σκλήρυνε και ζητούσε πιο πολλά από τις απλές απολαύσεις της ζωής: παράτησε το ζηλιάρη ερωμένο της και μπάρκαρε για τη Ρώμη, όπου από γραμματέας αναρριχήθηκε στο αξίωμα του Πάπα. Η ιστορία ακούγεται χαριτωμένη από μόνη της, προσθέστε τώρα και την ειρωνεία του Εμμανουήλ και φανταστείτε το αποτέλεσμα. (ή απλώς διαβάστε το εδώ). Η γλώσσα του είναι μια χυμώδης καθαρεύουσα, ενδεχομένως κάπως δυσνόητη για όσους την πρωτοσυναντούν, αλλά αυτοί δεν είναι και πολλοί, δεδομένου ότι οι γονείς και οι παπούδες μας διδάχτηκαν καθαρεύουσα και όλοι εμείς πάλι διδαχτήκαμε εκτός από αρχαία και κείμενα του Παπαδιαμάντη, του Βιζυηνού και τόσα άλλα (χα). Όπως και να 'χει, η σκηνοθεσία ήταν αρκετά περιγραφική, τόσο που δε γίνεται να σου ξεφύγουν ούτε οι ερωτικοί εναγκαλισμοί, ούτε τα γεννητούρια ούτε τα παιχνίδια των καλογήρων.

Ο Χατζάκης ορθώς διασκεύασε το κείμενο μόνο ώστε να το καταστήσει περισσότερο θεατρικό και δεν πείραξε τη γλώσσα, η οποία ρέει τόσο άνετα και χιουμοριστικά που θα ήταν χάσιμο ποιότητας να απλουστευθεί καθ 'οιονδήποτε τρόπο (όσο κι αν τέτοιες απλουστευμένες εκδοχές είναι αρκετά της μόδας στα εκδοτικά πράγματα τα τελευταία χρόνια). Διάλογοι δημιουργήθηκαν από τη συρραφή επιμέρους κομματιών, γιατί το ίδιο το έργο είναι κατεξοχήν αφηγηματικό, και οι περιγραφές εντάχθηκαν το ίδιο ομαλά όπως και οι άγγελοι που φορούσαν ένα μεγάλο λευκό φτερό στην πλάτη ή η φιγούρα του Θεού, αγγέλου, αναγνώστη που παρακολουθώντας ψηλά από το σκηνικό τα τεκταινόμενα κλαίει με λυγμούς στο τέλος για το χαμό της Ιωάννας. Το σκηνικό είναι σχηματικό και μοντέρνο, με τη χρήση τύπου σιδερόβεργας για τα μέρη εκκλησιών και τα κοστούμια αποδίδουν κυρίως την ιδιότητα παρά την εποχή. Η Κατσιαδάκη ως Ιωάννα δεν ήταν κακή (αν και θεατές κατά την έξοδο υποστήριξαν ότι και βέβαια ήταν, για την ακρίβεια ότι "δεν τους άρεσε υποκριτικά"), αλλά έχανε μπροστά στα νεότερα παιδιά του σχήματος. Η ειρωνεία του
Ροΐδη πάλι αρκετές στιγμές αποδόθηκε χονδροειδώς, χωρίς αυτό να κάνει τόσο κακό στην παράσταση, όσο στην ίδια την ανάμνηση του κειμένου.

Γενικά, το εγχείρημα να παρασταθεί ένα τέτοιο κείμενο είναι από δύσκολο έως και ακατόρθωτο
, οπότε μάλλον το κοινό μένει ευχαριστημένο έστω και για την προσπάθεια. Και θα μείνει με χαμόγελο ακούγοντας προς το τέλος ότι ο μαινόμενος όχλος μόλις έγινε αυτόπτης μάρτυς της απρόσμενης γέννας, αντί να παρασυρθεί από τους ιερείς που φώναζαν "θαύμα, θαύμα" ζητούσε " να ρίψη εις τον Τίβεριν Πάπισσαν και παπίδιον". Αφορμή για ανάγνωση, κυρίως η παράσταση. Ακόμη και επανανάγνωση ή έστω ευχάριστη ενθύμηση. Προλαβαίνετε τις δυο τελευταίες παραστάσεις του τολμηρού ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας. Να επισημάνω ότι η παράσταση έχει εξαιρετική μουσική επένδυση.

Διασκευή – σκηνοθεσία: Σωτήρης Χατζάκης
Σκηνικά: Έρση Δρίνη
Κοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ
Μουσική: Ευγένιος Βούλγαρης
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Παίζουν: Μαρία Κατσιαδάκη, Άρης Τρουπάκης, Χρήστος Μαλάκης, Μαριάνθη Φωτάκη, Δήμητρα Λαρεντζάκη, Αλέξανδρος Τσακίρης, Μαρία Πανουργιά, Λευτέρης Παπακώστας, Γιώργος Μάρκου

ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας

Θέατρο Βεάκη,
Στουρνάρη 32, Αθήνα, 210 5223522

9/5/08

Bob Theatre Festival

Από 12 έως 18 Μαΐου το θεατρόφιλο κοινό που στεναχωριόταν ότι ίσως και να έχασε μερικές από τις καλύτερες παραστάσεις της ζωής του, θα μπορέσει να διορθώσει αυτό το ολέθριο λάθος. Παραστάσεις των δυο τελευταίων ετών που κατάφεραν να συνδυάσουν νεανικό concept, έξυπνο χιούμορ και εμπορικότητα --γιατί εμείς δε θεωρούμε τη λέξη αυτή μιαρή-- επέλεξε να παρουσιάσει σε ένα δυναμικό wrap-up στο τέλος της σαιζόν ο Γιάννης Σαρακατσάνης στο θέατρο Χώρα. Μιλάμε για παραστάσεις μερικές από τις οποίες λάτρεψε αθεράπευτα το Θέατρο για Όλους, γι' αυτό και τις ξαναπροτείνει δίχως δεύτερη κουβέντα. Ας δούμε αναλυτικότερα ποιες είναι αυτές: πρώτη και καλύτερη η ανόσια σάτιρα Εκεί, εκεί στην Κόλαση με την ομάδα Ab Ovo να αποκαθηλώνει ξεκαρδιστικά κάθε ιερό και όσιο.Όλες οι υπόλοιπες δουλειές τους, με το πολύχρωμο Ζελόβ που ψάχνει με μανία μια βελτιωμένη έκδοση της αγάπης θα παρουσιαστούν εξίσου (Αυτός, Αυτή και Αυτά, Ελλάδα είσαι Πρέζα), όπως και η νέα τους θεατρική δημιουργίες σε avant-premiere, ο διαστημικός Πλανήτης.

Το ίδιο δυναμικά επανέρχεται και η Γεωργία Μαυραγάνη, χαμένη σε ερωτικές ονειροπολήσεις και μουσικές, για να μας παρουσιάσει εκ νέου τις δυο τελευταίες τις δουλειές που μάγεψαν πραγματικά το κοινό ή εμένα τουλάχιστον, για να ακριβολογώ. Haruki Murakami και Οταν είδα το 100% τέλειο κορίτσι για μένα και η θεατρική ανάπλαση του Breakfast at Tiffany's Από δω και πέρα μόνο Happy End και τα δυο με την αγαπημένη μας Βάσω Καβαλιεράτου. Δεν ξεχνώ τον πιο τρελούτσικο Δράκουλα ever, το μιούζικαλ των Ex Animo Νοσφεράτου Διδόντικους με τις μουσικές του Στάθη Δρογώση και στίχους που πρέπει να τους προσέξεις ιδιαίτερα. Όλα αυτά συνδυάζονται με μουσικές συναυλίες σχημάτων όπως οι Imam Baildi και οι Berlin Brides και σε τιμές αρκετά προσιτές (από 20 – 30 € την ημέρα ή 10 – 15 € ανά παραγωγή). Δεν έχω παρά να σας ευχηθώ καλή διασκέδαση.

Αμοργού 20, Κυψέλη,210 8673945

19/4/08

Velvet Scratch

της Aναστασίας Ρεβή

Το θέατρο της επινόησης, όπως μετέφρασαν στα εγχώρια ύδατα το devised theatre, είναι ας πούμε η κατάργηση του παντοδύναμου θεατρικού συγγραφέα, βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό μιας ολόκληρης ομάδας και δίνει, φυσικά, έμφαση στο σωματικό θέατρο (physical theatre). Το devised theatre είναι πολύ πιο διαδεδομένο έξω καιρό πριν και κυρίως από το Λονδίνο μεριά φυσάει ο αέρας της επινόησης προς τα 'δω, εκεί που ο κόσμος είναι όσο κειμενοκεντρικός (ή και περισσότερο) είμαστε και εδώ.

Τα τελευταία χρόνια πολλές ομάδες, οι Ab Ovo και οι Ex animo ενδεικτικά, ασχολούνται είτε αποκλειστικά, είτε περιστασιακά με αυτό το είδος θεάτρου. Σε έτοιμο, οργωμένο χωράφι λοιπόν ήρθε το TLC ή Theatre Lab Company να παρουσιάσει την τελευταία της δουλειά, αρχικά προγραμματισμένη μόνο για δέκα παραστάσεις, αλλά ύστερα από πρωτοφανή προσέλευση (και ρεκόρ αστερακίων στο Αθηνόραμα) παίζει μέχρι και αύριο.

Οι εντυπωσιακές εκδηλώσεις λατρείας, το προσεγμένο υλικό προώθησης της ομάδας (φωτογραφίες, site), καθώς και το πιασάρικο concept --πολύ γοτθικό και dark, σχεδόν μπαρτονικό, αλλά χωρίς το χιούμορ, και με λίγο Edgar Allan Poe και Lovecraft, όπως και η ζωντανή μουσική επί σκηνής με προετοίμασαν για μια μοναδική εμπειρία. Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα μικρό καλάθι, λένε, αλλά εγώ είχα ξεχάσει καλόβολα το γνωμικό. Έτσι, ψάχνοντας εις μάτην το νέο αριστούργημα, έμεινα με αντικρουόμενα συναισθήματα. Στο αισθητικό κομμάτι η παράσταση τα είχε σχεδόν όλα: ευφάνταστο και εργονομικό ενιαίο σκηνικό, καλοφτιαγμένα κοστούμια με πολλαπλές χρήσεις, σκηνικά αντικείμενα που δημιουργούσαν ατμόσφαιρα και...φράουλες. Πολλές φράουλες που έλιωναν ανάμεσα σε σφιγμένες γροθιές και προσομοίωναν το αίμα που έτρεχε από όλες τις πάντες.

Η αισθητική απόλαυση όμως συντελείται στιγμιαία και μπορεί να συντηρηθεί μόνο λιγάκι ακόμη. Τα κοράκια και οι πεθαμένες νύφες, οι καρδιές με καρφιά ολόγυρα και οι ανθρωποφάγοι μάγειρες είναι όλα πολύ καλά, αλλά η γραμμικότητά τους δεν αρκεί για να μας παρασύρει στο σκοτεινό κόσμο τους. Μια πόλη ξεχασμένη που τους κατοίκους της δεν τους ήθελε κανείς, ούτε οι γονείς τους, μια άσπρη σκόνη που σκέπαζε τα πάντα (και ποτέ δεν επεξηγήθηκε, να 'ταν τάχα συμβολισμός της κόκας;), μια μυθολογία του περιθωρίου, όπως ίσως το ίδιο το περιθώριο, χωρίς σκοπό, χωρίς βάθος, χωρίς αισθήματα δε γινόταν παρά να κουράσει ύστερα από το πέρας της έκπληξης, της γνωριμίας με την (έως και εκνευριστική στην εκφορά του λόγου) αφηγήτρια και την τακτική των εγκιβωτισμένων ιστοριών.

Οι ιστορίες των αλλοπρόσαλλων χαρακτήρων ήταν έξυπνες και απροσδόκητες, αλλά το τέλος πάντα ένα και το αυτό: όλοι πέθαιναν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Τρεις ηθοποιοί ντύθηκαν τους δεκάδες διαφορετικούς χαρακτήρες, με τον άντρα της παρέας να μην εκπλήττει αρκετά, τη Γερμανίδα να είναι η πιο αξιέπαινη για όλα, αλλά όχι για την προφορά των ελληνικών της και το κοινό να χάνει το vibe sooner or later, κάτι ενδεικτικό ακόμη και στο χειροκρότημα.


Σύλληψη – Σκηνοθεσία: Aναστασία Ρεβή
Σκηνικά - Κοστούμια:
Μάιρα Βαζαίου, Alan Brooker
Μουσική:
Jonathan Braoteff
Παίζουν:
Marlene Kaminski, Σταματίνα Παπαμιχάλη, Miguel Pinheiro

Θέατρο Χώρα
Αμοργού 20, Κυψέλη, 210 8673945

16/4/08

Σύστημα Αθήνα 2008

Για μια ακόμη, κάπως άνυδρη, χρονιά το Σύστημα Αθήνα 2008 συνεχίζει την προωθητική του δράση. 13 τυχερές παραστάσεις συγκέντρωσαν τις προτιμήσεις του εκλεκτού σώματος κριτών. Κριτές που εμείς με τη σειρά μας τους εγκρίνουμε ως πολυδιάστατο σώμα indeed, αφού προέρχονται όχι μόνο από τον ακαδημαϊκό στίβο ανεξαρτήτως τομέα, όπως ο αγαπητός καθηγητής φιλοσοφίας Διονύσης Καββαθάς, αλλά και από τομείς που αφορούν τη μουσική, όπως ο συνθέτης Δημήτρης Καμαρωτός, αλλά και άτομα που εμπιστευόμαστε να μας καθοδηγούν (sic) στις θεατρικές μας εξόδους, όπως η Ματίνα Καλτάκη της Lifo. Τρεις νέοι φοιτητές κρίνουν και αυτοί με τα δικά τους, διαφορετικά κριτήρια, τις θεατρικές παραστάσεις που εντάσσονται στο ρεπερτόριο του μέλλοντος. Από τις 14 έως της 18 Μαΐου 2008 οι επιλεγμένες παραστάσεις θα παρασταθούν ξανά ενώπιον εκπροσώπων θεάτρων και θεατρικών φεστιβάλ του εξωτερικού με απώτερο στόχο την εξαγωγή τους. Όλο αυτό το κάνει για δεύτερη χρονιά το όλο και πιο ενεργό Ε.Κ.Δ.Ι.Θ. σε συνεργασία και με την υποστήριξη του νεότευκτου Εθνικού Κέντρου Θεάτρου και Χορού του Υπουργείου Πολιτισμού.

Οι παραστάσεις, αρκετές από τις οποίες ενθουσίασαν κι εμάς τη σαιζόν 07-08, είναι οι εξής (κατά αλφαβητική σειρά):

1. Αηδίασμα, NOVA MELANCHOLIA

2. Αίμα Κακό, ΔΟΛΙΧΟΣ

3. ΑΩ, ΕΛΛ.ΘΕΑ.

4. Βυσσινόκηπος, ΑΣΚΗΣΗ

5. Ένας στους Δέκα, ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

6. Ερωτευμένη Νεκρή, ΑΜΦΙ-ΘΕΑΤΡΟ

7. Η Ήμερη, ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ

8. Θείος Βάνιας, ΑΝΟΙΧΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

9. Less, ΟΜΑΔΑ ΘΕΑΤΡΟΥ 33

10. Λιωμένο Βούτυρο, ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

11. Mademoiselle Julie, ΑΤΤΙΣ

12. Νεκρή Φύση σε Χαντάκι, ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

13. Ορλάντο, OMICRON 2

Τώρα, βέβαια, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, τι ακριβώς κάνει το ΑΩ σε αυτή τη λίστα, ένας θεός ξέρει. Γενικά, απ' ότι φαίνεται η λογική των κριτών δεν είναι να προωθήσουν νέες ομάδες κατεξοχήν, αλλά το ελληνικό θέατρο εν γένει, δηλαδή ακόμη και παραστάσεις που βγάζουν ζεστό χρήμα εντός των συνόρων και ενδεχομένως ουδεμία ανάγκη σπρωξίματος δεν έχουν. Whatever, αυτό είναι το δίκαιο, πράγματι.